Πολιτικη & Οικονομια

Θύμα απειρίας ή αλαζονείας ο Εμανουέλ Μακρόν;

Ένα άδοξο πολιτικο τέλος

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Εμανουέλ Μακρόν και τα ζητήματα της Γαλλίας που υποτίμησε κατά τη διάρκεια της θητείας του

Ήταν το φθινόπωρο του 2015. Ο Εμανουέλ Μακρόν, 38 ετών τότε, είναι υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γαλλικής Δημοκρατίας και αντικαθιστά στη θέση αυτήν τον Πιέρ Μοσκοβισί. Τα «τσακάλια» της ευρωπαϊκής δημοσιογραφίας τον περιμένουν στην αίθουσα τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι Βρετανοί δηλώνουν ότι θα είναι επιθετικοί μαζί του. Λίγα λεπτά αργότερα μπαίνει στην αίθουσα ένας συμπαθητικός, κομψός νεαρός Γάλλος τεχνοκράτης, που για όποιον τότε γνώριζε τη Γαλλία, παρέπεμπε στους αποκαλούμενους «ενάρχες», δηλαδή στους αποφοίτους της περίφημης Ανώτατης Σχολής Διοίκησης (ΕΝΑ).

Από τη Σχολή αυτή έχει αποφοιτήσει η κορυφαία ελίτ της γαλλικής γραφειοκρατίας, συνήθως δε τα μέλη της είναι αυτό που λέμε «καβαλημένα καλάμια».

Στο ξεκίνημα της συνέντευξης του με τους δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, ο Εμ. Μακρόν δεν έδινε αυτή την εντύπωση. Στη διάρκεια της συζήτησης όμως, δύσκολα έκρυβε την αντιπάθειά του προς τον τύπο, αλλά και προς ανθρώπους που δεν θεωρούσε του δικού του διαμετρήματος. Παράλληλα όμως διέκρινε κανείς μια προσωπικότητα με υψηλό δείκτη πνευματικής ελευθερίας και τότε σκέφθηκα ότι ο υπουργός αυτός δύσκολα θα έμπαινε σε κομματικά τείχη.

Μου θύμιζε τότε ο Εμ. Μακρόν τον ιδρυτή του περιοδικού Λ’ Εξπρές, Ζαν-Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ, σημαντικό Γάλλο μεταρρυθμιστή στον τύπο, ο οποίος όταν έμπλεξε με την οπλιτική έσπασε τα μούτρα του.

Κάτι τέτοιο ισχύει σήμερα και με τον Εμ. Μακρόν, ο οποίος παγιδεύτηκε από αυτά που συμβαίνουν στην Γαλλία τα τριάντα τελευταία χρόνια. Βιώνει ισχυρές αναταράξεις που οι πολιτικές της ηγεσίες δεν μπορούν να διαχειριστούν.

Για ιστορικούς λόγους που δεν αφορούν το παρόν σημείωμα η Γαλλία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κοιτίδα του αντιαμερικανισμού και ως χώρα βαθειά αντι αγγλο-σαξωνική. Παράλληλα, η μετά τα μέσα του 19ου αιώνα γαλλική κουλτούρα, είχα επηρεασμένη από έναν επίπεδο μαρξισμό και από «σωτηριολογικές» σοσιαλιστικές θεωρίες.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο διεθνής ρόλος της Γαλλίας μειώθηκε αισθητά και έπεσε ακόμα πιο χαμηλά όταν η χώρα ηττήθηκε και αποχώρησε από την Ινδοκίνα και την Βόρεια Αφρική, όπου είχε μεγάλες αποικίες.

Παράλληλα υποχρεώθηκε αν πρωτοστατήσει σε μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην οποίαν δεν πίστευε αλλά θεωρούσε αναγκαία για να έχει δίπλα της τον «αιώνιο εχθρό» της, την Γερμανία.

Πολύ συνοπτικά, η μεταπολεμική Γαλλία, είναι μια χώρα υψηλών προσόντων και δυνατοτήτων, αλλά και εξόχως συμπλεγματική, γιατί βλέπει την πάλαι ποτέ πολιτιστική της αίγλη να χάνεται. Το γεγονός αυτό, τον Εμ. Μακρόν τον ενοχλούσε. Υπηρετώντας έτσι τον σοσιαλιστή Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και βλέποντας την κατάρρευση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, θεώρησε ότι μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο σε μια Γαλλία της ψηφιακής εποχής με ευρωπαϊκό πρόσημο.

Μετά την αποχώρηση του έτσι από το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, τον Αύγουστο 2016 εγκατέλειψε και τη θέση του υπουργού Οικονομίας, δεχόμενος έντονη κριτική για τα φιλελεύθερα μέτρα που είχε προωθήσει. Ελεύθερος πλέον να εμπλακεί στην πολιτική ως επικεφαλής πολιτικού σχηματισμού, λίγους μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2017, ανακοίνωσε την ίδρυση του κόμματος «En Marche» (Εμπρός), τονίζοντας ότι ήταν ένα κεντρώο φιλοευρωπαϊκό κόμμα, με σημαία του τον κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Παρότι δε ήταν το φαβορί, ο Εμανουέλ Μακρόν κατόρθωσε να κόψει πρώτος το νήμα στον πρώτο γύρο (23 Απριλίου), εκμεταλλευόμενος τη φτωχή επίδοση, λόγω σκανδάλων, του κεντροδεξιού υποψηφίου Φρανσουά Φιγιόν και την ακόμη φτωχότερη επίδοση του άχρωμου σοσιαλιστή υποψηφίου Μπενουά Αμόν. Στον δεύτερο γύρο (7 Μαΐου) ήταν εύκολη υπόθεση γι’ αυτόν να συντρίψει την ακροδεξιά υποψήφια Μαρίν Λεπέν, την οποίαν είχε κυριολεκτικά διαλύσει στη μεταξύ τους τηλεοπτική μονομαχία λίγες ημέρες νωρίτερα.

Ανερχόμενος στην εξουσία τον Μάιο 2017, ο Μακρόν δεν έδωσε σχεδόν καμιά προσοχή σε τρία σοβαρά γαλλικά προβλήματα. Πρώτον στην έκρηξη της παράνομης μετανάστευσης, δεύτερον στην άνοδο της εγκληματικότητας και της διακίνησης ναρκωτικών και τρίτον στον τρόπο λειτουργίας της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης.

Συνακολούθως, υποτίμησε τσε υπερθετικό βαθμό την άνοδο της επιρροής του ισλάμ στη γαλλική κοινωνία και τη σύνδεση του τελευταίου με το οργανωμένο έγκλημα.

Με δεδομένη έτσι την στασιμότητα στη γαλλική οικονομία τα πέντε τελευταία χρόνια την εσωτερική πολιτική κρίση και τον ύπουλο εξισλαμισμό μιας κοινωνίας στην οποίαν όσον ούπω μπορεί να απαγορευτεί και η αναφορά στον Βολταίρο, ο Εμανουέλ Μακρόν, παρά το ότι αποφοίτησε από ιησουϊτικό σχολείο και την ΕΝΑ και ενώ εργάστηκε σε τράπεζα του Ρότσιλντ, δύσκολα θα αποφύγει το άδοξο πολιτικό τέλος.

Ακόμα χειρότερα, αυτός ο όντως φιλοευρωπαίος πολιτικός θα έχει υπονομεύσει τον απαραίτητο για την επιβίωση της Ευρώπης κοινωνικό φιλελευθερισμό, θα έχει πιθανότατα φέρει τη γαλλική ακροδεξιά στην προεδρία της δημοκρατίας και με τις διάφορες «συγγνώμες» που κατά καιρούς μετά από βορειοαφρικανούς μαφιόζους δικτάτορες, θα έχει γίνει και έμμεσος φορέας «εμπέδωσης» στην Γαλλία αρχικά΄, της εξ ΗΠΑ «προοδευτικής» κουλτούρας του αφυπνιστικού (woke) σκοταδισμού.

Μια ματιά στα προτεινόμενα προγράμματα στα παιδιά των γαλλικών νηπιαγωγείων, τα λέει όλα ως προς τα μέλλοντα να συμβούν.