- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί φοβόμαστε τόσο την Τουρκία;
Από την μικρασιατική καταστροφή και μετά, η Ελλάδα ασκεί την εξωτερική της πολιτική με μάλλον φοβικό τρόπο
Που οφείλεται η φοβική στάση της ελληνικής πλευράς απέναντι στην Τουρκία;
Από την μικρασιατική καταστροφή και μετά, η Ελλάδα ασκεί την εξωτερική της πολιτική με μάλλον φοβικό τρόπο. Μετά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, εδώ και έναν αιώνα, υπάρχει, υποτίθεται, κάθε φορά μια μεγάλη εξωτερική απειλή που κρέμεται πάνω από το κεφάλι της, έτοιμη να απειλήσει τα δίκαια και την υπόστασή της, είτε αυτή προερχόταν παλιότερα από βορρά είτε κατόπιν και μέχρι σήμερα εξ ανατολών. Όχι φυσικά ότι όλοι αυτοί οι κίνδυνοι ήταν απλώς αποκυήματα της φαντασίας της υπερεθνικιστικής πτέρυγας που στο όνομα αυτών μπορούσε να επιδίδεται στην οικεία μας πατριδοκαπηλία, ενισχύοντας την επιρροή και το εκλογικό της ακροατήριο. Παρότι συνέβαινε και αυτό, οι απειλές ήταν υπαρκτές. Η Βουλγαρία, για παράδειγμα, ήδη από τον μακεδονικό αγώνα και μέχρι την μεταπολεμική περίοδο ορέγονταν πράγματι ένα μέρος της ελληνικής Μακεδονίας, δρώντας ούφτως ή άλλως ως κατοχική δύναμη στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Β' Π.Π. Αντίστοιχα, η Τουρκία διεκδικούσε πάντοτε μια διέξοδο στο Αιγαίο, που φοβόταν ότι εξελίσσεται αποκλειστικά σε ελληνική θάλασσα, καθώς και ισχυρότερη παρουσία στην Κύπρο, για την οποία πίστευε (δικαίως όμως) ότι προωθείται σχέδιο ένωσης με την Ελλάδα από τους Ελλαδίτες και τους Ελληνοκυπρίους.
Τουρκία: Από την εισβολή στην Κύπρο ως το σήμερα
Μετά την εισβολή στην Κύπρο, την τουρκική κατοχή ενός μεγάλου τμήματός της (για την οποία την βασική ευθύνη φέρνουν οι Έλληνες χουντικοί) και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, οι ελληνικοί φόβοι εκτοξεύτηκαν. Με δεδομένη και την ουδέτερη στάση του Χ. Κίσινγκερ και των ΗΠΑ κατά την εισβολή, είχε δημιουργηθεί στην χώρα μας -που έχει άλλωστε μακρύ ιστορικό αυτο-θυματοποίησης- μια διάχυτη αίσθηση ότι η Τουρκία απολάμβανε σταθερά μεγαλύτερη στήριξη από την Ουάσινγκτον. Αυτό υποτίθεται ότι δεν αποτυπωνόταν μόνο στην περίφημη ανισορροπία του “7 προς 10” ως προς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς αλλά και στο αυξημένο γεωπολιτικό της βάρος που την καθιστούσε πολύ απαραίτητο εταίρο για την Δύση. Τους φόβους αυτούς διόγκωναν και αντικειμενικά στοιχεία όπως η ομολογουμένως ταχεία δημογραφική διόγκωση της γείτονος που έχει ξεπεράσει πια τα 85 εκατ. πληθυσμό, ο οικονομικός της εκσυγχρονισμός κυρίως την περίοδο 2006-2017 κλπ. Εντέλει, η εικόνα που είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε για την Τουρκία είναι εκείνη μιας τεράστιας περιφερειακής δύναμης, στρατιωτικά πανίσχυρης που μπορεί, χάρη στην παμπόνηρη διπλωματία της, να παίζει τα παιχνίδια της στην περιοχή χωρίς να υφίσταται καμία επίπτωση από τον αμερικανό σύμμαχο για την επαμφοτερίζουσα αυτή στάση της, αν και μέλος του ΝΑΤΟ.
Κι όμως, η Τουρκία είναι σήμερα μια χώρα σε βαθύτατη κρίση, από όλες τις απόψεις. Η δημοκρατία της, πρώτα από όλα, παραμένει προβληματική, με τάση μάλιστα χειροτέρευσης όλων των δεικτών που μετράνε την ποιότητά της, ιδίως στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Η περσινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάνει λόγο για “σοβαρή οπισθοδρόμησή” της στο κράτος δικαίου, στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από την ενίσχυση του πολιτικού ισλάμ στο οποίο άλλωστε ο Ερντογάν έχει επενδύσει πολλαπλώς στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Οι φυλακές παραμένουν γεμάτες με “εχθρούς” του καθεστώτος, η διαφθορά είναι θηριώδης και τα ΜΜΕ υπό επιτήρηση. Το πρόβλημα μιας τέτοιας ανελεύθερης ημιδημοκρατίας δεν αφορά μόνο την σχέση της εξουσίας με τους πολίτες της. Χωρίς έναν βαθύτερο εκδημοκρατισμό, είναι αδύνατος τόσο ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός χωρίς αποκλεισμούς όσο και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Μια προοπτική που έχει παγώσει τόσα πολλά χρόνια πλέον που λίγοι εξακολουθούν να πιστεύουν και να επενδύουν σε αυτήν. Με τον Ερντογάν μάλιστα να μην δείχνει καμία διάθεση να αφήσει την καρέκλα της εξουσίας μετά από 21 ολόκληρα χρόνια, το μέλλον φαντάζει απαισιόδοξο σε όλα αυτά τα επίπεδα. Είναι εντέλει ιστορικός κανόνας στη νεωτερικότητα: ποτέ ένα αυταρχικό καθεστώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί για πολύ μια σύγχρονη δημοκρατία των φιλελεύθερων θεσμών και της ελεύθερης αγοράς. Σήμερα άλλωστε δεν είναι η κατάκτηση εδαφών που εξασφαλίζει τον πλούτο όπως συνέβαινε στον αρχαίο κόσμο ή στην αποικιοκρατία αλλά μια δυναμική οικονομία που επενδύει στην γνώση και στο ανθρώπινο δυναμικό της. Και η τουρκική κοινωνία βιώνει τεράστιες ανισότητες οικονομικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές, σε βαθμό που τα ρήγματα αυτά να επιβραδύνουν το πέρασμα στη νέα εποχή.
Σε κρίση όμως βρίσκεται και ο οικονομικός εκσυγχρονισμός της Τουρκίας μετά το 2017. Σε ένα περιβάλλον βαθιάς υποτίμησης της λίρας, ο πληθωρισμός παραμένει σταθερά ψηλά, περίπου στο 49%, το δε κατά κεφαλήν εισόδημα είναι μόλις 13.000 δολάρια. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, οι ξένες επενδύσεις αποσύρονται, την στιγμή μάλιστα που η χώρα τις έχει τεράστια ανάγκη μετά τον φρικτό σεισμό του 2023 που στοίχισε 50 χιλιάδες θύματα, κατέστρεψε 1,9 εκατ. κατοικίες και ανάγκασε σε μετακίνηση 3,3 εκατ. ανθρώπους. Το συνολικό κόστος της ανοικοδόμησης είναι τρομακτικό και υπολογίζεται πάνω από 81 δισ. δολάρια. Από που θα καλυφθεί άραγε;
Αφήσαμε τελευταία την περιβόητη γεωπολιτική σημασία της χώρας. Ενώ από την ελληνική πλευρά, αυτή η διαρκώς επαμφοτερίζουσα στάση της Άγκυρας ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή διαβάζεται ως “ανεξαρτησία”, στην πραγματικότητα η γείτονα βρίσκεται σε πολύ στριμωγμένη θέση, ιδίως μετά τους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή οι οποίοι επιβάλουν πιο ξεκάθαρες θέσεις από όλους.
Η φοβική στάση της Ελλάδας απέναντι στην γείτονα δεν δικαιολογείται, ως εκ τούτου, από τα δεδομένα, τουλάχιστον όχι σε αυτή την έκταση. Η χώρα μας παραμένει μια ισχυρή Δημοκρατία, πλήρως ενταγμένη στο δυτικό κόσμο πολιτικά και πολιτισμικά. Αποτελεί μέρος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης διαθέτοντας έτσι ένα από τα δύο ισχυρότερα νομίσματα του πλανήτη. Το ξεπέρασμα της οικονομικής της κρίσης και η επιστροφή της στην ανάπτυξη ταυτίστηκε χρονικά και με την γεωπολιτική της αναβάθμιση κυρίως χάρη στην αμερικανική βάση της Αλεξανδρούπολης αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ υπολογίζουν σήμερα πολύ περισσότερο σε αυτόν το νατοϊκό σύμμαχο που αποτελεί δύναμη σταθερότητας στην περιοχή, εξ ου και το προνομιακό δώρο των F-35 στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Έτσι, η αποτρεπτική δύναμη της χώρας ενισχύεται αποφασιστικά, μαζί και με το πρόσφατο εξοπλιστικό της πρόγραμμα στη θάλασσα, ώστε να μπορεί να βρεθεί σε πολύ πιο ισχυρή θέση, σε περίπτωση που αποφάσιζε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την γείτονα.
Εξαιτίας ωστόσο αυτής της φοβικότητας -την οποία πάντως διογκώνει και ο εθνικιστικός λόγος των διαφόρων υπερπατριωτών εντός και εκτός κοινοβουλίου- η χώρα μας έχει επιλέξει την τακτική της παραπομπής της επίλυσης των διμερών προβλημάτων μας στο άγνωστο μέλλον. Ωστόσο, το μόνο που έχει “κερδίσει” από αυτό, πέντε δεκαετίες τώρα, είναι να εκτρέφει την τουρκική διεκδικητικότητα που έφθασε μάλιστα στο απώγειό της απειλώντας με πόλεμο το 2021. Αν δούμε προσεκτικά, η μόνη διμερής διαφορά το 1973 ήταν η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου ενώ σταδιακά όλα αυτά τα χρόνια προστέθηκαν στο τραπέζι από την Άγκυρα ο διεθνής εναέριος χώρος και το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών και οι γκρίζες ζώνες καθώς και το θέμα των μουσουλμάνων της Θράκης ή της απώθησης των μεταναστών από τις ελληνικές Αρχές σε Έβρο ή Αιγαίο -οι οποίοι, φευ, συχνά στέλνονται εδώ συντονισμένα από το ερντογανικό καθεστώς. Ο χρόνος σίγουρα δεν δουλεύει υπέρ μας.
Η Τουρκία είναι αναμφισβήτητα μια πολύ υπολογίσιμη δύναμη, με σημαντικό γεωπολιτικό βάρος, και αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει. Δεν πρόκειται ωστόσο για το φόβητρο που έχουμε φτιάξει κυρίως λόγω του όγκου της. Πρόκειται αντιθέτως για μια χώρα με μεγάλες υστερήσεις και εσωτερικές αντιφάσεις, σε έναν κόσμο πολύ ανταγωνιστικό οικονομικά και μεγάλων αλληλεξαρτήσεων διεθνοπολιτικά. Και σίγουρα, η Ρωσία, το Ιράν, η Παλαιστίνη κλπ δεν φαντάζουν ιδανικοί σύμμαχοι για να πορευτείς μαζί τους στον 21ο αιώνα.