Πολιτικη & Οικονομια

Εκλογές ΗΠΑ 2024: Το τελευταίο Βατερλώ των μ.Χ. Προφητών της Πολιτικής Επικοινωνίας

H συστηματική υποτίμηση της πολιτικής επιρροής τους Ντόναλντ Τράμπ

Νίκος Γεωργιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκλογές ΗΠΑ 2024: Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Αμερική σε συνάρτηση με τις  πρόσφατες δημοσκοπήσεις

«Φοβού την 5η Νοεμβρίου». Θα μπορούσε να είναι το σύνθημα των ημερών μετά την διαπιστωμένη νέα σαρωτική ήττα των Δημοσκόπων και των ειδικών Πιθανολόγων επί θεμάτων επεξεργασίας πολιτικών δεδομένων στις Εκλογές των ΗΠΑ 2024.

Το «Φοβού την 5η Νοεμβρίου» παραπέμπει πέρα από την ημερομηνία των αμερικανικών εκλογών και στην ημέρα που η Μεγάλη Βρετανία γλύτωσε από μία εθνική καταστροφή. Όταν ο Guy Fawks συνελήφθη πριν καταφέρει να ανατινάξει την Βουλή των Λόρδων το 1605. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η συγκεκριμένη ημερομηνία αναφέρεται και στο « V for Vendetta».

Εκλογές ΗΠΑ 2024: Μεγάλη ηττημένοι οι Δημοσκόποι;

Τελικά δεν ξέρει τι να φοβηθεί κανείς. Την επαναλαμβανόμενη αδυναμία των «ειδικών» να προσεγγίσουν (κάπως) το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ για πολλοστή φορά; Την εμφανή αναποτελεσματικότητα των χρησιμοποιούμενων στατιστικών εργαλείων για την ανάλυση των δεδομένων στις δημοσκοπήσεις; Την τόσο εμφανή «τσιγγουνιά» των εταιρειών και άρα και των πελατών τους, να δαπανήσουν τα απαραίτητα ποσά (που είναι ευλόγως πολλά) για την κάλυψη των ποιοτικών αναγκών μίας σύγχρονης δημοσκόπησης; Τέλος, την ιδεολογική εμμονή των δημοσκόπων οι οποίοι επιμένουν να αγνοούν την πραγματική εικόνα και επιδιώκουν να προωθήσουν την προσωπική τους αίσθηση επί του αποτελέσματος της δημοσκόπησης;

Η ήττα της εκλογικής πρόβλεψης στις αμερικανικές εκλογές είναι τόσο ολοκληρωτική και βαριά που ομολογουμένως η συγκεκριμένη αγορά θα πρέπει να αντιμετωπίσει με εξέχοντα επαγγελματισμό την παραδειγματική ανεπάρκεια συνολικά του κλάδου να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις . Μέχρις σημείου που να προκαλείται σοβαρό πολιτικό ζήτημα αξιοπιστίας των επαγγελματιών του τομέα πολιτικής επικοινωνίας.

Οι αμερικανοί ειδικοί, οι ευρωπαίοι συνεργάτες ή συνεταίροι τους και οι τοπικές εταιρείες σε τρίτες χώρες, απέτυχαν να προσφέρουν μία τουλάχιστον έστω και μερικώς αξιόπιστη εικόνα της εκλογικής ισχύος ενός εκάστου των υποψηφίων της αναμέτρησης.

Η αποτυχία αυτή, που επαναλαμβάνεται μονότονα από τις προεδρικές εκλογές του 2016 και χαρακτήρισε τις μετρήσεις και κατά την ενδιάμεση εκλογική αναμέτρηση του 2022, επιμένει να εστιάζεται στην συστηματική υποτίμηση των πραγματικών πληροφοριών που περιγράφουν την πολιτική επιρροή των υποψηφίων.

Πολύ πιο συγκεκριμένα, η συστηματική υποτίμηση της πολιτικής επιρροής τους Ντόναλντ Τράμπ από τους Δημοσκόπους πολύ εύκολα θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πώς έχουμε να κάνουμε με «προαποφασισμένες» μετρήσεις. 

Ομολογείται πλέον, και μάλιστα με τον δέοντα προβληματισμό, πώς υποτιμήθηκε συστηματικά και με επαναλαμβανόμενο μεθοδολογικό έλλειμμα η πραγματική πολιτική επιρροή του Ντόναλντ Τράμπ στους ψηφοφόρους.

Το φαινόμενο της «υποτίμησης εντοπίζεται ήδη από τις εκλογές του 2016. Επαναλαμβάνεται σχεδόν με μιμητική διάθεση το 2020. Είναι εμφανώς εσφαλμένη η πρόβλεψη των τάσεων στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 και επαναλαμβάνεται η αποτυχία αλλά με θηριώδη αναποτελεσματικότητα των μοντέλων μέτρησης των τάσεων στις εκλογές του 2024.

Οι ειδικοί διερωτώνται. Οι επαγγελματίες αυτομαστιγώνονται. Οι «αναλυτές» κοιτούν με απόγνωση τους ουρανούς επικαλούμενοι προφανώς κάποια θεία παρέμβαση.

Τι συμβαίνει άραγε στην πραγματικότητα; Χάθηκαν οι ικανοί και ξέμειναν μόνον οι ανίκανοι; Προφανώς και όχι. Διεκόπη η παραγωγή από τα Πανεπιστήμια ενημερωμένων στελεχών; Προφανώς και όχι. Άλλαξε τόσο το πολιτικό σκηνικό παγκοσμίως ώστε να μοντέλα που χρησιμοποιούνται να μην είναι πλέον επαρκή; Από όσα καταθέτουν οι ειδικοί του κλάδου ούτε αυτό συμβαίνει.

Προφανώς ένας από τους λόγους που οδηγεί στην της αποτυχία των πιθανολογικών εκτιμήσεων ενός δείγματος πληθυσμού έχει περισσότερο να κάνει με την κοινωνιολογία του ζητήματος παρά με τις τεχνικές υποστήριξης του εγχειρήματος . Ικανό μέρος των κοινωνιών της Δύσης αντιλαμβάνονται εδώ και καιρό εντελώς διαφορετικά τόσο την προσωπική τους ενημέρωσης επί των κοινών όσο και την επικοινωνία αυτής της ενημέρωσης από στόμα σε στόμα μεταξύ των πολιτών.

Η απαξίωση των θεσμικών μηχανισμών ειδικά και των πολιτικών μηχανισμών ειδικότερα, δημιουργούν νέα κατηγορία πολιτών η οποία ενημερώνει και ενημερώνεται από τα κανάλια διαδραστικής επαφής , τα Social Media τα λεγόμενα. Η προσέγγιση των πολιτών από κάποιον μηχανισμό μέτρησης κοινωνικών τάσεων αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και συχνά με εχθρότητα. Η στάση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα την σχεδόν πλέον συστηματική καταφυγή της συγκεκριμένης μερίδας πολιτών στην κατάθεση «ψευδούς πληροφορίας» όταν ερωτώνται από δημοσκοπικές εταιρείες. Πρόκειται για μία αίσθηση «σαμποτάζ» η οποία κυριαρχεί ως κινητήρια δύναμη σε αυτούς τους πολίτες. Θεωρούν ενδεχομένως ότι επιφέρουν πλήγμα σε ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτικής επικοινωνίας το οποίο εκλαμβάνεται ως εχθρικός μηχανισμός.

Μία δεύτερη εξ’ ίσου ισχυρή τάση αφορά άτομα που επιθυμούν να αυτοπροστατευθούν. Αυτή η τάση παρατηρείται κυρίως σε κοινά που κινούνται πολιτικά σε ακραίους χώρους (Άκρα Δεξιά, εθνικιστικές ομάδες, γκρουπούσκουλα με έντονη επιθετικότητα ή ανορθολογική ιδιαιτερότητα όπως οι αντιεμβολιαστές επί παραδείγματι, παραθρησκευτικές ομάδες κλπ). Τα κοινά αυτά στις δυτικές κοινωνίες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ είναι πλέον πολυάριθμα, αλληλοπροστατεύονται, επικοινωνούν και διακινούν πληροφορία, παρεμβαίνουν δυναμικά αν απειληθούν ή αν κρίνουν πώς μία επιθετική ενέργεια θα απογειώσει την επιρροή τους.

Αυτά τα κοινά ψεύδονται συστηματικά στις δημοσκοπήσεις επιχειρώντας να αποπροσανατολίσουν την τελική προσέγγιση ενός πολιτικού φαινομένου από κάποια μέτρηση τάσεων. Προτιμούν δε να προσανατολίσουν την έρευνα σε λάθος κατεύθυνση. Επαίρονται στη συνέχεια για το κατόρθωμα τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η ανακύκλωση αυτού του δικτύου από-παρα- πληροφόρησης ικανοποιεί το αίσθημα συλλογικής απόρριψης από το σύστημα που βιώνει αυτή η κοινωνική μερίδα. Η συνεχής περιφερειοποίηση αυτών των πολιτών καταλήγει αναπόφευκτα στη δημιουργία στεγανών. Μέσα από αυτά τα στεγανά αντλούν δυναμική οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν να οικοδομήσουν μία εικόνα αντισυστημικής συμπεριφοράς. Οι μηχανισμοί στήριξης του Τραμπισμού ενδύονται με πάθος τον μανδύα του αντισυστημικού. Αυτό το στοιχείο, του επιθετικού αντισυστημισμού ως πολιτικό χαρακτηριστικό κινηματικής δυναμικής αδυνατούν να το συλλάβουν τα μοντέλα διαχείρισης δεδομένων για τον προσδιορισμό των κοινωνικών τάσεων. 

ΟΙ δημοσκόποι γνωρίζουν πολύ καλά το πώς έχουν διαμορφωθεί οι συμπεριφορές μεγάλης μερίδας πολιτών έναντι των μηχανισμών πολιτικής επικοινωνίας. Ξέρουν πώς ένα ευρύ φάσμα πολιτών που κινείται εκτός του θεσμικά αποδεκτού δημοκρατικού τόξου, αρνούνται να συμμετέχουν στο παιγνίδι. Για να μην εκτεθούν κατά κύριο λόγο.

Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα ώστε να είναι εφικτή μία αποτελεσματική προσέγγιση της πραγματικότητας είναι η μεγίστη δυνατή αύξηση του στατιστικού δείγματος προς διερεύνηση. Αυτό σημαίνει επιπλέον δαπάνη. Για την ακρίβεια μία καθοριστική για την επιτυχή έκβαση μίας έρευνας επί των τάσεων της κοινωνίας θα απαιτούσε υπερπολλαπλάσιο δείγμα και ανάλογη αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού συλλογής των απαντήσεων . Η αύξηση των λειτουργικών εξόδων ανά δημοσκόπηση που συνεπάγεται η επέκταση του στατιστικού δείγματος και η απασχόληση πολυπληθέστερου ανθρώπινου δυναμικού θα ήταν εντυπωσιακά μεγαλύτερη. Είναι κάτι που θέλει να αποφύγει ο πελάτης και για τον λόγο αυτό σπεύδει να το αποφύγει εξ αρχής η εταιρεία δημοσκοπήσεων. Το αποτέλεσμα είναι μονίμως απογοητευτικό. Κάπου ανάμεσα στην αποδεκτή αναποτελεσματικότητα και την υπαρκτή οικονομική αδυναμία κινείται και αυξάνεται εκθετικά η έννοια του στατιστικού λάθους. Επί της ουσίας η παραπομπή σε «στατιστικό λάθος» είναι ένα επιστημονικοφανές άλλοθι. Κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Η αποτυχία των Δημοσκόπων να προβλέψουν με σχετική αξιοπιστία τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου ξεπερνά κατά πολύ το εύρος του «στατιστικού λάθους».

Μία μερίδα πολιτών, ακόμη και …. «ειδικών», «συνομωσιολογικών καταβολών», επιμένει πώς η αποτυχία των δημοσκοπικών εταιρειών οφείλεται στην γενίκευση του φαινομένου των «στημένων δημοσκοπήσεων». Προφανώς και υπάρχουν «στημένες μετρήσεις» και προαποφασισμένες έρευνες. Ωστόσο υφίσταται και μία αδήριτη πραγματικότητα. Οι Δημοσκόποι απευθύνονται σε πελάτες. Οι πελάτες επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε ασφαλή και όχι fake πληροφορία. Οτιδήποτε πέραν αυτού έρχεται αντιμέτωπο με την έννοια του ανταγωνισμού. Και η αγορά αυτή είναι εξόχως ανταγωνιστική και μάλιστα στην πλέον αγοραία μορφή της.

Ο Ντόναλντ Τραμπ υποχρέωσε τους «Δημοκρατικούς» σε μία ιστορική και στρατηγικής φύσεως ήττα. Καμία δημοσκόπηση δεν κατάφερε να προσεγγίσει αυτό το τόσο θεαματικό πολιτικό φαινόμενο. Τέτοια πολιτικά φαινόμενα δεν «οικοδομούνται» από την μία ημέρα στην άλλη. Η πορεία της πολιτικής επιρροής του Τραμπισμού ήταν εξελικτική. Αυτό σημαίνει πώς τα «σημάδια» ήταν εκεί ,εδώ και πάρα πολύ καιρό, κρυμμένα ανάμεσα στα «στρωσίδια» της πολιτικής καθημερινότητας της αμερικανικής κοινωνίας. Απλά, δεν βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος «μεγεθυντικός φακός» για να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά της επερχόμενης λαίλαπας. Δυστυχώς στο ίδιο έργο θεατές βρίσκονται και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες όπου οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι εξ αντανακλάσεως έστω, εξαιρετικά επώδυνες . Και εδώ, στα δικά μας τα χωράφια, οι μ.Χ. Προφήτες της σύγχρονης Στατιστικής Επιστήμης επιμένουν να χαριεντίζονται με τα στατιστικά δείγματα και ας αυτουπονομεύουν την αξιοπιστία της ευπαθούς αγοράς στην οποία κινούνται. Ας το αντιληφθούν επί τέλους.