- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το εκκρεμές του πολιτικού συστήματος
Ο επιτυχημένος προσεταιρισμός των ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν αποτελεί εφάπαξ κατάκτηση ενός κόμματος, αλλά πρόσκαιρο χαρτί
Κάθε άλλο παρά κλισέ ή αυθαίρετη είναι η άποψη ότι όποιος κερδίζει την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης αποκτά ταυτόχρονα συντριπτικό πλεονέκτημα στις εκλογές
Μία από τις βασικότερες στοχεύσεις ενός δημοκρατικού κομματικού σχηματισμού (θα πρέπει να) είναι η εγκαθίδρυση και συστηματική διατήρηση καναλιών συνεχούς αμφίδρομης επικοινωνίας με το εκλογικό σώμα στο οποίο απευθύνεται, προκειμένου να εξασφαλίζεται η κατά το δυνατόν αυθεντικότερη πολιτική του εκπροσώπηση (βλ. αναλυτικότερα «Το στοίχημα της αυθεντικής πολιτικής εκπροσώπησης των πολιτών»).
Η επιτυχία μίας τέτοιας επιδίωξης είναι ευθέως ανάλογη του βαθμού στον οποίο τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, τόσο κατά τη στιγμή του σχεδιασμού και της προεκλογικής εξαγγελίας τους όσο και κατά την εφαρμογή τους από το κόμμα που τελικά εκλέγεται για να κυβερνήσει, διαθέτουν, εκτός από ιδεολογική ταυτότητα και συνέπεια, επιπλέον βαθιά γνώση των εκάστοτε πραγματικών οικονομικών και γεω-πολιτικών συνθηκών, καθώς επίσης υψηλό βαθμό κατανόησης και ικανοποιητικής ανταπόκρισης σε υπαρκτές κοινωνικές απαιτήσεις και ανάγκες.
Η διαμόρφωση προγραμμάτων μέσα σε κλειστά δωμάτια από «πολιτικές αυθεντίες» και υπό καθεστώς αποξένωσης από τις τάσεις που αναφύονται ως εν δυνάμει προσδιοριστικοί παράγοντες του εκλογικού αποτελέσματος, εκτός του ότι δείχνει αλαζονεία και προκλητική ελαφρότητα, οδηγεί νομοτελειακά σε χαμηλά ποσοστά εκλογικής επιτυχίας ή και σε παταγώδη κοινοβουλευτική έξοδο.
Το προφίλ του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα έχει αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Από το διχαστικό περιβάλλον των πάλαι ποτέ «μπλε» και «πράσινων» καφενείων, που αποτελούσε σοβαρή ένδειξη στρέβλωσης του πολιτικού μας γίγνεσθαι και αντικατόπτριζε την παθογένεια των πελατειακών σχέσεων της εξουσίας με τους πολίτες, διαβιούμε ήδη στην πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης (aka «διαπολιτισμικής») θέασης των ζητημάτων που επηρεάζουν την οικονομία και απασχολούν τον κοινωνικο-πολιτικό βίο. Τα προβλήματα του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης, της ειρήνης, της οικονομίας, της απασχόλησης, της μετανάστευσης και της υγείας, για παράδειγμα, δεν έχουν μονάχα έναν σκληρό πυρήνα εντοπιότητας που αφορά εθνικούς πληθυσμούς, αλλά και ένα διεθνές υπόβαθρο που εκφράζει αγωνίες και ενώνει τις προσδοκίες των κατοίκων ολόκληρου του πλανήτη.
Εκτός της παγκοσμιοποιημένης διάστασης των σύγχρονων ζητημάτων της πολιτικής, που έχει επηρεάσει βαθύτατα και τη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας, διαπιστώνουμε ταυτόχρονα την εξέλιξη ορισμένων δομικών δημογραφικών και κοινωνικών στοιχείων με μεγάλη επίδραση στον τρόπο σκέψης του εγχώριου εκλογικού σώματος: Από συλλογική έκφραση ενός εσωστρεφούς συντηρητισμού με πλειοψηφικές τάσεις ξενοφοβίας και κολεκτιβιστικά χαρακτηριστικά, προκαταληπτικές προσκολλήσεις στην ορθόδοξη εθνικο-πολιτισμική παράδοση, καταπιεστικές ηθικές αρχές και αγροτικές ως επί το πλείστον οικονομικές δομές, η σημερινή ελληνική κοινωνία στο μεγαλύτερο μέρος της έχει υιοθετήσει σταδιακά τυπικές ιδιότητες ενός φιλελεύθερου οργανικού σχηματισμού δυτικού τύπου που αγαπά την εξωστρέφεια, αναγνωρίζει την αξία της ατομικότητας, υπερακοντίζει τα στεγανά της παράδοσης, δείχνει ανοχή στη διαφορετικότητα, αποδέχεται τη νεωτερικότητα, αγκαλιάζει τον κοινωνικό πλουραλισμό, συμπαθεί τις μεταρρυθμίσεις και ασπάζεται τις αρχές της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας.
Αυτή η έντονα πολιτισμική μετάβαση έχει συμβάλλει στη μεγέθυνση της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», η οποία, όπως και εάν την ορίσει κανείς (υπό το πρίσμα είτε εισοδηματικών κριτηρίων είτε κοινωνικών αξιών), αποτελεί όχι μόνο τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και ενοποιητικό-συνθετικό της παράγοντα (άρα, και απαραίτητο συστατικό για μια ισορροπημένη κοινωνική διαστρωμάτωση), αλλά επιπροσθέτως βασικό μοχλό ανάπτυξης, σταθερότητας, μόχλευσης ιδεών και γέννησης νέων τάσεων.
Εάν μπορούσαμε να καταλήξουμε σε κάποια συμφωνία για τα κοινά χαρακτηριστικά που λίγο έως πολύ συνδέουν σε προσωπικό επίπεδο τους ανήκοντες στη μεσαία τάξη, θα λέγαμε ότι σε γενικές γραμμές πρόκειται για άτομα που επενδύουν στην εκπαίδευση, διαθέτουν ενισχυμένη αυτογνωσία πάνω στα θέματα που τους απασχολούν, επιδιώκουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία, έχουν κοσμοπολίτικη ματιά, ανεξαρτησία γνώμης και κριτική των πραγμάτων διάθεση. Άτομα τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό αποκοπεί από την εξάρτηση των πελατειακών σχέσεων του παρελθόντος (άρα, προβάλλουν και μεγαλύτερες απαιτήσεις σεβασμού από τους κυβερνώντες), αποφασίζουν συνειδητά για την ευμάρεια και την πρόοδό τους, διεκδικούν τα δικαιώματά τους, υιοθετούν πολλαπλούς κοινωνικούς και επαγγελματικούς ρόλους και σταθμίζουν τη γενικότερη ικανοποίηση που λαμβάνουν από τη ζωή τους ως κριτήριο λήψης αποφάσεων.
Βέβαια, τα παραπάνω χαρακτηριστικά σε καμία περίπτωση δεν καθιστούν τη μεσαία τάξη ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, καθώς ενυπάρχουν σε διαφορετικά μείγματα και ποικίλους συνδυασμούς, αναλόγως των εμπειριών, των πεποιθήσεων, της προσωπικότητας και της κοσμοθεωρίας κάθε ατόμου ξεχωριστά. Εκτός αυτού, η μεσαία τάξη απαρτίζεται από πληθώρα επαγγελματικών ομάδων (ιδιοκτήτες μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, αυτοαπασχολούμενους, καριερίστες μισθωτούς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, ελεύθερους επαγγελματίες), οι οποίες παρουσιάζουν διαφοροποιημένη εισοδηματική κατάσταση (σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στη μεσαία τάξη συμπεριλαμβάνονται νοικοκυριά με εισόδημα μεταξύ του 75% και 200% του μέσου εθνικού εισοδήματος) και εντάσσονται σε επιμέρους κατηγορίες (κατώτερη, μέση και ανώτερη μεσαία τάξη).
Από αυτή την άποψη, η μεσαία τάξη διακρίνεται από εξαιρετική ρευστότητα και έντονη εσωτερική κινητικότητα, καθιστώντας την εκλογική της συμπεριφορά ένα μη συμπαγές και εν πολλοίς αστάθμητο μέγεθος. Φερ’ ειπείν, όταν παρατηρείται διεύρυνση ανισοτήτων ή δυσκολία διατήρησης των κεκτημένων (π.χ. εξαιτίας δυσμενών εξωγενών παραγόντων, αρνητικών συγκυριών ή κακών εφαρμοζόμενων πολιτικών), οι αντιλήψεις των μελών της μεσαίας τάξης δεν απέχουν πολύ από το να ριζοσπαστικοποιούνται και να εκφράζονται στις κάλπες ακόμα και μέσα από κομματικές επιλογές αντισυστημικού χαρακτήρα.
Μία τέτοια εκδοχή δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη, δεδομένης της κρίσιμης ρυθμιστικής δύναμης που διαθέτει η μεσαία τάξη στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού και η οποία στην πρόσφατη ελληνική ιστορία αποδείχτηκε με εμφατικό τρόπο στην εκλογική αναμέτρηση του Ιανουαρίου 2015, όταν πρώτο κόμμα αναδείχθηκε ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σαφέστατα, κάτι τέτοιο δεν θα είχε συμβεί εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι πρότινος αποτελούσε ένα κόμμα μικρής κοινοβουλευτικής δύναμης και ανύπαρκτης κυβερνητικής προοπτικής, δεν είχε σημειώσει μία άνευ προηγουμένου οριζόντια και πλατιά διείσδυση σε ψηφοφόρους όλων των ηλικιακών και επαγγελματικών ομάδων, τα μέλη των οποίων εν καιρώ σφοδρής οικονομικής κρίσης και ασφυκτικών μνημονιακών υποχρεώσεων (και όχι τόσο για ιδεολογικούς λόγους) καταλόγισαν υπαιτιότητα στην απερχόμενη κυβέρνηση και αποφάσισαν αίφνης να μετατοπιστούν από άλλους πολιτικούς χώρους.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν αποτελεί τοπική ιδιαιτερότητα ούτε περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Με πρόσφατη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα στο πλαίσιο της προεκλογικής της εκστρατείας για τις Προεδρικές εκλογές στην Αμερική, η υποψήφια των Δημοκρατικών, Κάμαλα Χάρις, αναγνώρισε ευθέως τον καίριο ρυθμιστικό ρόλο της μεσαίας τάξης στον επηρεασμό του τελικού αποτελέσματος, εξαγγέλλοντας τη φορολογική ελάφρυνση περισσότερων από 100 εκατομμύρια Αμερικανών και διατυπώνοντας την πεποίθηση ότι όταν η μεσαία τάξη είναι ισχυρή, τότε και η Αμερική είναι δυνατή. Αλλά και παλαιότερα, οι Προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2012 είχαν διεξαχθεί με τα νοικοκυριά της αμερικανικής μεσαίας τάξης να έχουν απολέσει σημαντικό μέρος του μέσου ετήσιου εισοδήματος και της μέσης συνολικής περιουσίας τους, συνεπεία της στεγαστικής κρίσης του 2007 και της οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε το 2010, αλλά ωστόσο να επανεκλέγουν με την εκλογική τους δύναμη τον Μπάρακ Ομπάμα, ακριβώς επειδή θεώρησαν ότι κύριοι υπαίτιοι της δυσχερούς οικονομικής τους κατάστασης ήταν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι μεγάλες επιχειρήσεις και η παλαιότερη κυβέρνηση Μπους (φυσικά, αν τυχόν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης είχαν διαφορετική άποψη, μάλλον θα είχαν «τιμωρήσει» με την ψήφο τους την κυβέρνηση Ομπάμα, δείχνοντας εκλογική προτίμηση στον τότε συνυποψήφιό του από το αντίπαλο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, Μιτ Ρόμνεϊ).
Οπότε, κάθε άλλο παρά κλισέ ή αυθαίρετη είναι η άποψη ότι όποιος κερδίζει την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης αποκτά ταυτόχρονα συντριπτικό πλεονέκτημα στις εκλογές. Στην πραγματικότητα, δίπλα στην αντίληψη που θέλει τις σύγχρονες εκλογικές αναμετρήσεις να επηρεάζονται καθοριστικά από τακτικές και μεθόδους του πολιτικού μάρκετινγκ, το rebranding πολιτικών προσωπικοτήτων και άλλα συναφή που ακούμε εσχάτως, το αποτέλεσμά τους πάντοτε θα αντανακλά βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες και, ιδίως, σημαντικές μετατοπίσεις της -σαν κινούμενη άμμο- μεσαίας τάξης.
Στο επίπεδο της δημόσιας επικοινωνίας, αυτό φαίνεται να είναι κάτι που αντιλαμβάνεται η πλειονότητα των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία στη χώρα μας, εξ ου και απευθύνονται με μετριοπαθή λόγο σε ευρύτερα εκλογικά ακροατήρια, πέρα από τους αμετακίνητους κομματικούς οπαδούς τους, προσθέτοντας (και συχνά προσπαθώντας να ιδιοποιηθούν) το «κέντρο-» ως πρώτο συνθετικό του ιδεολογικού τους προσδιορισμού, είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Σε μακροσκοπικό επίπεδο, ωστόσο, ακριβώς επειδή μία τέτοια σύνδεση δεν είναι απαραίτητα συναισθηματική ή ιδεολογική και σίγουρα όχι εγγυημένη, ο επιτυχημένος προσεταιρισμός των ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν αποτελεί εφάπαξ κατάκτηση ενός κόμματος, αλλά πρόσκαιρο χαρτί που μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή, αν δουν τις προσδοκίες τους να προδίδονται (αρνητική εμπειρία που βίωσε για τα καλά στο πετσί της η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λίγο αργότερα, στις εκλογές του Ιουλίου 2019, και αφού προηγουμένως το μέχρι τότε κυβερνών κόμμα είχε υποστεί διπλή ήττα στις Ευρωεκλογές και στις Αυτοδιοικητικές εκλογές του ίδιου έτους).