Πολιτικη & Οικονομια

Ο προαναγγελθείς θάνατος του ΣΥΡΙΖΑ (και της ελληνικής Αριστεράς)

Μετά το τέλος της αντιμνημονιακής αγανάκτησης το κόμμα έπαψε να έχει λόγο ύπαρξης

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πολιτική απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ και ολόκληρης της Αριστεράς ως πολιτική παράταξη

Είναι πανθομολογούμενο ότι οι τελευταίες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τις εσωκομματικές του εκλογές είναι όχι μόνο απογοητευτικές, καθώς δεν δίνουν καμία πραγματική διέξοδο από την κρίση στην οποία έχει περιέλθει μετεκλογικά το κόμμα αλλά και δεν τιμούν έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο με μακρά ιστορία. Δεν είναι ότι η Αριστερά δεν έχει παρελθόν διασπάσεων. Κάθε άλλο. Η ιστορία της είναι γεμάτη από τέτοια δράματα. Ούτε ότι συχνά οι διασπάσεις αυτές δεν χαρακτηρίζονταν από προδοσίες, μικροπρέπειες, χολή, ακόμη και άσβεστο μίσος μεταξύ των πρώην συντρόφων.

Το καινούργιο χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι κανείς δεν μπορεί να πάρει πραγματικά σοβαρά τους σημερινούς πρωταγωνιστές και όσα λέγονται από την μία ή την άλλη πλευρά. Δεν είναι μόνο ότι δεν πείθουν οι διακηρύξεις και οι ισχυρισμοί τους αλλά δεν μοιάζουν καν να ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη, ό,τι και να λένε, όταν δεν προκαλούν το γέλιο και τις ειρωνείες. Με άλλα λόγια, το νέο στοιχείο είναι η πλήρης πολιτική απαξίωση αφενός του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, αφετέρου όμως και ολόκληρης της Αριστεράς ως πολιτική παράταξη με διακριτό λόγο και ρόλο, και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά. Θα μπορούσε να ρίξει κανείς όλη την ευθύνη φυσικά στην γκρίνια που φέρνει μια εκλογική ήττα. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ υπέστη τρομερή κατακρήμνιση των ποσοστών του τα προηγούμενα χρόνια, όπως και διασπάσεις από επιφανή στελέχη του αλλά, όπως έδειξαν και οι τελευταίες εσωκομματικές του εκλογές, καταφέρνει πάντα να κρατά την αξιοπρέπειά του και να τιμά την ιστορία του.

Ποια είναι συνεπώς τα αίτια της τόσο βαθιάς παρακμής του ΣΥΡΙΖΑ;

Η Αριστερά μετά το 1974 μπορεί να μην είχε υπάρξει κόμμα εξουσίας μέχρι το 2015, διέθετε ωστόσο κύρος και πολιτικό βάρος πολύ μεγαλύτερο από την περιορισμένη εκλογική της δύναμη. Αντλούσε το κύρος αυτό τόσο από το αγωνιστικό της παρελθόν και τις διώξεις που είχε υποστεί μετεμφυλιακά αλλά και από το γεγονός ότι εκμεταλλευόμενη αυτό το φωτοστέφανο, είχε καταφέρει να επικρατήσει ιδεολογικά σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Άλλωστε το ΠΑΣΟΚ που έτσι και αλλιώς αυτοπροσδιοριζόταν ως σοσιαλιστικό, τουλάχιστον στην πρώτη του φάση, είχε «κατακλέψει» την ρητορική και την θεματολογία αμφότερων του ΚΚΕ, ενισχύοντας έτσι ταυτόχρονα την αριστερή στροφή της ελληνικής κοινωνίας και την σαφή κατίσχυση της αριστερής κουλτούρας εν γένει. Εκτός όμως από τις ιδέες, αυξημένο ήταν το κύρος και των ηγεσιών του χώρου. Πρόσωπα όπως ο Φλωράκης, ο Κύρκος, η Δαμανάκη, αργότερα ο Λ. Παπαγιαννάκης αλλά και η Παπαρρήγα έχαιραν μεγάλης εκτίμησης ακόμη και από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, εξαιτίας της σοβαρότητας, της συνέπειας και της ακεραιότητάς τους. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μπορεί ενίοτε να οξύνονταν, μπορεί όσα υποστήριζαν να ήταν ήδη από τότε προβληματικά ως προς την πρόοδο της χώρας, ουδείς όμως θα τολμούσε να τους χαρακτηρίσει ασόβαρους και αναξιόπιστους.

Όλα αυτά πλέον δεν ισχύουν για το κόμμα και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό δεν είναι δυστυχώς μια πρόσφατη εξέλιξη. Η πολιτική απαξίωση του χώρου έχει ξεκινήσει ήδη από το 2008 με αποκλειστικά δική του ευθύνη, και με το πρόβλημα να ξεκινάνει όπως πάντα από την κεφαλή του κόμματος. Το 2008 αποτελεί πράγματι κομβική χρονιά για τον ΣΥΡΙΖΑ διότι με αφορμή τα «Δεκεμβριανά» εκείνης της χρονιάς και την καταστροφή του κέντρου της Αθήνας, ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τη νεόκοπη ηγεσία του, δηλαδή τον Αλέξη Τσίπρα, θα βρει την ευκαιρία να καταθέσει το νέο «ιδεολογικό» του στίγμα. Αρνούμενος να καταδικάσει την εξέγερση των μπάχαλων, την οποία θα θεωρήσει απλώς έκφραση μιας «δικαιολογημένης» οργής των «νέων», υιοθετεί ουσιαστικά ένα νέο προφίλ εξτρεμιστικού αριστερού λαϊκισμού το οποίο φυσικά θα γνωρίσει την αποθέωσή του λίγο αργότερα στις πλατείες των Αγανακτισμένων, στη διάρκεια του αντιμνημονιακού «αγώνα». Εκεί θα υποστεί δε μια νέα κρίσιμη μετάλλαξη καθώς θα επιλέξει συνειδητά να συμμαχήσει και με τον (ακρο)δεξιό λαϊκισμό, κάτι που θα έρθει να βρει εντέλει την ολοκληρωμένη πολιτική του αποτύπωση στην κυβερνητική συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου, το 2015. Με τον τρόπο αυτό, εκτός όλων των άλλων, κατάφερε μόνος του να ακυρώσει και το παραδοσιακό δίπολο της Αριστεράς - Δεξιάς μέσα από το οποίο οργάνωνε για έναν ολόκληρο αιώνα τον πολιτικό του αυτοπροσδιορισμό. Σημασία έχει εντέλει, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα επέλεξε να καβαλήσει το κύμα του γενικότερου αντισυστημισμού εκείνης της περιόδου, δρέποντας μεν τα αντίστοιχα οφέλη, αλλά αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.

Είναι γνωστό ωστόσο ότι η συμφωνία με τον διάβολο δεν είναι ποτέ χωρίς βαρύ κόστος. Και για την πολιτική, ο διάβολος είναι ο λαϊκισμός. Εδώ το κόστος ήταν ότι όταν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ως κυβέρνηση αναγκάστηκαν να κάνουν φιλομνημονιακή στροφή 180 μοιρών μετά το αχρείαστο δημοψήφισμα του 2015, με αντάλλαγμα την κυνική παραμονή τους στην καρέκλα της εξουσίας, κατέληξαν να απωλέσουν σημαντικό μέρος από το ηθικό τους κεφάλαιο, χάνοντας έτσι και μεγάλο τμήμα των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Η μερική συγκράτηση της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 αποδείχτηκε εντέλει συγκυριακή όταν φάνηκε, μετά από τις πολλαπλές κρίσεις που ακολούθησαν, ότι το κόμμα αυτό ήταν απέναντι σε όλα όσα χρειαζόταν η χώρα για να ορθοποδήσει μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Κι έτσι, μετά το τέλος της αντιμνημονιακής αγανάκτησης, έπαψε να έχει λόγο ύπαρξης. Όλα αυτά τα λάθη δεν είναι θέμα μόνο ερμηνειών αφού τα παραδέχονται σήμερα σε μαρτυρίες τους και πολλά από τα υψηλόβαθμα στελέχη εκείνης της κυβέρνησης (βλ. την σχετική ραδιοφωνική εκπομπή του Φοίβου Καρζή στο Πρώτο Πρόγραμμα).

Το κόμμα θα έβγαινε συνεπώς από όλες αυτές τις οβιδιακές μεταμορφώσεις με βαθύτατη κρίση ταυτότητας. Ο ξενιστής του λαϊκισμού είχε κατακυριεύσει το Είναι του, και αυτό θα αναδεικνυόταν σε όλη του την ένταση την επομένη της (επιβεβλημένης) παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα από την αρχηγία του. Διότι η λύση του Στέφανου Κασσελάκη -ανεξάρτητα από το πώς προέκυψε και ποιος την προώθησε- δεν ήρθε εξ ουρανού. Όπως έδειξε το έντονα λαϊκιστικό προφίλ του νέου προέδρου, που βασιζόταν και αυτός στην δήθεν αδιαμεσολάβητη σχέση του με τον «ψηφοφόρο», δεν αποτελούσε παρά μια μετεξέλιξη του προκατόχου του, απλώς σε πιο μεταμοντέρνα έκδοση. Οι εσωτερικές συγκρούσεις που ακολούθησαν δεν είχαν, άλλωστε, να κάνουν με ιδεολογικές διαφορές αλλά καθαρά με προσωπικούς ανταγωνισμούς για τα κλειδιά ενός κόμματος που σε όποιον τα έχει, μπορεί να εξασφαλίσουν πρόσβαση στην κρατική κομματική επιχορήγηση καθώς και σε άλλα προνόμια.