Πολιτικη & Οικονομια

Το ΠΑΣΟΚ και οι παγίδες του ακτιβισμού

Οι νέες βλέψεις στη Χαριλάου Τρικούπη και η διαφοροποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ΠΑΣΟΚ και η νέα του τακτική αντιπολίτευσης

Ακόµα και περιστασιακοί παρατηρητές της πολιτικής µας ζωής θα έχουν σίγουρα διαπιστώσει πως το ΠΑΣΟΚ, µετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, έχει µπει σε µια περίοδο έντονου πολιτικού ακτιβισµού. Σε διάστηµα δύο µόλις εβδοµάδων έχει υποβάλει προτάσεις για την ένταξη του προσωπικού του ΕΣΥ στα βαρέα και ανθυγιεινά, τη µείωση του ΦΠΑ κατά δύο µονάδες, την έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών µε επιπλέον 5% και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγµατεύσεων για τον προσδιορισµό του κατώτατου µισθού.

Η τακτική του ΠΑΣΟΚ σαν αξιωματική αντιπολίτευση

Η πολιτική αυτή υπηρετεί δύο στόχους. Ο πρώτος να κατοχυρώσει στην κοινή γνώµη το νέο του θεσµικό ρόλο ως αξιωµατική αντιπολίτευση. Για το σκοπό αυτό επιδιώκει να είναι διαρκώς στην επικαιρότητα ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση. Θέλει να αποτελέσει και στην πράξη τον κύριο αντιπολιτευτικό πόλο. Κυρίως όµως θέλει να µην την πάθει όπως πρόσφατα όταν είχε βρεθεί δεύτερο στις δηµοσκοπήσεις, γρήγορα ωστόσο είχε υποχωρήσει στην τρίτη θέση. Σήµερα έχει και πάλι αποκτήσει ένα ακόµα µεγαλύτερο προβάδισµα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι διατεθειµένο να το διακινδυνεύσει. Αυτή τη φορά µάλιστα έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα το πετύχει.

Ο δεύτερος στόχος είναι να διαφοροποιηθεί από την παραδοσιακή αντιπολιτευτική γραµµή του «όχι σε όλα» την οποία κατ εξοχήν υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ κάνει, όπως λέει, αντιπολίτευση «µε προτάσεις» την ίδια στιγµή που, τουλάχιστον στα λόγια, είναι έτοιµο να συναινέσει σε πολιτικές της κυβέρνησης µε τις οποίες συµφωνεί. Είναι στο πλαίσιο αυτής της δεύτερης πλευράς της αντιπολιτευτικής του τακτικής που ο κ. Ανδρουλάκης συµφώνησε (επιτέλους) να συναντηθεί µε τον κ. Μητσοτάκη. Και του σαλονιού και του αλωνιού όπως θα έλεγαν κάποιοι άλλοι.

Το να κάνεις αντιπολίτευση µε προτάσεις βέβαια είναι µια κουβέντα. Το πώς είναι λίγο πιο δύσκολο. Εδώ η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει κάποιο δίκιο:το ΠΑΣΟΚ µοιάζει να επιλέγει θέµατα που κρίνει ότι πουλάνε και χαϊδεύει τα αυτιά. Έτσι τα κυβερνητικά στελέχη µιλάνε για λαϊκισµό από τον «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ».

Η αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά η διαχείριση των ζητηµάτων που ανοίγει το ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι γίνεται πρόχειρα, χωρίς πολύ σκέψη για το επόµενο βήµα. Για παράδειγµα η αρχική πρόταση για τα βαρέα και ανθυγιεινά αφορούσε όλες τις κατηγορίες των εργαζοµένων στο ΕΣΥ. Κάτι το οποίο εκτός από το κόστος, δεν θα ήταν και δίκαιο. Είναι άλλο µια νοσοκόµα της εντατικής και άλλο ένας διοικητικός υπάλληλος. Έτσι µετά και τη δηµόσια διαφοροποίηση της Άννας Διαµαντοπούλου, το ΠΑΣΟΚ έδειξε ικανοποιηµένο µε την πρόθεση της κυβέρνησης να εντάξει µόνο το νοσηλευτικό προσωπικό.

Ανάλογη προχειρότητα έδειξε και για τη µείωση του ΦΠΑ. Στην αρχή ο κ. Ανδρουλάκης µίλησε για γενική µείωση των συντελεστών η οποία θα είχε δυσβάσταχτο κόστος. Στη συνέχεια ωστόσο η πρόταση περιορίστηκε στα βασικά αγαθά. Ούτε κι αυτά φυσικά προσδιορίστηκαν κι έτσι έµεινε µια πρόταση απροσδιόριστου κόστους και οφέλους. Όσο για τη φορολογία των τραπεζών ακόµα και τα στελέχη του, όπως ο βουλευτής Παύλος Χρηστίδης, αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι πρόκειται για «συµβολική» πρωτοβουλία καθώς, λόγω του αναβαλλόµενου φόρου, οι τράπεζες συµψηφίζουν τους φόρους µε παλαιότερες ζηµίες. Είναι η µέθοδος που επιλέχθηκε τον καιρό της κρίσης για να σωθούν και να ανακεφαλαιωθούν οι τράπεζες , χωρίς να καταβάλει χρήµατα το δηµόσιο: τους χάρισε µελλοντικούς φόρους έναντι των ζηµιών που είχαν και τα ποσά προσµετρήθηκαν στο κεφάλαιο τους. Έτσι κι αλλιώς πάντως οι ευρωπαϊκοί κανονισµοί δεν επιτρέπουν τη χρήση της έκτακτης φορολογίας για αύξηση των δαπανών. Πρέπει όλη να πηγαίνει στη µείωση του χρέους. Με άλλα λόγια ο φόρος δεν θα είχε κάποιο πρακτικό αντίκτυπο για τους πολίτες.

Παρ όλα αυτά ο ακτιβισµός του ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι πέρασε καλά στα µέσα ενηµέρωσης και σίγουρα πίεσε την κυβέρνηση η οποία συνελήφθη κοιµώµενη. Οι εσπευσµένες αντιδράσεις των υπουργών της έδειξαν ότι βρέθηκε σε άµυνα. Ο Άδωνης Γεωργιάδης για παράδειγµα βγήκε και δήλωσε ότι πρόθεση του είναι να εντάξει τους νοσηλευτές στα βαρέα και ανθυγιεινά, αφού όµως πρώτα µελετήσει ενδελεχώς το ζήτηµα.

Προφανώς του παίρνει πολύ καιρό αυτή η µελέτη. 

Αλλά και ο υπουργός των οικονοµικών Κωστής Χατζηδάκης µετά την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, προανήγγειλε µείωση των τραπεζικών προµηθειών, τουλάχιστον για ορισµένες συναλλαγές. Ακολούθησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ο οποίος προανήγγειλε «συγκεκριµένα» µέτρα. Καλώς τονε κι ας άργησε που λένε.

Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο κ. Ανδρουλάκης θα εµµείνει στη γραµµή του ακτιβισµού. Θα έχει δύο προβλήµατα. Το πρώτο να µπορέσει να διατηρήσει την ισορροπία ανάµεσα στην αντιπολίτευση που οφείλει να κάνει και στο συναινετικό προφίλ που χρειάζεται για να αποκτήσει κυβερνητική αξιοπιστία. Μοιάζει να δυσκολεύεται. Ήδη η συνάντηση του µε τον κ.

Μητσοτάκη αποτέλεσε αντικείµενο κριτικής από την αριστερά. Έφτασαν ορισµένα στελέχη της να µιλούν για «κωµωδία» συναίνεσης. Η εµπειρία της κρίσης δεν τους άγγιξε, δεν έµαθαν και δεν ξέχασαν τίποτα, για να θυµηθούµε τους Βουρβώνους. Ο κ. Ανδρουλάκης ωστόσο αντί να απαντήσει επιθετικά, αντί να υπογραµµίσει δηλαδή τη διαφορά του ΠΑΣΟΚ από τη στείρα εχθροπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε ενοχικά.

Σαν να είχε στο µυαλό του το ακροατήριο µιας φοιτητικής συνέλευσης, όχι τους µετριοπαθείς ψηφοφόρους του µεσαίου χώρου. Έτσι αντί να χαρακτηρίσει αυτονόητη και αναγκαία τη συναίνεση, είπε ότι αυτός αποκάλυψε το «παρακράτος» της ΝΔ και δεν αποδέχεται τα «δηλητηριώδη» υπονοούµενα του κ. Φάµελλου. Άφησε να περάσει µια καλή ευκαιρία για να αναδείξει τις διαφορές του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη πλευρά βέβαια θα πρέπει να πούµε ότι µέχρι στιγµής δείχνει να αντιστέκεται στην παγίδα που πάνε να του βάλουν ακόµα και στελέχη του κόµµατος του, µε την επιλογή µιας υποψηφιότητας για την προεδρία η οποία επιδιώκει να υπονοµεύσει κάθε δυνατότητα συνεννόησης και επίτευξης µιας ισχυρής διακοµµατικής πλειοψηφίας. Ίδωµεν.

Το δεύτερο και σοβαρότερο πρόβληµα ωστόσο είναι ότι ο ακτιβισµός µπορεί εύκολα να υπονοµεύσει αντί να ενισχύσει την αξιοπιστία του κόµµατος. Να δηµιουργήσει την εντύπωση ότι απλώς ικανοποιεί συντεχνιακά αιτήµατα χωρίς σχέδιο και χωρίς κατανόηση των περιορισµών µιας υπερχρεωµένης οικονοµίας. Ιδίως όταν οι σχετικές προτάσεις συγκρούονται µε την εµπειρία της κρίσης αλλά και µε µέτρα που το ίδιο το ΠΑΣΟΚ έχει στηρίξει στο παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγµα ο καθορισµός του κατώτατου µισθού µέσω συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Αυτό ίσχυε πριν από τα µνηµόνια και το αποτέλεσµα ήταν οι αυξήσεις µισθών στην Ελλάδα, την πρώτη δεκαετία του 2000, να είναι σχεδόν 30% µεγαλύτερες από τις αυξήσεις στη Γερµανία! Δύο ελάχιστα αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΕ, υπέγραφαν συµφωνίες που χαντάκωσαν την οικονοµία. Το αποτέλεσµα ήταν η έκρηξη της ανεργίας και η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας. Το ΠΑΣΟΚ πρωτοστάτησε τότε στο να παραµείνει η Ελλάδα στο ευρώ µε µεγάλο πολιτικό κόστος. Σήµερα είναι η ώρα για να κεφαλαιοποιήσει τη στάση και τη σοβαρότητα που επέδειξε. Όχι για να προσποιείται ότι δεν συνέβη ποτέ.