Πολιτικη & Οικονομια

Άνγκελα Μέρκελ: Η συνετή αυτοβιογραφία μιας απολιτίκ διαχειρίστριας κρίσεων

Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 939
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αυτοβιογραφία της Άνγκελα Μέρκελ με τίτλο «Ελευθερία» είναι συνετή και αναδίδει το αίσθημα της ασφάλειας

Το βιβλίο της Άνγκελα Μέρκελ «Ελευθερία», που η πρώην καγκελάριος έγραψε μαζί με τη σύμβουλό της Μπεάτε Μπάουμαν, είναι 752 σελίδες και θα μπορούσε να είναι ακόμα περισσότερες. Η πρώην καγκελάριος διατρέχει εβδομήντα χρόνια ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας, απεικονίζοντας πολλούς παράλληλους και διασταυρούμενους κόσμους: τη Λαοκρατική Γερμανία της παιδικής και νεανικής της ηλικίας, τη διαδικασία της ενοποίησης της Γερμανίας, τις περιπέτειες του ενοποιημένου έθνους, την Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία σαράντα χρόνια και τις περίπλοκες και κυμαινόμενες σχέσεις της με την υπόλοιπη Δύση, με την Ανατολή και με τον ίδιο της τον εαυτό. Προπάντων, το βιβλίο, γραμμένο με γνήσιο τευτονικό πνεύμα —με μέτρο, αυτοπεποίθηση, ελάχιστες δόσεις αυτοκριτικής, αυστηρή οριοθέτηση της ιδιωτικότητας—, απεικονίζει πολλές ζωές της Άνγκελα Μέρκελ η καθεμιά από τις οποίες ταυτίζεται ή παραλληλίζεται με τις φάσεις της πρόσφατης ιστορίας. Αλλά αυτό που μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον από την περιγραφή των γεγονότων, τα περισσότερα εκ των οποίων μου είναι  γνωστά, ήταν τα χαρακτηριστικά μιας προτεσταντικής προσωπικότητας, τα οποία έχουν συγκροτήσει ολόκληρο τον γερμανικό κόσμο: το εργασιακό ήθος, η έλλειψη χιούμορ και φαντασίας, το αίσθημα υπερηφάνειας. Η σημερινή Γερμανία και η ίδια η κ. Μέρκελ δεν μετανιώνουν για τίποτα· εξάλλου, είναι δύσκολο να μετανιώσει κανείς όταν ακολουθεί μια μη-πολιτική· όταν είναι, στην πραγματικότητα, απολιτίκ.

Η Άνγκελα Μέρκελ γεννήθηκε το 1954, δεν γνώρισε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε υπήρξε μέλος της ένοχης γενιάς που προσπάθησε να εξιλεωθεί μέσω του ευρωπαϊκού οράματος. Και που αξιοποίησε στο έπακρο την αμερικανική βοήθεια, προκειμένου όχι μόνο να ορθοποδήσει αλλά και να καταστεί η ηγετική δύναμη της Ευρώπης. Παρ’ όλ’ αυτά, η κ. Μέρκελ διατήρησε μια θεμελιώδη απαίτηση αυτής της γενιάς, η οποία είχε συνειδητοποιήσει το κακό που είχε κάνει στη χώρα της η εμφατική ρητορική των ναζιστικών χρόνων· την απαίτηση από τους πολιτικούς άνδρες και γυναίκες να είναι βαρετοί. Οι λιγοστές μεταπολεμικές πολιτικές προσωπικότητες που παρίσταναν τους συναρπαστικούς, όπως ο Herbert Wehner (του ΚΚ και στη συνέχεια του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) και ο Franz Josef Strauss (του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Βαυαρίας), αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία· όχι όμως η «βαρετή» Άνγκελα Μέρκελ, η οποία αναρριχήθηκε στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και στην καγκελαρία αργά και σταθερά — ως σύμβολο της γερμανικής αποτελεσματικότητας και του μύθου της. Τα πολιτικά της κριτήρια, το ένστικτο και οι αποφάσεις της είναι άλλη ιστορία: έτσι κι αλλιώς, δεν φαίνεται να έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια· η πολιτική της σκέψη ακολουθεί μια ευθεία γραμμή, ένα είδος flatline. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο αναγνώστης ίσως βρει ανιαρό το βιβλίο ενός πολιτικού ηθελημένα χωρίς εκπλήξεις: η πρόζα είναι απλή, αλλά, καθώς αναφέρονται πολλά ονόματα, μερικά από τα οποία είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό —ακόμα και στο γερμανικό—, ο αναγνώστης μπαίνει στον πειρασμό να πηδήξει σελίδα. Εξάλλου, στο κομμάτι που περίμενα να είναι το πιο ενδιαφέρον —η αξιολόγηση του κομμουνισμού στην Ανατολική Γερμανία— η κ. Μέρκελ δεν εμβαθύνει· ίσως δεν έχει τίποτα σπουδαίο να αφηγηθεί. Kι έπειτα, μετά την πτώση του Τείχους, όταν εκτοξεύτηκε στην κορυφή της γερμανικής πολιτικής μετά το σκάνδαλο διαφθοράς που ανάγκασε τον αρχιτέκτονα της επανένωσης, τον Χέλμουτ Κολ, να αποχωρήσει από τα καθήκοντά του, δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ανατροπή: βλέπει την πολιτική της σταδιοδρομία ως μια ιστορική συνέχεια. Όμως δεν είναι: ο Koλ, παρά τις ατασθαλίες περί της μη δεδηλωμένης κομματικής χρηματοδότησης, ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα που σφράγισε τη μοίρα της Ευρώπης· ήταν Überlebensgroß (στην κυριολεξία: έμοιαζε με γίγαντα).

Στη δεκαετία του 1990, οι καιροί είχαν αλλάξει: η διαδοχή στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και στην καγκελαρία εκτυλίχθηκε σε μια χρονική περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν, ή πίστευαν πως χρειάζονταν, διαχειριστές, όχι ηγέτες: η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε· μια διαχειρίστρια κρίσεων που παρενέβαινε —συχνά με μεγάλη καθυστέρηση— για να αντιμετωπίσει προβλήματα που άλλοι έμοιαζαν ανίκανοι να επιλύσουν. Συνέχιζε άραγε τη Realpolitik των προκατόχων της; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Τόσο η στάση της στην ελληνική κρίση —όταν, αντί να ακούσει τον Νικολά Σαρκοζί, άκουσε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε—, όσο και στην προσφυγική κρίση του 2015 ήταν «μη ρεαλιστικές», πλην όμως δεν το παραδέχεται. Δεν φαίνεται να συλλαμβάνει την ΕΕ ως υπερεθνική οντότητα, ούτε το Ισλάμ ως απειλή για τη Δύση: διαφωνεί με τη διεύρυνση της ΕΕ (και πάλι σωστά, νομίζω) εξισώνοντας ωστόσο την υποψηφιότητα της Ουκρανίας και της Γεωργίας με εκείνη της Τουρκίας. Το ότι μιλώντας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναφέρει την «ασυμφωνία μεταξύ των δύο χωρών σχετικά με το ποια νησιά του Αιγαίου ανήκουν σε ποια από αυτές» χωρίς να παίρνει θέση επιβεβαιώνει την έλλειψη κατανόησης του Ισλάμ, την πεισματική εθελοτυφλία που έχει σημαδέψει τη γερμανική και γενικότερα την ευρωπαϊκή πολιτική. 

Καθώς πολλοί ηγέτες τους οποίους σχολιάζει ζουν και βασιλεύουν, η κ. Μέρκελ δείχνει επιφυλακτικότητα: μαθαίνουμε ότι τα πήγαινε καλά με τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους, με τον οποίο μπόρεσε να συνομιλήσει στα αγγλικά, αλλά όχι και τόσο καλά με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, αν και ο Πούτιν μιλάει γερμανικά κι εκείνη μιλάει ρωσικά. (Όπως είναι γνωστό, ο Πούτιν, όταν έμαθε πως η Γερμανίδα καγκελάριος φοβόταν τα σκυλιά, κουβάλησε σε συνάντησή τους ένα θηριώδες μαύρο λαμπραντόρ: Μπου, Άνγκι!) Επίσης, τα πήγαινε περίφημα με τον κ. Τσίπρα, μιας και ήταν το γελαστό παιδί, αλλά ο κ. Γιώργος Παπανδρέου και ο κ. Σαμαράς τής ήταν εντελώς αδιάφοροι· αν κατάλαβα καλά, ο κ. Παπανδρέου τής φάνηκε ασπόνδυλος. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η υπερβολικά σύντομη αναφορά στο Brexit: μα πώς είναι δυνατόν να μην αυτομαστιγώνεται, εφόσον, μαζί με την παρέα του κ. Γιούνκερ, η κ. Μέρκελ άφησε τη Βρετανία να κάνει τις βλακείες που έκανε; Όσο για τον Μπόρις Τζόνσον, τσιμουδιά.

Ο πολύ σημαντικός χώρος που αφιερώνει στο βιβλίο σε περιβαλλοντικά ζητήματα καθιστά σαφές το πόσο σημαντικό ήταν αυτό το θέμα για την κ. Μέρκελ. Όμως, δεν φαίνεται να μετανιώνει για το ότι, μετά το δυστύχημα της Φουκουσίμα το 2011, έκλεισε τις εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας της Γερμανίας, στερώντας τη χώρα της από μια βασική εναλλακτική στα ορυκτά καύσιμα. Αν και η κ. Μέρκελ άκουσε γερή κατσάδα για την αυξανόμενη εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω της κατασκευής του αγωγού Nord Stream, ο οποίος έδωσε στον Πούτιν ένα ισχυρό όπλο καταναγκασμού κατά της Δύσης, εμμένει στην απόφασή της. Ich bereue nichts! Ich και πάλι ich.

Το βιβλίο μού υπενθύμισε μια σειρά γεγονότα που είχα ξεχάσει: τις τελευταίες τρομοκρατικές ενέργειες της RAF —τις δολοφονίες του διευθύνοντα συμβούλου της Deutsche Bank, Άλφρεντ Χερχάουζεν, και του επικεφαλής του καταπιστευτικού ιδρύματος για τις ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων της πρώην Λαοκρατικής Γερμανίας, Ντέτλεφ-Κάρστεν Ροβέντερ— τις οποίες στην Ελλάδα πολλοί αριστεροί χειροκρότησαν (καλά να πάθει, αφού ξεπούλησε την Ανατολική Γερμανία!): έτσι κι αλλιώς, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι Έλληνες αριστεροί έβλεπαν τους τρομοκράτες σαν αγωνιστές εναντίον του «σάπιου συστήματος».

Μένουν αναπάντητα τα ερωτήματα αν η ελληνική κρίση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς την επίδειξη της γερμανικής υπεροχής (ή, στην καλύτερη περίπτωση, με την πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων), κι αν η επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 θα μπορούσε να έχει αποτραπεί: το χάρισμα του πολιτικού φαίνεται στην πρόληψη και πρόβλεψη των καταστροφών, όχι στη λογιστική· η κ. Μέρκελ έδινε συχνά την εντύπωση επαρχιώτη καταστιχογράφου με το μαύρο του μανικέτι. Τέλος, η πολιτική τόλμη και η τόλμη γενικά φαίνεται στην παραδοχή του mea culpa, και όχι μόνον για κακές συνήθειες όπως το κάπνισμα ή για ουδέτερες ιδιότητες όπως η αφέλεια. Αν και η κ. Μέρκελ επαναλαμβάνει συχνά την έκφραση «στην κόψη του ξυραφιού» (Messers Schneide), η αυτοβιογραφία της είναι συνετή και αναδίδει το αίσθημα της ασφάλειας. Δεν υπάρχει θέμα ξυραφιών.