Πολιτικη & Οικονομια

Άνγκελα Μέρκελ: Όσα ξέχασε να πει η Γερμανίδα καγκελάριος στην αυτοβιογραφία της

Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της

Παντελής Καψής
ΤΕΥΧΟΣ 939
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άνγκελα Μέρκελ - «Ελευθερία»: Ένα βιβλίο απαραίτητο για όποιον ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά και μια συναρπαστική αυτοβιογραφία

Η παράσταση δεν τελειώνει αν δεν τραγουδήσει η χοντρή κυρία. Την έκφραση αυτή χρησιμοποιούσαν πολλοί για να υπογραμμίσουν μια πραγματικότητα στην Ευρώπη την πρώτη 20ετία του 2000. Ότι για όλα τα ζητήματα που ανέκυπταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση η τελευταία λέξη ανήκε στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ. Σήμερα, τρία χρόνια μετά την αποχώρησή της, ήρθε η στιγμή για να πει ξανά την τελευταία λέξη, αυτή τη φορά για την πολιτική της σταδιοδρομία, με την έκδοση των απομνημονευμάτων της. Κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα από τον εκδοτικό οίκο Μεταίχμιο. Πρόκειται για ένα βιβλίο απαραίτητο για όποιον ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά και ταυτόχρονα μια συναρπαστική αυτοβιογραφία από μια γυναίκα, τα πρώτα βήματα της οποίας δεν έδειχναν καθόλου ότι θα γινόταν η πιο ισχυρή γυναίκα της πιο ισχυρής χώρας στην Ευρώπη. Και βέβαια αφορά άμεσα την Ελλάδα, καθώς στο βιβλίο μιλά για την ελληνική κρίση και πώς την αντιμετώπισε.

Διαβάζοντας τις αναφορές της στην Ελλάδα ομολογώ ότι δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση. Το πρώτο, ότι βρήκε πολύ καλά τα αγγλικά του κ. Τσίπρα. Δεν το αμφισβητώ, αντιθέτως εκτιμώ την προσπάθεια που κατέβαλε ο πρώην πρωθυπουργός ώστε να μπορεί να σταθεί με επάρκεια στη διεθνή σκηνή. Το δεύτερο, η εξαιρετικά ασθενής της μνήμη σε σχέση με την κρίση της Ευρωζώνης. Τα όσα απέφυγε να πει, αλλά και ο τρόπος που την προσέγγισε, μέσα από μια στενή και συχνά κοντόφθαλμη οπτική.

Ο αναγνώστης από την πρώτη στιγμή ξαφνιάζεται από την έλλειψη κατανόησης του προβλήματος. Είναι Φεβρουάριος του 2010, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης από καιρό είναι γεμάτα προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας, το ζήτημα, ωστόσο, φαίνεται ότι δεν την είχε απασχολήσει στο παραμικρό. Τελικά, μία ημέρα πριν από προγραμματισμένη σύγκλιση του Συμβουλίου της Ένωσης, δέχεται ένα τηλεφώνημα του Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος ζητά να προηγηθεί μια συνάντηση σε κλειστό κύκλο για την Ελλάδα. Η Μέρκελ είναι διστακτική. «Δεν έβλεπα τι μπορούσαμε να κάνουμε για την Ελλάδα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Κι ακόμα και όταν της εξηγούν ότι επείγει να αναλάβουν δράση και την πείθουν να γίνει η συνάντηση, σημειώνει ότι «δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τι περίμενε εμένα και κατά συνέπεια τη Γερμανία». Η Ευρώπη αντιμετώπιζε τον κίνδυνο μιας μεγάλης κρίσης που απειλούσε το ευρώ και η Γερμανίδα καγκελάριος ήταν στον κόσμο της. Είναι φανερό ότι το γερμανικό επιτελικό κράτος συνελήφθη κοιμώμενο.

Στην αρχή η Μέρκελ είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε κάθε χρηματική βοήθεια προς την Ελλάδα. «Χρήματα δεν μπορώ επουδενί να διαθέσω», δήλωσε στη διάρκεια της σύσκεψης. «Δεν μπορώ να διαθέσω χρήματα, διότι δεν μπορώ να συμμετέχω στην παραβίαση των συνθηκών» συνέχισε. Αναφερόταν φυσικά στη ρήτρα της «μη διάσωσης», που ήταν βασική προϋπόθεση για να πεισθούν οι Γερμανοί να εγκαταλείψουν το μάρκο και να υιοθετήσουν το ευρώ.

Έχει ενδιαφέρον ότι σε εκείνο το στάδιο ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου το ζητούσε αυτό. «Εσύ τελικά τι θέλεις;» τον ρωτά η Μέρκελ, χωρίς να πάρει συγκεκριμένη απάντηση. Για όσους θυμούνται, είναι η περίοδος που ο Έλληνας πρωθυπουργός συνεχίζει να πιστεύει ότι μια δήλωση ισχυρής στήριξης, το «πιστόλι πάνω στο τραπέζι» όπως έλεγε, θα ήταν αρκετή για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών.

Η εικόνα που δίνει η Μέρκελ για τον Παπανδρέου δεν είναι καθόλου κολακευτική. Τον παρουσιάζει να μη συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. «Δεν μου έδωσε ωστόσο την εντύπωση ότι έκρινε επείγουσα την ανάληψη δράσης», αναφέρει χαρακτηριστικά, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν. Κι όταν ο Παπανδρέου λέει ότι χρειάζεται χρόνο, προσθέτει: «Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Εν μέσω ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του». Είναι φανερό πάντως ότι την ενοχλεί το ότι «κανείς δεν πιέζει την Ελλάδα να κάνει οικονομίες».

Τελικά δύο μήνες αργότερα, η Μέρκελ θα έχει αλλάξει στάση και θα έχει συμφωνήσει στο πρώτο πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα. Σε αυτό έπαιξε προφανώς ρόλο η κατανόηση ότι κινδύνευε πια η σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Η Μέρκελ, ωστόσο, δεν κάνει αναφορά σε δύο παράγοντες που έπαιξαν ρόλο. Ο πρώτος ήταν αρνητικός, οι απόψεις του υπουργού της επί των οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ξέρουμε, το έχει πει ο ίδιος, ότι από την αρχή ήταν υπέρ του κουρέματος του χρέους, μαζί με την προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Η στάση του και ο σχετικός διάλογος που έγινε στη γερμανική κυβέρνηση, σχετίζεται με την καθυστερημένη ανάληψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών, η οποία φούντωσε τις ανησυχίες των αγορών. Η Μέρκελ πάντως τάχθηκε υπέρ της παραμονής και σ’ αυτό συνέβαλαν και οι πιέσεις των Αμερικανών. Όπως έχει αποκαλύψει ο Ομπάμα, η προοπτική μιας νέας κρίσης στην Ευρωζώνη προκαλούσε μεγάλη ανησυχία στις ΗΠΑ. Η αμερικανική οικονομία μόλις έβγαινε από τη μεγάλη κρίση του 2008 και οι επιπτώσεις μιας νέας κρίσης θα βούλιαζαν κάθε πιθανότητα επανεκλογής του. Έτσι «ξαφνικά η σταθεροποίηση της Ελλάδας έγινε μία από τις πρώτες προτεραιότητες της οικονομικής και της εξωτερικής μας πολιτικής». Η Μέρκελ του υποσχέθηκε ότι «δεν θα κάνει την Ελλάδα Lehman» και ο Ομπάμα στήριξε την επιθυμία της να πάρει μέρος στο πρόγραμμα το ΔΝΤ, παρά τις μεγάλες επιφυλάξεις του Ταμείου. Το τελευταίο το ήθελε η Μέρκελ επειδή πίστευε ότι «οι έμπειροι συνεργάτες του θα αξιολογούσαν τις ελληνικές προτάσεις πιο αμερόληπτα» και δεν θα επιδείκνυαν «υπερβολική επιείκεια».

Αυτό για το οποίο ούτε ο Ομπάμα ούτε ο Σαρκοζί μπόρεσαν να την πείσουν, ήταν η ανάγκη να μην επιβάλει στην Ελλάδα σκληρούς όρους, οι οποίοι θα επιδείνωναν την κατάσταση. «Η εξοικονόμηση 4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να ξεσπάσουν εξεγέρσεις στους δρόμους», φώναξε ο Σαρκοζί, όταν έγινε σχετική συζήτηση, όπως αποκαλύπτει η Μέρκελ στο βιβλίο της. Όσο για τον Ομπάμα, στο δικό του βιβλίο γράφει ότι προειδοποίησαν τους ομολόγους τους στην Ευρώπη πως «στύβοντας μια ήδη τραυματισμένη ελληνική οικονομία θα ήταν αντιπαραγωγικό». Η Μέρκελ ωστόσο, όπως και ο Σόιμπλε, ήταν αμετάπειστοι. Οι λόγοι ήταν καταρχήν πολιτικοί. Στο γερμανικό κοινοβούλιο, η θέληση για βοήθεια προς την Ελλάδα ήταν «ισχνή». Χρειάστηκε «μεγάλη προσπάθεια για να πείσω την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών ομάδων του (κυβερνητικού) συνασπισμού να ψηφίσουν υπέρ». Το κλίμα ήταν εξαιρετικά αρνητικό για την Ελλάδα και για τα greek statistics. Έπρεπε, λοιπόν, να πείσει ότι οι όροι δεν ήταν χαριστικοί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέτρησε και μια ηθικολογική προσέγγιση. «Καλός Ευρωπαίος δεν είναι απαραίτητα αυτός που σπεύδει να βοηθήσει», γράφει χαρακτηριστικά, «αλλά αυτός που σέβεται τις ευρωπαϊκές συνθήκες και τους αντίστοιχους εθνικούς νόμους». Σε κάθε περίπτωση, σε κανέναν σημείο του βιβλίου δεν αναρωτιέται –πόσο μάλλον να κάνει αυτοκριτική– για το αν οι σκληροί όροι που επιβλήθηκαν παρέτειναν την κρίση αντί να βοηθήσουν να ξεπεραστεί πιο γρήγορα. Πολύ περισσότερο δεν αναρωτιέται για τα κενά της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και το γεγονός ότι όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και άλλες οι χώρες της περιφέρειας βρέθηκαν στην ανάγκη στήριξης. Καθόλου τυχαία, στο σχετικό κεφάλαιο δεν κάνει καμία αναφορά στα μνημόνια της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.

Επιστρέφοντας στην ελληνική κρίση, η Μέρκελ αφιερώνει μία μόλις φράση στην κυβέρνηση Σαμαρά, επισημαίνοντας πως «είχε αποτύχει να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις». Αντιθέτως είναι εκτενείς οι αναφορές της στον Αλέξη Τσίπρα και στο μοιραίο εξάμηνο του 2015. Σημειώνει ότι η προσπάθειά του να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της τρόικας, χωρίς να αθετήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις, ήταν «κάτι σαν τον τετραγωνισμό του κύκλου». Τον αντιμετωπίζει, ωστόσο, εμφανώς με συμπάθεια, δίνοντας μάλιστα και έναν προσωπικό τόνο στη σχέση τους. «Εκείνος μου μίλησε για την οικογένειά του, εγώ για τον Γιόαχιμ και τους γιους του», λέει χαρακτηριστικά σε ένα σημείο όπου οι δυο τους μιλούν για τις πολιτικές τους διαδρομές.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι είναι αυτό που προκάλεσε τη συμπάθειά της, όπως βέβαια και γιατί εντυπωσιάστηκε από τα αγγλικά του Τσίπρα. Στο κάτω κάτω, τα αγγλικά του Παπανδρέου και του Σαμαρά είναι πολύ καλύτερα. Για τον πρώτο είναι η δεύτερή του γλώσσα, ο δεύτερος σπούδασε στις ΗΠΑ. Αν έκανα μια υπόθεση πάντως, μπορώ να φανταστώ ότι θα ένιωθε μια απόσταση από δύο γόνους της πολιτικής, οι οποίοι μάλιστα δεν κατάφεραν τελικά να υλοποιήσουν τις προβλέψεις των μνημονίων. Αντιθέτως θα ένιωθε πιο κοντά της έναν νεαρό αυτοδημιούργητο πολιτικό, ο οποίος κατά μία έννοια ξεπέρασε τον εαυτό του: μπορεί να μην τήρησε τις προεκλογικές του υποσχέσεις, πειθανάγκασε, όμως, το κόμμα του να αποδεχθεί και να εφαρμόσει το δικό του μνημόνιο. Η ζημιά που προκλήθηκε στη χώρα από αυτό το αλησμόνητο εξάμηνο, δεν την απασχολεί.

Παρά τις καλές της προθέσεις πάντως, καταφέρνει να εκθέσει τον πρώην πρωθυπουργό. Όταν ο Τσίπρας της ανακοίνωσε ότι πηγαίνει σε δημοψήφισμα, έμεινε όπως λέει, «με το στόμα ανοικτό». Παρ’ όλα αυτά και αντίθετα από την εισήγηση του Σόιμπλε, η θέλησή της να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη «παρέμεινε ακλόνητη». Το τι ακολούθησε, το γνωρίζουμε όλοι. Η Μέρκελ, μερικά χρόνια αργότερα, σε γεύμα που είχε με τον Τσίπρα σε ψαροταβέρνα του Πειραιά το 2019, τον ρώτησε γιατί πήρε αυτή την πρωτοβουλία. «Μου εξήγησε πως ήταν σημαντικό να δείξει στους πολίτες με έναν πειστικό τρόπο ότι η νέα κυβέρνηση είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να απαλλαγεί από τη μισητή τρόικα». Η εξαπάτηση έπιασε, ο Σύριζα κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Μια φορά όμως μπορείς να κοροϊδέψεις τους πολίτες.

Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της Μέρκελ. Οι υπόλοιπες αφιερώνονται στην προσωπική και την πολιτική της διαδρομή. Και γι’ αυτές έχει ασκηθεί σκληρή κριτική, ιδίως στη χώρα της. Τον καιρό της παντοδυναμίας αντιμετωπιζόταν ως παράγων σταθερότητας της Ευρώπης. Σήμερα της καταλογίζουν έλλειψη προνοητικότητας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Η ίδια το αρνείται, όπως αρνείται και οποιαδήποτε αυτοκριτική. Γι’ αυτά πάντως θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή παρουσίαση.