Πολιτικη & Οικονομια

Η πολιτιστική κακοποίηση του δημόσιου χώρου

Η τέχνη στην πόλη απευθύνεται σ’ ένα κοινό που δεν διαβαίνει ποτέ την πόρτα ενός μουσείου

Δωροθέα Κοντελετζίδου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνηθίζουμε να λέμε και να επαναλαμβάνουμε ότι ο δημόσιος χώρος «βανδαλίζεται-κακοποιείται» πολιτιστικά από τους απαίδευτους και «απολίτιστους» συμπολίτες μας. Μια αντίστροφη όμως ανάγνωση θα αποδείκνυε ότι ο δημόσιος χώρος «βανδαλίζεται» κυρίως από την ίδια την πολιτεία, και πιο συγκεκριμένα από τις εκάστοτε αρχές (Δήμος, Νομαρχία, Μουσεία), η οποία ενώ έχει επιλέξει να εμπλουτίσει πολιτιστικά το καθημερινό πλαίσιο ζωής μας, με τις πράξεις της αναιρεί την ίδια της την απόφαση.

Μια από τις παραμέτρους «κακοποίησης» αλλά και αναίρεσης είναι ότι η ανάπτυξη του πολεοδομικού αστικού ιστού δεν λαμβάνει υπόψη του τη χωροταξική τοποθέτηση γλυπτών, εγκαταστάσεων, παρεμβάσεων στο δημόσιο χώρο ώστε να λειτουργούν εν αρμονία αλλά και να συνδιαλέγονται με τον πολίτη με απόλυτο φυσικό τρόπο. Η άναρχη πολεοδομική ανάπτυξη είναι φυσικό, λοιπόν, να «απορρίπτει» οτιδήποτε δεν αποτελεί «φυσική» της προέκταση, οτιδήποτε δεν παρεμβαίνει στον αστικό ιστό με στόχο να «συναντήσει», να «αναζητήσει» τους κατοίκους στους κατά τόπους χώρους διαβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό παρατηρούμε ότι οι εικαστικές-γλυπτικές παρεμβάσεις που συνήθως είναι δωρεές των εξίσου φιλόδοξων καλλιτεχνών λειτουργούν αποσπασματικά, με αποτέλεσμα πολλές φορές να ακυρώνεται το έργο ή ο δημόσιος χώρος που το φιλοξενεί.

Άλλη παράμετρος «κακοποίησης» είναι η παντελής απουσία μελέτης για την τοποθέτηση του γλυπτού-εγκατάστασης ή των υλικών με τρόπο ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο φυσικός αστικός χώρος, η χρήση του από το κοινό, αλλά και η προβολή-ανάδειξη του έργου με κατάλληλο τρόπο ώστε να προκαλείται και ο αντίστοιχος σεβασμός-μύηση σε απόλυτη σχέση πάντα με το περιβάλλον. Και εξηγούμαι.

Κραυγαλέο παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη αποτελεί το γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου «Ορίζοντας», μπροστά στην είσοδο της ΔΕΘ, αλλά και του Γιώργου Ζογγολόπουλου «Τρεις κύκλοι», στη Νέα Παραλία. Το μεν πρώτο κυριολεκτικά «πεταγμένο» ακυρώνει την οποιαδήποτε συνομιλία με τον ορίζοντα της πόλης, αναιρώντας μ’ αυτό τον τρόπο το ίδιο το έργο αφού «αναδεικνύεται» σ’ ένα γυάλινο όγκο, αισθητικά μη λειτουργικό. Στο δε δεύτερο, η ευθύνη είναι μεγαλύτερη διότι, ουσιαστικά, το γλυπτό δεν υφίσταται αφού δεν έχει συναρμολογηθεί ώστε να λειτουργεί. Η τοποθέτηση «των υλικών» στο χώρο της αναπλασμένης παραλίας δεν λειτουργεί παρά ως μια άναρχη τοποθέτηση «κάποιων» υλικών, κάποιου δυνητικού έργου. Και αναρωτιέμαι, ποιος είναι ο βάνδαλος; Ο «απαίδευτος» πολίτης ή ο ίδιος ο Δήμος;

Επουσιώδη παράμετρος –για πολλούς– μη σεβασμού από τους ίδιους τους φορείς αποτελούν και τα Μουσεία τα οποία, άκριτα σχεδόν, τοποθετούν γλυπτά ή εγκαταστάσεις τα οποία παρεμβαίνουν στην ίδια την αρχιτεκτονική του κτιρίου έτσι ώστε να προκαλούν οπτική δυσαρμονία μέσα από την οποία υποβαθμίζεται και το έργο αλλά και η αρχιτεκτονική.

Ας μη μας εκπλήσσουν, λοιπόν, τα συχνά φαινόμενα των γκράφιτι που, επιπροσθέτως, «διακοσμούν» τα δημόσια γλυπτά-εγκαταστάσεις, γιατί παρά τις όποιες εθελοντικές ομάδες καθαρισμού θα συνεχίσουν να αυξάνονται όσο δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η τέχνη όταν «καλείται» στην πόλη απευθύνεται, συνήθως, σ’ ένα κοινό που δεν διαβαίνει ποτέ την πόρτα ενός μουσείου. Όταν λοιπόν αυτό το κοινό καλείται να «συμμετέχει» στο, ήδη, μη εναρμονισμένο περιβάλλον του οφείλουμε να το μυήσουμε διαμέσου άρτιων εγκαταστάσεων-παρεμβάσεων, οφείλουμε να τα συντηρούμε, οφείλουμε να καλλιεργούμε ένα δυνητικό κοινό όχι μέσα από έργα «πιρουέτες», χωρίς συγκεκριμένη πολιτική για την τέχνη στο δημόσιο χώρο, αλλά από έργα που πρωτίστως σέβονται το ίδιο το κοινό.


Υ.Σ. Δε θα αναφερθώ στα αντίστοιχα έργα της Αθήνας, όπως του Τάκη απέναντι από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, και την κατάληξή τους ή στην «πονεμένη»-«κακοποιημένη» πλατεία της «Ομόνοιας»…