Πολιτικη & Οικονομια

Κρίση χρέους σε Γαλλία και Ελλάδα: τι συγκρίσεις;

Οι επιλογές θα είναι δύσκολες

Αναστασία Πανοπούλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Αναστασία Πανοπούλου, σύμβουλος στη γαλλική δημόσια διοίκηση, γράφει για την κρίση χρέους σε Γαλλία και Ελλάδα.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, και ενώ η οικονομική κρίση ήταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη, ο Θόδωρος Πάγκαλος δήλωσε το γνωστό «Μαζί τα φάγαμε». Αυτή η μικρή φράση θα στοιχειώνει για χρόνια την ελληνική πολιτική ζωή. Αργότερα, ο Πάγκαλος θα διευκρίνιζε: «Η φράση “τα φάγαμε όλοι μαζί” σημαίνει ότι ένα μεγάλο τμήμα από εμάς -τον ελληνικό λαό- συμμετείχαμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε μη ορθολογικές πρακτικές και συμπεριφορές, στην πορεία του χρόνου, σε σχέση με τις δαπάνες και τα έσοδα του κράτους. Αυτό που λέμε “δημοσιονομική κρίση” είναι και δικό μας δημιούργημα. Οι πολίτες είτε με πράξεις, είτε με την εκπορευόμενη από την ενοχή απραξία τους, είτε απλά εκλέγοντας ακατάλληλα πολιτικά πρόσωπα για να διαχειριστούν τα κοινά, συμμετέχουν με συλλογικό τρόπο στη δημοκρατία και έχουν την ευθύνη των επιλογών τους… Φυσικά δεν έχουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης, η ευθύνη ξεκινάει από πάνω προς τα κάτω».

Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου 2024, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση Μπαρνιέ στη Γαλλία, σε ένα πρωτόγνωρο πολιτικό πλαίσιο. Πρώτο δείγμα ο προϋπολογισμός δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αλλά οι Γάλλοι δεν σχεδιάζουν μειώσεις μισθών ούτε καν πάγωμα των αυξήσεων μισθών μέχρι να γίνουν και πάλι πράσινοι οι οικονομικοί δείκτες όπως η ανεργία, που είναι άλλωστε ελεγχόμενη στο 7%. Δεν προβλέπεται μείωση του κατώτατου μισθού ούτε καθιέρωση μίνι κατώτατου για τους νέους. Ούτε βέβαια αύξηση του ΦΠΑ στο 24%.

Αυτές ήταν οι επιλογές που έγιναν στην Ελλάδα στο απόγειο της οικονομικής κρίσης της χώρας. Όπως η Ελλάδα, η Γαλλία έχει δει το δημοσιονομικό της έλλειμμα να διευρύνεται για αρκετά συνεχόμενα χρόνια. Ο τελευταίος πλεονασματικός προϋπολογισμός εκτελέστηκε το μακρυνό 1974! Έτσι, το χρέος σήμερα είναι γύρω στο 110% του ΑΕΠ και το αναμενόμενο έλλειμμα κινδυνεύει να φτάσει το 6% για το 2024. Όπως και η Ελλάδα στο παρελθόν, η Γαλλία αναζητά μέτρα για τη συγκράτηση του ελλείμματός της και τη μείωση του χρέους. Καθώς και οι δύο χώρες είναι μέλη της ΕΕ, ακολουθούν τις ίδιες αρχές οικονομικής διακυβέρνησης, οι οποίες ορίζουν ότι τα κράτη μέλη πρέπει, κατά μέσο όρο, να έχουν μέγιστο χρέος 60% του ΑΕΠ τους και ετήσιο έλλειμμα που δεν υπερβαίνει το 3%. Σε αντίθετη περίπτωση, οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν μέτρα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

Όμως οι ομοιότητες τελειώνουν εκεί. Καταρχάς, οι δύο οικονομίες είναι πολύ διαφορετικές στη δομή τους. Η γαλλική οικονομία, στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρώπης, είναι πολυτομεακή. Αυτό επιτρέπει τον μετριασμό των κινδύνων από τοπικές ή τομεακές κρίσεις. Όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες, το 2023 αντιπροσώπευαν σχεδόν 1.600 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Γαλλία ξοδεύει περισσότερο από το 58% του ΑΕΠ της για μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, τη λειτουρία της διοίκησης και για κοινωνικές παροχές. Έτσι, βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

Δεύτερον, με έλλειμμα 5,5% το 2022 -πολύ μακριά από το 15,4% που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα το 2010- η Γαλλία πρέπει φυσικά να λάβει δραστικά και γρήγορα μέτρα. Η εξυπηρέτηση του χρέους ανέρχεται σε 50 δισεκατομμύρια ετησίως, αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος χρεοκοπίας, παρά τις  ανησυχίες από τους οίκους αξιολόγησης. Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, αλλά και χωρίς βιασύνη, η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να οργανώσει καλύτερα την απάντησή της και επομένως να αποφύγει τις βιαστικές αποφάσεις που πήραμε εμείς, και που στοίχισαν στην Ελλάδα δέκα χρόνια ύφεσης.

Υποστηρίζω ότι οι αιτίες του προβλήματος είναι επίσης πολύ διαφορετικές. Πράγματι, με σταθερή ποιότητα υπηρεσιών, οι δαπάνες του δημόσιου τομέα τείνουν να αυξάνονται. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων: δεν εξαρτάται από την παρεχόμενη υπηρεσία αλλά από άλλους παράγοντες, όπως ο πληθωρισμός και οι κυβερνητικές αποφάσεις. Το ίδιο ισχύει και για τα λειτουργικά έξοδα. Στη Γαλλία, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επιδόσεις του δημόσιου τομέα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι απαιτήσεις των Γάλλων είναι πολύ υψηλές και γενικά λαμβάνονται υπόψη από τις κυβερνήσεις στις αποφάσεις τους όταν σχεδιάζουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να αυξηθεί η παραγωγικότητα στη διοίκηση. Έτσι, η παρατηρούμενη επιδείνωση έρχεται σε μια περίοδο που η αύξηση του κόστους είναι ορατή και τα έσοδα του κράτους, πιθανώς λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας, μειώνονται.

Η απάντηση της Ελλάδας, δηλαδή οριζόντια μέτρα για την εξάλειψη του κόστους με μείωση μισθών, σημαντική αύξηση φόρων και εισφορών και κλείσιμο οργανισμών για τον περιορισμό του δημόσιου τομέα, αν και επιτυχημένη από δημοσιονομική άποψη, ωστόσο, οδήγησε σε επιδείνωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και έλλειψη προσφορών υπηρεσιών (νοσοκομεία, κοινωνικές υπηρεσίες) από την οποία υποφέρει ακόμη η χώρα. Στη Γαλλία, έχουν την ευκαιρία να οργανώσουν καλύτερα την απάντηση.

Φέτος η κυβέρνηση εστιάζει στην αναζήτηση γρήγορων κερδών από πλευράς προϋπολογισμού. Οι έκτακτες εισφορές και άλλα μέτρα, όπως η καθυστέρηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων, θα επιτρέψουν σημαντική ανάκαμψη στα δημόσια οικονομικά. Ωστόσο, τα πιο δύσκολα θέματα έρχονται μετά: το εύρος του δημόσιου τομέα και η αποτελεσματικότητά του, η επικουρικότητα, οι συγχωνεύσεις οργανισμών, οι οικονομίες κλίμακας και οι συμπληρωματικότητες. Λύσεις που δεν επιβραδύνουν την οικονομία της Γαλλίας, διασφαλίζουν τη δίκαιη οικολογική μετάβαση και επιτρέπουν στη χώρα να συνεχίσει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην ΕΕ και παγκοσμίως. Το στοίχημα της μειοψηφικής κυβέρνησης παραμένει δύσκολο στο σημερινό πλαίσιο δημοσιονομικών περιορισμών, γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων και εντεινόμενου εμπορικού ανταγωνισμού.

Πάντως, οι οικονομικές κυρώσεις που προβλέπονται στους ευρωπαϊκούς κανόνες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (συντονισμός, πρόληψη, μέτρα προσαρμογής κ.λπ.) δεν έχουν εφαρμοστεί ποτέ μέχρι σήμερα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δημιουργήθηκαν νέοι μηχανισμοί όπως ο μηχανισμός σταθερότητας για να ανταποκριθούν σε μια άνευ προηγουμένου κρίση. Η ΕΕ, μετά από πολλές συζητήσεις είναι αλήθεια, δεν θέλησε να αφήσει ένα από τα μέλη της και στήριξε την Ελλάδα σε πολύ τεταμένες πολιτικές στιγμές. Πέρα από την προφανή αλληλεγγύη, το πολιτικό μήνυμα που θα είχε στείλει η ΕΕ εγκαταλείποντας την Ελλάδα θα είχε ξεπεράσει, όπως κρίθηκε, τις άμεσες και πιθανώς ελεγχόμενες συνέπειες μιας χρεοκοπίας μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης. Στη συνέχεια, σε μια άνευ προηγουμένου απόφαση, εξασφαλίσαμε τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους για δεκαετίες!

Προς το παρόν, το Συμβούλιο περιορίζεται σε συστάσεις προς κράτη που εμφανίζουν συνεχή ελλείμματα. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την περιοχή μας δεν μας επιτρέπει να λάβουμε μέτρα που θα έδιναν αρνητικό μήνυμα για την ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ των χωρών-μελών: το θέμα παραμένει κατεξοχήν πολιτικό. Ωστόσο, εάν η γαλλική κυβέρνηση δεν καταφέρει να αποκαταστήσει τα οικονομικά της, κινδυνεύει όχι μόνο να υποβαθμιστεί περαιτέρω από τους οίκους αξιολόγησης, αλλά κυρίως να χάσει την αξιοπιστία της και τον ηγετικό της ρόλο στην Ε.Ε.

Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι επιλογές θα είναι δύσκολες. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ προσπαθεί να πετύχει την ψήφιση του προϋπολογισμού με ευρύτερη συναίνεση, αλλά οι προεδρικές εκλογές του 2027 συζητούνται ήδη. Ίσως τελικά το πολιτικό κόστος φέρει εκπλήξεις στην κάλπη.