Πολιτικη & Οικονομια

Προσωπικός γιατρός: Πρόοδος η οπισθοδρόμηση;

Για μια ακόμη φορά η συζήτηση εξοστρακίστηκε από την ουσία του νομοθετήματος

Γιώργος Βογιατζής
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η νομοθέτηση του νομοσχεδίου για τον προσωπικό γιατρό - Μπορεί να αλλάξει κάτι στον τομέα της υγείας;

Ψηφίστηκε στην βουλή το νομοσχέδιο για τον προσωπικό γιατρό. Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, η συζήτηση εξοστρακίστηκε από την ουσία του νομοθετήματος και επικεντρώθηκε σε δύο- σημαντικά μεν θέματα- αλλά άσχετα με το νομοσχέδιο: τα απογευματινά χειρουργεία και την τροπολογία του ΠΑΣΟΚ για την ένταξη του προσωπικού του ΕΣΥ στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.

Χρόνια νοσήματα: Οι σημερινές ανάγκες υγείας και ο Προσωπικός Γιατρός

Δυστυχώς το νομοσχέδιο δεν ασχολείται με τις σημερινές ανάγκες υγείας των πολιτών στην πρωτοβάθμια φροντίδα και το πως αυτές θα ικανοποιηθούν και προωθεί την λύση- ανάγκης του προσωπικού γιατρού με γιατρούς ανεδείκευτους. Ενός θεσμού που παρείχε μεν ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας τον προηγούμενο αιώνα, αλλά σήμερα κρίνεται προβληματικός σε όλα τα συστήματα υγείας, σε όλες τις χώρες. Το νομοσχέδιο αγνοεί ποιες είναι οι σημερινές ανάγκες υγείας των πολιτών, ποιες από αυτές μπορούν να ικανοποιηθούν από τον προσωπικό γιατρό, και ποιες όχι. Άρα δεν προβλέπονται οι κατάλληλες δομές που απαιτούνται και χρειαζόμαστε – δεν υπάρχει σύστημα- ώστε οι ασθενείς να δέχονται ολοκληρωμένες και συντονισμένες υπηρεσίες υγείας, να μην προοδεύουν στην νόσο, να μην εμφανίζουν επιπλοκές, να μην χρειάζονται νοσοκομείο, και να μην βιώνουν αρνητικές εμπειρίες όταν έρχονται σε επαφή με τις υπηρεσίες υγείας.

Οι ανάγκες υγείας έχουν αλλάξει, σήμερα συνδέονται με την επιδημία των χρόνιων παθήσεων και ιδιαίτερα με την πολυνοσηρότητα, δηλαδή των ασθενών που πάσχουν από περισσότερα από ένα σοβαρό χρόνιο νόσημα. (μόνο στα τελευταία 30 χρόνια εξαπλασιάστηκαν οι ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη). Περισσότεροι από το 50% του πληθυσμού πάσχουν από μία χρόνια νόσο, ενώ το 25% πάσχουν από περισσότερες. (Βρετανία το 58% του πληθυσμού, στις ΗΠΑ το 60%, και στην Δανία το 65,6% άνω των 16 ετών)

Οι χρόνιες παθήσεις δεν αφορούν μόνο τους ηλικιωμένους. Το 23,5% του εργατικού δυναμικού της Ε.Ε πάσχει από μία χρόνια πάθηση. Η χρόνια νόσος είναι η κύρια αιτία αποχής από την εργασία. Στην ΕΕ ασθενείς με δύο χρόνια νοσήματα (ηλικίας 50-59 ετών) απουσιάζουν από την εργασία 20 ημέρες τον χρόνο, με ένα χρόνιο νόσημα 10 ημέρες. Η διατήρηση υγιούς εργατικού δυναμικού αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε χώρες όπως η Ελλάδα με οξύ δημογραφικό πρόβλημα. Στην Ελλάδα υπάρχουν 209 χιλιάδες πολίτες με συντάξεις αναπηρίας (οι μισές σε ηλικίες μικρότερες των 65 ετών) που κοστίζουν 1,6 δις ευρώ τον χρόνο. Κάθε μήνα εκδίδονται περίπου 4.000 νέες συντάξεις αναπηρίας.

 Περισσότεροι από 500.000 πρόωροι θάνατοι λόγω χρόνιας πάθησης σημειώνονται στην ΕΕ σε πολίτες παραγωγικής ηλικίας κάθε χρόνο. Τέσσερεις σημαντικές χρόνιες παθήσεις είναι υπεύθυνες για μείωση κατά 2% του ΑΕΠ στην ΕΕ. Μόνο για την αντιμετώπιση του διαβήτη η ΕΕ δαπανά το 9% των συνολικών δαπανών υγείας, με το 75% των δαπανών να οφείλεται στις επιπλοκές της νόσου. Το 2015 η οικονομία της ΕΕ έχασε 210 δις ευρώ μόνο από τις καρδιοαγγειακές παθήσεις.

 Δαπανούμε περίπου το 86% (ΗΠΑ το 90%) των συνολικών δαπανών υγείας για την αντιμετώπιση τους. Τρεις χρόνιες παθήσεις, καρδιοαγγειακές νόσοι, καρκίνος και χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις κοστίζουν το 50% των συνολικών δαπανών υγείας και είναι υπεύθυνες για 3 στους 5 θανάτους. Στην Αγγλία οι χρόνιοι ασθενείς κοστίζουν συνολικά στην οικονομία 150 δις λίρες, το 7% του ΑΕΠ. 

Η επιδημία των χρόνιων παθήσεων απασχολεί όλα τα ανεπτυγμένα κράτη και κατέστη πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής υγείας. Όλα τα κράτη πήραν μέτρα και πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν την επιδημία. Δυστυχώς όχι με μεγάλη επιτυχία. Διότι τα εθνικά συστήματα υγείας – όπως και το ΕΣΥ- δεν προσαρμόστηκαν ικανοποιητικά ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά την επιδημία. Έχουν οργανωθεί και εκπαιδευτεί για να περιθάλπουν ασθενείς με οξείες καταστάσεις. Οι χρόνιες παθήσεις και η πολυνοσηρότητα είναι καταστάσεις πολύπλοκες και απαιτούν για την κατάλληλη αντιμετώπιση τους ομάδα ειδικών γιατρών και άλλων επιστημόνων, αλλά και την στενή συνεργασία με τις κοινωνικές υπηρεσίες.

Τα προβλήματα της πρωτοβάθμιας φροντίδας

Ασθενείς με δύο ή περισσότερα χρόνια νοσήματα είναι υπεύθυνοι για το 60% των επισκέψεων στα επείγοντα, στο 50% των εισαγωγών στα νοσοκομεία και για το 75% των συνταγών. Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες για κάθε 100 επισκέψεις στους γενικούς γιατρούς δημιουργούνται συμβάματα σε ποσοστό 2-3% που οφείλονται σε λανθασμένες διαγνώσεις και στην αστοχία στην συνταγογράφηση. Από αυτά, το 4% έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών. Κατά συνέπεια τουλάχιστον 40- 60.000 ασθενείς στην Ελλάδα υποφέρουν από συμβάματα που δημιουργούνται κάθε χρόνο από αστοχίες στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Στην Mayo Clinic διαπίστωσαν ότι το 21% των διαγνώσεων των προσωπικών γιατρών ήταν λανθασμένες και ότι στο 66% των παραπομπών από τους προσωπικούς γιατρούς η διάγνωση έπρεπε να τροποποιηθεί ή να βελτιωθεί. Οι προσωπικοί γιατροί αδυνατούν να βγάλουν διάγνωση στο 20-30% των περιπτώσεων. Κάθε εισαγωγή σε νοσοκομείο θα πρέπει να θεωρείται αποτυχία της πρωτοβάθμιας φροντίδας.

Η ταχεία αύξηση των χρόνιων νοσημάτων και των προβλημάτων που προκαλούν οφείλεται και στην αδυναμία των συστημάτων υγείας, ιδιαίτερα της πρωτοβάθμιας φροντίδας, να μειώσουν τις νέες περιπτώσεις, να επιβραδύνουν την εξέλιξη τους, και τις επιπλοκές τους. Η αδυναμία οφείλεται στην έλλειψη εκπαίδευσης, στο χάσμα γνώσης μεταξύ της καθημερινής ιατρικής πράξης και της τεκμηριωμένης ιατρικής και επιστημονικής γνώσης. Οφείλεται επίσης στον μη συντονισμό των υπηρεσιών υγείας, με αποτέλεσμα να μην παρέχονται ολοκληρωμένες και συντονισμένες υπηρεσίες στους ασθενείς. Επιπλέον, το μοντέλο παροχής των υπηρεσιών βασίζεται στην ατομική άσκηση της ιατρικής -ιδιαίτερα από τον προσωπικό γιατρό και τον ιδιώτη ειδικό- ενώ είναι πλέον παραδεκτό ότι η αντιμετώπιση των πολύπλοκων χρόνιων ασθενών απαιτεί να γίνεται από ομάδα ειδικών γιατρών και άλλων επιστημόνων, σε στενή συνεργασία με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η ατομική άσκηση της ιατρικής έχει καταστεί πηγή αναποτελεσματικότητας για το σύστημα. 

Η ανεπάρκεια αυτή των συστημάτων υγείας οδηγεί σε δραματική αύξηση των δαπανών υγείας και της νοσηρότητας του πληθυσμού. Το σημερινό σύστημα παράγει αρρώστους.

Ο ρόλος του προσωπικού γιατρού

Έχει ρόλο ο προσωπικός γιατρός στην αντιμετώπιση των χρόνιων νοσημάτων; Σαφέστατα έχει, αλλά με άλλο ρόλο. Το θετικό γεγονός είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χρόνιων παθήσεων προλαμβάνεται σε ποσοστό 80%, όπως και οι κοινοί καρκίνοι σε ποσοστό 40%. Ο προσωπικός γιατρός καλείται να υλοποιήσει το εθνικό σχέδιο πρόληψης χρονίων νοσημάτων, που κάποιες δράσεις είναι σε εξέλιξη και κάποιες άλλες έπονται. Κατά συνέπεια ο ρόλος του προσωπικού γιατρού εστιάζει στην πρόληψη.

Το ίδιο πολύτιμη υπηρεσία είναι η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση των χρόνιων νόσων. Ο προσωπικός γιατρός είναι ο πρώτος που έρχεται σε επαφή με τον πολίτη, στην διάρκεια της υποχρεωτικής επίσκεψης όλων των πολιτών για προληπτικό έλεγχο και αξιολόγηση της υγείας, και μπορεί να διαγνώσει αρχόμενη εμφάνιση κάποιου χρόνιου νοσήματος. Αλλά είναι και ο πρώτος στον οποίο θα προσφύγει ο πολίτης όταν διαπιστώσει ότι έχει κάποιο πρόβλημα υγείας. Όταν τεθεί η διάγνωση απαιτείται η συνεργασία του με τα ειδικά κέντρα των χρόνιων παθήσεων.

Ιδιαίτερη κατηγορία ασθενών είναι οι 500.000 πολίτες που πάσχουν από σπάνια νοσήματα. Στην Ευρώπη έως και το 40% αυτών των ασθενών έχουν λανθασμένη διάγνωση και πολλές φορές μεσολαβούν 5-30 χρόνια για ακριβή διάγνωση. 

Η αποστολή του είναι να διατηρεί υγιή τους πολίτες που έχει στην λίστα του και να εργάζεται για την ευημερία τους. Επιπλέον, πρέπει να συνεργάζεται με τις κοινωνικές υπηρεσίες ώστε να γνωρίζει τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαβιούν οι πολίτες της λίστας του. Διότι οι κοινωνικές συνθήκες (φτώχια, κατοικία, συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, περιβάλλον κλπ ) και οι συμπεριφορές των πολιτών είναι οι κατεξοχήν αιτίες ανάπτυξης των χρόνιων παθήσεων και προσδιορίζουν την εξέλιξη τους. Η ιατρική παρέμβαση έχει περιορισμένες δυνατότητες.

 Όλες αυτές οι πολύτιμες υπηρεσίες για να έχουν επιτυχημένα αποτελέσματα απαιτούν την πλήρη αφοσίωση του προσωπικού γιατρού, είναι full-time job για έναν προσωπικό γιατρό, ιδιαίτερα αν έχει 2000 πολίτες στην λίστα του.

Σαφέστατα θα παρέχει και τις υπηρεσίες του στην θεραπευτική αντιμετώπιση οξέων καταστάσεων, και σε ασθενείς με ‘ελαφριά’ χρόνια νοσήματα που δεν απαιτούν αντιμετώπιση από ειδικούς γιατρούς. Οι ασθενείς με σοβαρά χρόνια νοσήματα και πολυνοσηρότητα με πολύπλοκες καταστάσεις θα μετακινηθούν σε ειδικά κέντρα χρόνιων παθήσεων. Δεν θα ανήκουν στην λίστα του. Διότι ένα θέμα είναι η εμπιστοσύνη που απαιτείται να υπάρχει μεταξύ των προσωπικών γιατρών και του πολίτη, αλλά πολύ μεγαλύτερο ζήτημα είναι η ευθύνη προς τον ασθενή.

Ζήτημα ευθύνης - η απουσία συστήματος

Σήμερα κανένας γιατρός στην πρωτοβάθμια δεν έχει την πλήρη ευθύνη για την πορεία του ασθενή. Αν ένας χρόνιος ασθενής προοδεύει στην νόσο, αναπτύσσει επιπλοκές, εισάγεται σε νοσοκομείο, δεν υπάρχει κανείς υπεύθυνος.

Είναι λογικό να ζητούνται ευθύνες από τον προσωπικό γιατρό όταν ο ίδιος δεν έχει λόγο στην θεραπευτική αντιμετώπιση του χρόνιου ασθενή; Όταν στην θεραπευτική αντιμετώπιση εμπλέκονται 3-4 διαφορετικοί ειδικοί γιατροί της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης; Θέλει να αναλάβει αυτήν την ευθύνη; 

Ο προσωπικός γιατρός δεν έχει εκπαιδευτεί, ούτε έχει αποκτήσει την εξειδίκευση για να μπορεί να μανατζάρει ικανοποιητικά όλες τις χρόνιες καταστάσεις και ιδιαίτερα την πολυνοσηρότητα. Ούτε μπορεί να τον βοηθήσει η εμπειρία του διότι πάντοτε θα έχει στην λίστα του έναν πολύ μικρό αριθμό χρόνιων ασθενών που θα πάσχουν από την ίδια χρόνια πάθηση και θα έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μπορεί να παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις και την γνώση της ιατρικής και της επιστήμης, όταν οι γνώσεις διπλασιάζονται κάθε χρόνο. Παράδειγμα: Ένας οικογενειακός γιατρός στις ΗΠΑ διαχειρίζεται α) 370 διαφορετικές διαγνώσεις β) 600 πρωτότυπα φάρμακα και γ) 150 εργαστηριακές εξετάσεις.

Το ζήτημα είναι ποιος είναι υπεύθυνος για να ζητηθούν ευθύνες σε περίπτωση ανεπαρκούς παροχής υπηρεσιών υγείας. Όλο το σημερινό οικοδόμημα του προσωπικού γιατρού είναι στον αέρα. Δεν δομείται ένα σύστημα, δεν υπάρχει ηγεσία, δεν υπάρχει διοικητικός ιστός δεν υπάρχει επιστημονική υποστήριξη. Ακόμη και οι προσωπικοί γιατροί ανήκουν σε διαφορετικά συστήματα: δημόσιοι γιατροί, ιδιώτες γιατροί, νοσοκομειακοί.

Αναφέρει – και σωστά- το νομοσχέδιο σύστημα αξιολόγησης των προσωπικών γιατρών. Αλλά η αξιολόγηση αν γίνει- περιορίζεται σε αυτά που είναι εύκολα να μετρηθούν και όχι σε ότι έχει αξία για τον ασθενή. Επιπλέον, με ποιον μηχανισμό θα γίνει η αξιολόγηση και σε πόσο χρόνο; Ποια υπηρεσία έχει την ευθύνη για την υλοποίηση και πως θα γίνεται στην πράξη; Θα υπάρχουν περισσότεροι από 5.000 προσωπικοί γιατροί, οι οποίοι είναι αδύνατο να μπορούν να διοικούνται και να ελέγχονται από ένα μοναδικό κέντρο, κάπου στο Υπουργείο. Δυστυχώς, είναι ακόμη μία εξαγγελία ανεφάρμοστη στην πράξη. Ναι, έχει δίκαιο η κυβέρνηση να εγκαλεί την αντιπολίτευση διότι δεν καταθέτει το κόστος των τροπολογιών, αλλά η ίδια δεν καταθέτει χρονοδιαγράμματα επίτευξης των ρυθμίσεων: πχ σε πόσο χρόνο θα υλοποιηθούν τα 37.000 δωρεάν απογευματινά χειρουργεία; Σε 7 ή σε 2 χρόνια; 

Επιπλέον, υπάρχουν και χιλιάδες ιδιώτες ειδικοί γιατροί που δραστηριοποιούνται στην εξωνοσοκομειακή περίθαλψη. Αναγκαστικά οι προσωπικοί γιατροί θα παραπέμπουν τους ασθενείς σε αυτούς τους ιδιώτες ειδικούς γιατρούς. Είναι δυνατόν να ελεγχθούν οι ιδιώτες διοικητικά και επιστημονικά; Με ποιον μηχανισμό;

Οι ιδιώτες ειδικοί γιατροί θα αμείβονται είτε από τον ίδιο τον ασθενή είτε από τον ΕΟΠΥΥ, αλλά θα αμείβονται fee-for- service. Δηλαδή για κάθε επίσκεψη. Ότι χειρότερο για το σύστημα υγείας. Θα αποζημιώνεται δηλαδή η ποσότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και όχι η αξία η έκβαση της, και η ποιότητα της.

Υπάρχει και η ιδέα της λειτουργίας δικτύων, δηλαδή, ‘ανεπίσημες’ σχέσεις μεταξύ των προσωπικών γιατρών και των ειδικών ιδιωτικών γιατρών για την διευκόλυνση των ασθενών. Αλλά αυτό δεν συνιστά ολοκληρωμένο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας, το οποίο έχουμε ανάγκη. Αυτό συμβαίνει και υπάρχει σήμερα, αλλά δεν επαρκεί Οι σχέσεις αυτές, το δίκτυο, δεν συγκροτούν ομάδα, διότι μέλη της ομάδας είναι αυτά που ανήκουν οργανικά στην ομάδα- όχι οι συνεργαζόμενοι- και έχουν την ίδια ηγεσία, την ίδια διοίκηση, τους ίδιους στόχους, το ίδιο σύστημα αξιολόγησης και πάνω από όλα το ίδιο σύστημα αμοιβών. Τα δίκτυα δεν συγκροτούν ομάδες, δεν ελέγχονται διοικητικά, αμείβονται με διαφορετικό τρόπο, άρα εξ ορισμού έχουν διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώξεις.(είναι διαφορετικά business models)  

Η πρόταση

  • Δημιουργία συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας με τους ειδικούς προσωπικούς γιατρούς με κύριο καθήκον την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο που έχει ήδη αναφερθεί. Ο αριθμός τους είναι επαρκής και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε λύσεις που προωθεί το νομοσχέδιο και να υποχρεώνουμε Έλληνες πολίτες να δέχονται υποδεέστερες υπηρεσίες. Αρκεί να διαγραφούν από την λίστα τους οι ασθενείς που πάσχουν από σοβαρά χρόνια νοσήματα.
  • Δημιουργία Κέντρων Αναφοράς για τις ποιο σοβαρές και συχνές χρόνιες παθήσεις. Ο σκοπός είναι η παροχή ολοκληρωμένων, συντονισμένων και εξατομικευμένων υπηρεσιών φροντίδας και υγείας, υψηλής ποιότητας και ασφάλειας που δεν προκαλούν αρνητικές εμπειρίες στους ασθενείς. Ο στόχος θα είναι η ανάσχεση της πορείας της νόσου, η αποφυγή παροξυσμών και επιπλοκών της νόσου, η εισαγωγή στο νοσοκομείο, και η διατήρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών.

Το κάθε κέντρο θα στελεχώνεται από ιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων και άλλων επιστημόνων σχετικών με την χρόνια πάθηση. Οι ασθενείς θα προσέρχονται προγραμματισμένα στο Κέντρο και την ίδια ημέρα θα εξετάζονται από την ομάδα των ειδικών γιατρών και των άλλων επιστημόνων ανάλογα με τις ανάγκες της πάθησης τους. Θα αξιολογείται η κατάσταση τους, θα λαμβάνουν οδηγίες και θεραπεία και θα παρακολουθούνται ενεργά μέχρι την επόμενη προγραμματισμένη επίσκεψη. Θα συμμετέχουν στην διαδικασία λήψεων αποφάσεων που αφορούν την αντιμετώπιση της κατάστασης τους. 

  • Όλες οι εξετάσεις, όλες οι επισκέψεις, όλα τα αναλώσιμα θα είναι δωρεάν για τον ασθενή

Τα Κέντρα λειτουργούν με την ευθύνη της αντίστοιχης κλινικής του νοσοκομείου. Ο Συντονιστής Διευθυντής του νοσοκομείου είναι ο επικεφαλής διοικητικά και επιστημονικά του Κέντρου και συντονίζει και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Το προσωπικό του Κέντρου στελεχώνει και την αντίστοιχη κλινική. Με την οργάνωση αυτή επιτυγχάνεται η σύζευξη της πρωτοβάθμιας με την δευτεροβάθμια, στόχος που όλα τα συστήματα υγείας προσπαθούν να υλοποιήσουν. Αντίστοιχα κέντρα μπορούν να ιδρύσουν και οι ιδιώτες ειδικοί γιατροί, τα οποία θα είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θα εκπονήσει το Υπουργείο Υγείας.

Το Κέντρο θα λαμβάνει ετήσια κατά κεφαλή αμοιβή για κάθε ασθενή που παρακολουθεί (μέχρι 10.000 ασθενείς). Η αμοιβή θα εξαρτάται από την κατάσταση της υγείας του ασθενή και θα συμφωνείται μεταξύ του νοσοκομείου και του ΕΟΠΥΥ. Η αμοιβή θα περιλαμβάνει το σύνολο των υπηρεσιών που θα παρέχει το Κέντρο κατά συνέπεια, πρωτοβάθμιες υπηρεσίες πρόληψης, (οι ασθενείς δεν θα εγγράφονται στις λίστες των προσωπικών γιατρών) τις επισκέψεις, την νοσοκομειακή περίθαλψη, αν χρειασθεί, την φαρμακευτική δαπάνη, τα αναλώσιμα, και τις εργαστηριακές εξετάσεις, των κοινωνικών υπηρεσιών και της αποκατάστασης. Ένα μέρος της αμοιβής (20-30%) θα εξαρτάται και από τις εμπειρίες των ασθενών όπως θα τις αξιολογούν οι ίδιοι.

Τι υπάρχει

Το παραπάνω μοντέλο είναι ήδη σε λειτουργία στην Ελλάδα, αλλά όχι στην πλήρη ανάπτυξη. Πάρα πολλές δημόσιες κλινικές έχουν συστήσει κέντρα ή ιατρεία που εξυπηρετούν και παρακολουθούν συστηματικά τους ασθενείς που πάσχουν από σοβαρές χρόνιες παθήσεις.

Ιδιαίτερα θα αναφερθώ στους ασθενείς με διαβήτη. Υπάρχουν σήμερα 98 διαβητολογικά κέντρα και ιατρεία στα δημόσια νοσοκομεία σε όλη την Ελλάδα που εξυπηρετούν τους ασθενείς. Τα περισσότερα υπολειτουργούν λόγω έλλειψης προσωπικού.

Υπάρχουν -δυστυχώς- περισσότεροι από 1,2 εκ πολίτες που πάσχουν από διαβήτη, με το υψηλό ποσοστό του 30% να είναι αρρύθμιστοι. Τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκαν κατά 50.000 (ποιος φταίει; ) Για αυτούς τους ασθενείς χρειάζονται περισσότεροι από 600 προσωπικοί γιατροί. Υπάρχουν επίσης και ακόμη 1,2 εκ. πολίτες που βρίσκονται σε προδιαβήτη.

  • Το ανησυχητικό είναι ότι δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης αυτής της επιδημίας, η οποία στοιχίζει στο Ελληνικό Δημόσιο -αλλά και στους ασθενείς- περίπου 2 δις.
  • Σήμερα οι ασθενείς με διαβήτη αναγκάζονται να πληρώνουν οι ίδιοι μέρος της φαρμακευτικής αγωγής (περί το 30% των διαβητικών) και τα αναλώσιμα (περίπου το 50%).
  • Δεν είναι ποιο λογικό αντί των 600 προσωπικών γιατρών – που δεν υπάρχουν- να ενισχυθούν τα ήδη υπάρχοντα διαβητολογικά κέντρα και ιατρεία των δημοσίων νοσοκομείων, με αντίστοιχο προσωπικό ειδικών γιατρών και άλλων επιστημόνων ώστε να παρέχουν τις ολοκληρωμένες και συντονισμένες υπηρεσίες που χρειάζονται οι ασθενείς;
  • Δεν θα βελτιωθεί η ποιότητα ,δεν θα αυξηθεί η αξία και η έκβαση των υπηρεσιών; Δεν θα μειωθεί η πρόοδος στην νόσο, οι επιπλοκές και οι εισαγωγές στο νοσοκομείο; Έχουμε 40-50.00 ασθενείς με διαβητικό πόδι που οδηγεί σε 2.500- 3.000 ακρωτηριασμούς τον χρόνο, ενώ οι επιστήμονες δηλώνουν ότι αν υπήρχε σωστό σύστημα υγείας θα μειώνονταν τουλάχιστο στο μισό.
  • Επιπλέον, το μοντέλο θα μειώσει σημαντικά τις δαπάνες και ιδιαίτερα τις σπατάλες που παρατηρούνται στην αντιμετώπιση της ασθένειας; Το ποιο σημαντικό: οι ασθενείς θα αποκτήσουν υπεύθυνο γιατρό για την πορεία της νόσου, θα ΄γλιτώσουν’ την ταλαιπωρία αναζήτησης των ειδικών γιατρών, και θα αποφύγουν αστοχίες στην θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Θα αποκτήσουν εμπιστοσύνη στο σύστημα, θα αυξηθεί η ικανοποίηση τους  και βιώνουν θετικές εμπειρίες.
  • Λόγω της καλύτερης οργάνωσης των υπηρεσιών και της εφαρμογής της εθνικής πολιτικής για τον διαβήτη, μπορεί να εξοικονομηθούν τουλάχιστον 300 εκ ευρώ τον χρόνο. (σε πρώτη φάση μείωση της δαπάνης κατά 15%)

Το ίδιο μοντέλο μπορεί να υλοποιηθεί και στους άλλους χρόνιους ασθενείς που παρακολουθούνται από τα ειδικά ιατρεία και κέντρα των κλινικών των δημοσίων νοσοκομείων. (καρδιακής ανεπάρκειας, χρόνιων νευρολογικών, ρευματολογικών και νεφρικών παθήσεων, χρόνιων αναπνευστικών και μυοσκελετικών παθήσεων κλπ)

Οι ασθενείς αυτοί δεν πρέπει να απαιτείται να εγγραφούν και στις λίστες των προσωπικών γιατρών. Με αυτό το μοντέλο οι ήδη υπάρχοντες προσωπικοί γιατροί επαρκούν για την κάλυψη του υγιούς ενήλικα πληθυσμού.

Υπάρχει περίπτωση αν το μοντέλο αυτό εξηγηθεί στο Ταμείο Ανάπτυξης, να αρνηθεί την πραγματικότητα και να μην το δεχθεί; Δηλαδή αυτό το μοντέλο που οι ίδιοι ονειρεύονται για τις υπηρεσίες υγείας στις χώρες τους, το βλέπουν να υλοποιείται στην Ελλάδα, και θα το απορρίψουν; Ήδη έχουν δεχθεί τον θεσμό του προσωπικού γιατρού στους παιδιάτρους. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι γενικοί γιατροί είναι υπεύθυνοι και για τα παιδιά, (βέβαια δίχως επαρκή εκπαίδευση, στην καλύτερη περίπτωση 3 μήνες). Δεν προσφέρουμε εμείς πολύ καλύτερες υπηρεσίες στα παιδιά με τους παιδιάτρους, κάτι που είναι πολύ σωστό;

Τι έχει να προσφέρει ο προσωπικός γιατρός σε έναν διαβητικό ασθενή και δεν μπορεί να το προσφέρει ένα διαβητολογικό κέντρο πλήρως στελεχωμένο και εξοπλισμένο; Ποια υπηρεσία δεν μπορεί να παρέχεται; Αλλά να αντιστρέψουμε και το ερώτημα: τι μπορεί να προσφέρει σε έναν διαβητικό ασθενή- με σχεδόν πάντα συνυπάρχουσες και άλλες χρόνιες παθήσεις - ο προσωπικός γιατρός;