Πολιτικη & Οικονομια

Η αγορά της αντιδιαφθοράς

Ένας πολύπλοκος γραφειοκρατικός μηχανισμός που κοστίζει ακριβά στους φορολογούμενους χωρίς ορατά αποτελέσματα μετά από δέκα χρόνια

new_edited_0effie12_imgp0126_1.jpg
Έφη Λαμπροπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η αγορά της αντιδιαφθοράς
© Cobaltstock

Η διαφθορά στην Ελλάδα και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα.

Κατά καιρούς τα ΜΜΕ και η κοινή γνώμη απασχολούνται με υποθέσεις χρηματισμών υπαλλήλων σε δημόσιες υπηρεσίες, ίσως με μεγαλύτερη συχνότητα από το παρελθόν. Επίσης, όταν αναλαμβάνει νέα κυβέρνηση κατηγορεί την προηγούμενη για οικονομικά «σκάνδαλα» κινητοποιώντας διαδικασίες, συνήθως χωρίς αποτέλεσμα, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τη χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς και στα κόμματα.

Από τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα έχει επικυρώσει όλες τις σχετικές συμβάσεις της ΕΕ για την καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς και διεθνείς συμβάσεις, όπως του ΟΗΕ και του ΟΟΣΑ. Μαζί με την επικύρωση των συμβάσεων, η μεταρρύθμιση για την καταπολέμηση της διαφθοράς έχει αποκτήσει κομβική σημασία για κάθε κυβέρνηση με την πάροδο των ετών. Έχουν εκδοθεί διαδοχικοί νόμοι για τη διαφάνεια σχετικά με τη χρηματοδότηση των κομμάτων και την καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς. Με δική της πρωτοβουλία η Ελλάδα δημιούργησε επίσης διάφορα όργανα για την πρόληψη και τον έλεγχο της διαφθοράς στις δημόσιες υπηρεσίες. Τέτοια παραδείγματα είναι η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. τον Απρίλιο του 1999 με περαιτέρω αρμοδιότητα να διερευνά κατηγορίες για δωροδοκία και εκβιασμό όλων των δημοσίων υπαλλήλων, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης τον Δεκέμβριο του 2002 και η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Συνήγορου του Πολίτη σε σχετικά θέματα τον Ιανουάριο του 2003. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν πολυάριθμα θεσμικά όργανα για την πρόληψη και τον έλεγχο της διαφθοράς στις δημόσιες υπηρεσίες. Ωστόσο, ούτε η νομοθεσία ούτε τα όργανα ελέγχου βελτίωσαν σημαντικά τη θέση της χώρας στην κατάταξη της ακεραιότητας, σύμφωνα με τις μετρήσεις των διεθνών οργανισμών, ούτε τόνωσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς, ούτε και τα περιστατικά φαίνεται να μειώθηκαν.

Τον Μάιο του 2013, ο νόμος 4152 εισήγαγε τον Εθνικό Συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς, μαζί με μια υποστηρικτική επιτροπή από κυβερνητικά στελέχη και υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους, επικεφαλής υπηρεσιών καταπολέμησης της διαφθοράς και ένα μικρό συμβουλευτικό σώμα εμπειρογνωμόνων. Για τον θεσμό του Εθνικού Συντονιστή λήφθηκε υπόψη το γενικό πλαίσιο του «Οδικού Χάρτη για την καταπολέμηση της διαφθοράς». Ο Οδικός Χάρτης αποτέλεσε κυβερνητική δέσμευση και αναπόσπαστο μέρος του Μνημονίου (Συνεννόησης) που υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2012, μεταξύ του εκπροσώπου της Ομάδας Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα και των Υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Ο Εθνικός Συντονιστής λογοδοτούσε απευθείας στον Πρωθυπουργό και ήταν επικεφαλής των 12 αρμόδιων υπηρεσιών ελέγχου και των εμπλεκόμενων ανεξάρτητων αρχών.

Τον Μάρτιο του 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντικατέστησε τον Εθνικό Συντονιστή με τη Γενική Γραμματεία κατά της Διαφθοράς, με τριάντα υπαλλήλους, υπό την εποπτεία ενός γενικού γραμματέα υπό τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης (Ν. 4320/2015). Και τον Αύγουστο του 2019, η πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση της ΝΔ, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, αντικατέστησε την Γενική Γραμματεία με μια ανεξάρτητη αρχή, την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, με περισσότερους από 500 υπαλλήλους συγχωνεύοντας έξι φορείς και δημιουργώντας έξι περιφερειακά γραφεία (Ν. 4622/2019, άρθρο 82), αλλά και χωρίς να λείπουν οι προσλήψεις.

Έτσι, η καταπολέμηση της διαφθοράς και οι διογκούμενες υπηρεσίες της έχουν δημιουργήσει έναν πολύπλοκο γραφειοκρατικό μηχανισμό που κοστίζει ακριβά στους φορολογούμενους χωρίς ορατά αποτελέσματα μείωσής της μετά από δέκα χρόνια, εξυπηρετώντας το πιθανότερο κομματικές πολιτικές.

Η στάση των πολιτικών με τις αλληλοκατηγορίες δεν έχει αλλάξει και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα δεν έχει αυξηθεί. Μόλις το 7,6% έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο, 5,1% στους πολιτικούς και 3,9% στα κόμματα (European Social Survey, Round 10, 2020, βλ. επίσης World Values Survey, Wave 7, 2017). Η συχνή παρουσίαση σκανδάλων, παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλεπάλληλων νομικών μεταρρυθμίσεων και σωμάτων ελέγχου, συνοδευόμενη από δηλώσεις και διακηρύξεις που αποδεικνύονται τελικά αναποτελεσματικές ως προς την αποτροπή των όρων δημιουργίας τέτοιων πρακτικών, δεν αυξάνει ούτε την εμπιστοσύνη ούτε την κατάταξη της Ελλάδας στους δείκτες διαφάνειας και ακεραιότητας. Αντιθέτως, αποσταθεροποιεί την εμπιστοσύνη, και για έναν επιπλέον λόγο, διότι η καταστολή είναι η πιο απτή απόδειξη μιας αποτυχημένης πρόληψης. Έτσι, η επαναλαμβανόμενη έκθεση της κοινής γνώμης σε περιπτώσεις διαφθοράς και ιστορίες σκανδάλων, εκτός από συνήθεια, καλλιεργεί αισθήματα δυσπιστίας και γενικής απογοήτευσης για την ίδια τη δημοκρατία και δημιουργεί εν τέλει κίνητρα για να εμπλακούν και άλλα άτομα σε διεφθαρμένες πρακτικές. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.