- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εκλογές ΗΠΑ 2024: Μια ματιά σε αυτές τις παράξενες εκλογές
Το προεκλογικό τοπίο όπως διαμορφώνεται από την αμερικανική σκοπιά
Εκλογές ΗΠΑ 2024: Η εκλογική μάχη των ΗΠΑ στο «τραπέζι» και στο μικροσκόπιο
Οι εκλογές στις ΗΠΑ του 2024 παίζονται κορώνα-γράμματα. Κάτι με το τοξικό κλίμα στην κοινωνία εδώ, ήδη από τη διεξαγωγή των προηγούμενων προεδρικών εκλογών το 2020, κάτι με το περίεργο εκλογικό σύστημα της χώρας, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την έκβασή τους. Έτσι, μήπως και καταλάβουμε τι τρέχει, θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε μια ματιά στο προεκλογικό τοπίο από μια καθαρά αμερικανική σκοπιά, από τη σκοπιά του Αμερικανικού «τραπεζιού». Αυτό που πρόεδρος Τζο Μπάϊντεν χρησιμοποιούσε τακτικά στους λόγους του όταν περιέγραφε τους Αμερικανούς «να συγκεντρώνονται γύρω από το τραπέζι της κουζίνας τους» για να συζητήσουν θέματα που τους αφορούν. Ο αμερικανικός κινηματογράφος χρησιμοποίησε επίσης για να διαχειριστεί ένα καυτό ζήτημα του 1967, το φυλετικό, με την ταινία “Guess Who΄s Coming to Dinner” («Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ»), όπου οι γονείς ενός νεαρού ζευγαριού, ενός μαύρου και μιας λευκής, βρέθηκαν προ απρόοπτου σχετικά με το χρώμα του συντρόφου των παιδιών τους όταν κλήθηκαν σε ένα τραπέζι για να γνωριστούν. Ποιος έχει προσκληθεί λοιπόν στο εορταστικό τραπέζι αυτών των αμερικανικών εκλογών και από ποιον;
Εκλογές ΗΠΑ 2024: Η εκλογική μάχη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στο μικροσκόπιο
Ας αρχίσουμε απ’ τα μεγάλα, πλουσιοπάροχα τραπέζια των χρηματοδοτών. Εκεί όπου πέφτουν τα λεφτά, τα καύσιμα μιας μακροχρόνιας προεκλογικής εκστρατείας, και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μελλοντικές οφειλές τού νικητή, ως αντάλλαγμα, υπό τη μορφή πολιτικών αποφάσεων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτών που συνεισέφεραν. Από αυτή την άποψη, και τα δυο μεγάλα αμερικανικά κόμματα υπηρετούν με τον τρόπο τους το κεφάλαιο. Υπάρχουν, όμως, χαρακτηριστικές διαφορές ανάμεσα στις απαιτήσεις των κεφαλαιούχων που υποστηρίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα σε αυτές τις εκλογές και όσων έχουν ταχθεί υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ.
Ποιοι εκπρόσωποι του αμερικανικού κεφαλαίου ήρθαν στο τραπέζι των Δημοκρατικών της Κάμαλα Χάρις; Πρόκειται για ένα μείγμα από παλιούς, παραδοσιακούς υποστηρικτές που συμφωνούν με την προοδευτική πολιτική του κόμματος, η οποία ευθυγραμμίζεται με τις δικές τους φιλανθρωπικές δραστηριότητες, όπως η οικογένεια του Τζορτζ Σόρος. Από μια νεότερη γενιά ζάπλουτων που άντλησαν πλούτο από την ψηφιακή επανάσταση, στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του νέου, και ακολούθως δημιούργησαν κοινωφελείς οργανισμούς στους τομείς της υγείας και της παιδείας κυρίως, που ίσως απειλούνται από τις διαγγελθείσες πολιτικές του Τραμπ. Όπως η Μελίντα και ο Μπιλ Γκέιτς, και η Λωρίν Πάουελ, η χήρα του ιδρυτή της Apple Στηβ Τζομπς. Από χρηματοδότες της Γουόλ Στρητ που έχουν πρόσβαση στο κόμμα από καιρό και είναι σίγουροι πως θα εισακουσθούν για κάποιες συγκεκριμένες χρηματιστηριακές τροποποιήσεις. Από τους σταρ και τους επιχειρηματίες του Χόλλυγουντ. Και τέλος, από τα Εργατικά Σωματεία, που ναι μεν θεωρούνται, από κοινωνική άποψη, συμμετρικά αντίθετα στο κεφάλαιο, αλλά που συνεισφέρουν μεγάλα ποσά στις προεκλογικές εκστρατείες.
Αυτοί που έρχονται στο τραπέζι του Τραμπ παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Φέρνουν μεν πολλά δώρα, αλλά ζητούν και πολλά εις αντάλλαγμα. Πρώτα πρώτα ο Ελον Μασκ, o ιδιοκτήτης της εταιρείας των ηλεκτρικών αυτοκινήτων Τέσλα και της εταιρείας διαστημικών πτήσεων Space X, που είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Τι τον κάνει να συμβαδίζει με τον Τραμπ και να προσφέρει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στην εκστρατεία του; Κατ’ αρχάς, ως γεννημένος και μεγαλωμένος στην Νότια Αφρική την εποχή του απαρτχάιντ, είναι πιθανόν να συμμερίζεται την ιδεολογία του Τραμπ περί φυλετικής υπεροχής και περί αυταρχικής διακυβέρνησης. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, όμως, οι εταιρείες του Μασκ επωφελούνται από εκατοντάδες συμβάσεις με το αμερικανικό κράτος. Ταυτοχρόνως, βρίσκονται και υπό την εποπτεία του κράτους και υποβάλλονται σε κανονισμούς και χρηματικές ποινές όταν οι κανονισμοί αυτοί παραβιάζονται. Δεν έχει αποκρύψει ο Μασκ ότι θα ήθελε να παίξει ρόλο σε μια μελλοντική κυβέρνηση Τραμπ, σε ένα νέο τομέα για την «αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης»: προφανώς, για να έχει επιρροή στους κυβερνητικούς κανονισμούς που αφορούν και τις δικές του βιομηχανικές δραστηριότητες και να αυξήσει ακόμα περισσότερο τον πλούτο του.
Στην ίδια κατηγορία, με τον Έλον Μασκ, χρηματοδοτών του Τραμπ είναι και οι μεγιστάνες από δυο σχετικά πρόσφατους τομείς της ψηφιακής τεχνολογίας: της Τεχνητής Νοημοσύνης, και του Κρυπτονομίσματος. Αυτοί που προωθούν την τεχνολογία και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές με κρυπτονομίσματα έχουν δημιουργήσει μια Επιτροπή Πολιτικής Δράσης (Political Action Committee, ή PAC) που, σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό New Yorker, ξοδεύει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε εκλογικές αναμετρήσεις με σκοπό να ηττηθούν όσοι, στο Κογκρέσο και στη Γερουσία, τάσσονται υπέρ αυστηρής νομοθεσίας για τα κρυπτονομίσματα. Παρόμοια τακτική ακολουθούν και όσοι επενδύουν επιχειρηματικά κεφάλαια στην ταχέως εξελισσόμενη τεχνολογία της Τεχνητής Νοημοσύνης. Δυο πολύ γνωστοί από αυτούς, οι Marc Andreessen και Ben Horowitz, από την ομώνυμη εταιρεία, έχουν αλλάξει στρατόπεδο και έχουν ταχθεί μαζί με τα εκατομμύρια τους υπέρ του Ντόνλαλντ Τραμπ επειδή πιστεύουν ότι μια κυβέρνηση Τραμπ θα αφήσει ανεξέλεγκτη την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, προς μεγάλο οικονομικό όφελός τους.
Μια άλλη ομάδα μεγαλοχρηματοδοτών του Τραμπ εστιάζει το ενδιαφέρον της σε ζητήματα σχετικά με το Ισραήλ. Πρώτη και καλή η Μίριαμ Άντελσον, Ισραηλινή που είχε παντρευτεί τον Αμερικανοεβραίο δισεκατομμυριούχο Σέλντον Άντελσον —επιχειρηματία ξενοδοχείων και καζίνο— μετά τον θάνατο του οποίου κληρονόμησε την περιουσία του. Η κυρία Άντελσον έχει προσφέρει πάνω από εκατό εκατομμύρια δολάρια στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ με το αίτημα, σύμφωνα και με ισραηλινές εφημερίδες, να βοηθήσει το κράτος του Ισραήλ να προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης. Ένας άλλος μεγάλος χρηματοδότης, σε αυτή την κατηγορία είναι ο δισεκατομμυριούχος χρηματιστής Μπιλ Άκμαν. Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών διαδηλώσεων κατά του πολέμου στη Γάζα, τάχθηκε ανοιχτά κατά των πανεπιστημιακών διοικήσεων, και ιδιαίτερα του Χάρβαρντ που είναι δωρητής του, γιατί θεώρησε ότι οι διαμαρτυρίες ήταν αντισημιτικές και οι διοικήσεις έδειχναν ανοχή. Έτσι, συνέβαλε στην παραίτηση της προέδρου του Χάρβαρντ. Ο κ. Άκμαν, που είναι παντρεμένος με Ισραηλινή καθηγήτρια του πανεπιστημίου ΜΙΤ, όπως αναφέρουν οι Τimes «επί δεκαετίες έχει ασχοληθεί με Ισραηλινούς [κοινωνικούς] σκοπούς». Χαρακτηριστικά, σύμφωνα τους Τimes, τον Μάρτιο του 2024 σε γεύμα που οργάνωσαν στο σπίτι τους οι Άκμαν παρευρέθη και ο γνωστός Ισραηλινός συγγραφέας Γιουβάλ Νόα Χαράρι και συζητήθηκε «με ανησυχία» η πρόθεση της «ακροδεξιάς πλευράς» της ισραηλινής κυβέρνησης να εκτοπίσουν τους Παλαιστινίους. Σημειωτέον ότι, τον Οκτώβριο του 2023, σε άρθρο του στην Washington Post, ο κ. Χαράρι είχε αναφέρει ότι «μια άλλη πρωτοβουλία θα ήταν να καταστήσουμε δυνατό για τους Παλαιστίνιους πολίτες να φύγουν από τη Λωρίδα της Γάζας [και να πάνε] για δική τους προστασία σε άλλες χώρες.» Τι περιμένει άραγε από τον Τραμπ ο κ. Άκμαν σε αντάλλαγμα της σημαντικής του χρηματικής συνεισφοράς;
Τέλος, στους χρηματοδότες του Τραμπ συμπεριλαμβάνονται επώνυμοι εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι από το Ιλλινόϊ μέχρι το Τέξας που είναι άκρως συντηρητικοί και πρεσβεύουν ριζική αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου της Αμερικής σύμφωνα με αυτά που έχουν αναπτυχθεί στο εκτενές πρόγραμμα “Project 2025” των χιλίων περίπου σελίδων το οποίο περιμένει την εφαρμογή του αν εκλεγεί ο Τραμπ.
Αν αυτά τα πάρε-δώσε συμβαίνουν στα τραπέζια των υποψηφίων και των μεγαλοχρηματοδοτών, τι ακούγεται στην κουβέντα γύρω από τα τραπέζια των απλών πολιτών; Γιατί τελικά από το τι θα πράξουν αυτοί θα εξαρτηθεί ποιού τα λεφτά θα πιάσουν τόπο: από την ψήφο τους θα εξαρτηθεί η έκβαση των εκλογών. Η απάντηση είναι πως καμιά κουβέντα δεν ακούγεται πια «γύρω από το τραπέζι της κουζίνας»: ο καθένας από μας είναι κολλημένος στην οθόνη του smartphone και αγνοεί τον περίγυρο. Από εκεί αντλεί τις πληροφορίες του, και εκεί συνομιλεί με τους «δικούς» του. Παρόλα αυτά, μπορούμε να προσπαθήσουμε να φωτογραφήσουμε τους ψηφοφόρους και ίσως να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά τους και τις προθέσεις τους.
Εκλογές ΗΠΑ 2024: Τα συνθήματα που χρησιμοποιούν Καμάλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ
Οι οπαδοί του Τραμπ χρησιμοποιούν το σύνθημα MAGA: να γίνει η Αμερική και Πάλι Μεγάλη! Πράγμα που σημαίνει να απαγορεύσει η κυβέρνηση την είσοδο σε όλους τους μετανάστες, κυρίως, από τα νότια σύνορα (με το Μεξικό), και να εκδιώξει τα, περίπου, 12 εκατομμύρια των μεταναστών που ζουν χωρίς έγγραφα στις ΗΠΑ. Αποτέλεσμα θα είναι να εξακολουθήσουν οι λευκοί να είναι στη χώρα η πλειονότητα (κάτι που εξυπακούεται αλλά δεν λέγεται ανοιχτά) και να «αποκατασταθεί» η εργατική τάξη μισθολογικά μετά από δεκαετίες συνεχούς μειώσεως του εισοδήματος της. Αυτό θα γίνει εφικτό αφού συμβούν δυο πράγματα: πρώτον, να ελευθερωθεί η αγορά από τους παραπάνω μετανάστες που δέχονται να δουλεύουν με πολύ χαμηλά ημερομίσθια· δεύτερον, να αναγκάσει η κυβέρνηση τις αμερικανικές εταιρείες να φέρουν την παραγωγή τους στη χώρα ενώ ταυτοχρόνως θα επιβάλει υψηλούς δασμούς στα ξένα προϊόντα. Και τέλος, σημαίνει την επικράτηση μιας κοινωνικής ιεραρχίας βάσει των συντηρητικών αρχών πατρίδας-θρησκείας-οικογένειας που έχουν παραγκωνισθεί από τις πανεπιστημιακές και πολιτιστικές ελίτ.
Ποιοι είναι αυτοί που πρεσβεύουν τα παραπάνω; Κυρίως λευκοί, άνδρες, χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Υπάρχουν οικονομικοί λόγοι που εξηγούν εν μέρει αυτή τη στάση. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, περίπου, η αμερικανική οικονομία έχει μετατοπισθεί από τη βαριά βιομηχανία στην υψηλή τεχνολογία της πληροφορικής και παρεμφερών κλάδων που σημαίνει και γεωγραφική μετατόπιση του κεντρικού βάρους της οικονομίας από την ενδοχώρα στις μεγαλουπόλεις και στα προάστιά τους. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, οι μελέτες δείχνουν ότι, ενώ οι αμοιβές των λευκών γυναικών με πανεπιστημιακό δίπλωμα έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 30% και κυμαίνονται πάνω από 20% του μέσου εισοδήματος, οι αμοιβές των λευκών ανδρών χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα έχουν μειωθεί κατά 20% και βρίσκονται περίπου 12% κάτω από το μέσο αμερικανικό εισόδημα. Σήμερα, πάνω από το 65% του αμερικανικού κοινού δεν έχει πανεπιστημιακό δίπλωμα: αυτοί οι πληθυσμοί φαίνεται νε τρέφει ανέκαθεν κάποια αντιπάθεια και δυσπιστία προς όσους κατέχουν πανεπιστημιακές γνώσεις και πτυχία. Παλιότερα όμως έδειχναν σεβασμό και δέος επειδή οι άλλοι ήξεραν περισσότερα. Όμως, από τότε που εξαπλώθηκε το διαδίκτυο και τα έξυπνα τηλέφωνα, όλοι αυτοί ένοιωσαν πως όλη η γνώση βρισκόταν στην άκρη των δακτύλων τους, και δεν χρειάζονταν πια κανέναν «μορφωμένο» για να τους εξηγήσει τα πράγματα. Έτσι ο σεβασμός και ο φόβος μετατράπηκαν σε έχθρα και επιθετικότητα: τώρα τάσσονται με αυτόν —τον Τραμπ— που δημοσίως βρίζει και προσπαθεί να γελοιοποιήσει την τάξη των «μορφωμένων».
Στην ουσία, όμως, η πιο βαθιά αιτία της υποστήριξης προς τον Ντόναλντ Τραμπ έχει ρατσιστικές ρίζες. Τελικά βρέθηκε κάποιος διάσημος, με πολιτική ισχύ, να πει όλα αυτά που θα ήθελαν να τα ξεστομίσουν αλλά δεν τολμούσαν και τα ψιθύριζαν αναμεταξύ τους. Τώρα πια συμμετέχουν μαζί του σε αυτό το πάρτυ της φραστικής ασυδοσίας και των προσβολών προς μαύρους, λατίνους, Ασιάτες και γυναίκες όλου του κοινωνικού φάσματος. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 το Δημοκρατικό κόμμα κέρδιζε τις εκλογές στον Νότο, αφότου ο πρόεδρος Λύντον Τζόνσον συντέλεσε να ψηφιστεί ο νόμος για τα δικαιώματα ψήφου των μαύρων, οι λευκοί ψηφοφόροι των νότιων πολιτειών εγκατέλειψαν μαζικά το Δημοκρατικό κόμμα.
Πώς εξηγείται όμως η υποστήριξη του Τραμπ σε αυτές τις εκλογές και από μια σημαντική μερίδα ισπανόφωνων, ακόμα και μαύρων ανδρών; Υπάρχουν κάποιες βάσιμες εξηγήσεις. Πρώτα, για τους ισπανόφωνους, επειδή είναι κατά πλειοψηφία θρήσκοι, η στάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος εναντίον των αμβλώσεων είναι πιο κοντά στο θρησκευτικό τους πιστεύω. Για τους άντρες, ειδικά, που έχουν μεγαλώσει σε «μάτσο» λατινική κουλτούρα, ο Τραμπ είναι υπόδειγμα ανδροκρατικής προσωπικότητας. Επίσης, μιας και πολλοί προέρχονται από πρώην δικτατορικά καθεστώτα, φαίνεται να αρέσκονται στον πολιτικό αυταρχισμό, παρόλο που ίσως κάποιος θα περίμενε το αντίθετο. Όσο για τους μαύρους άντρες, η προτίμηση του Τραμπ αντί για την «πολυφυλετική» γυναίκα υποψήφιο, την Κάμαλα Χάρις, μπορεί να είναι ζήτημα μισογυνισμού. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ βαθιά: αρκούν οι στίχοι μεγάλου μέρους της μουσικής ραπ και χιπ χοπ.
Τι είναι αυτό που υποκινεί τους υποστηρικτές της Κάμαλα Χάρις; Σίγουρα το ενδεχόμενο μιας ιστορικής εκλογής γυναίκας προέδρου και για να ξανακερδηθεί το δικαίωμα να αποφασίζουν σχετικά με τις αμβλώσεις. Επίσης, ο μεγάλος φόβος της κατάλυσης της δημοκρατίας από έναν ανεξέλεγκτον πια, σε δεύτερη θητεία, Τραμπ είναι ισχυρό κίνητρο για τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών να προσέλθουν στις κάλπες. Είναι αρκετοί όμως για να της δώσουν την πλειοψηφία; Ίσως. Στις τελευταίες οκτώ προεδρικές εκλογές οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν μόνο μια φορά την πλειοψηφία του αμερικανικού λαού. Εν τούτοις, λόγω του εκλογικού συστήματος των εκλεκτόρων, κέρδισαν την προεδρία της χώρας τρεις φορές. Και αυτό το παιχνίδι με τους εκλέκτορες παίζεται κάθε φορά σε έξι εφτά πολιτείες.
Τι χρειάζεται η Χάρις για να κερδίσει την προεδρία; Όπως έγινε εμφανές από τις εκλογικές νίκες του Τζο Μπάιντεν και του Ομπάμα, χρειάζεται να πεισθούν να προσέλθουν στις κάλπες σε μεγάλους αριθμούς οι νέοι και οι μαύροι. Η Χάρις έχει πρόβλημα με τους νέους, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια, λόγω της στάσης της στο ζήτημα του πολέμου στη Γάζα, λόγω της συνεχούς υλικοτεχνικής και διπλωματικής στήριξης του Ισραήλ. Όταν είχε εκλεγεί ο Μπαράκ Ομπάμα, είχε εξασφαλίσει τη στήριξη του 70% του πληθυσμού κάτω των τριάντα: η Κάμαλα Χάρις, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις του περασμένου Αυγούστου, δεν εξασφαλίζει πάνω από 50%. Εξάλλου, υπάρχει μια μερίδα μαύρων που ταυτίζονται με τον αγώνα και τα δεινά των Παλαιστινίων (περίπου χίλιοι μαύροι θρησκευτικοί ηγέτες έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στον Μπάϊντεν) και είναι αμφίβολο αν θα προσέλθουν στις κάλπες. Το ίδιο ισχύει και με τους μουσουλμάνους και τους Άραβες σε κρίσιμες πολιτείες όπως το Μίσιγκαν (ο Μπάιντεν είχε κερδίσει εκεί με 150.000 περίπου ψήφους, και ο αριθμός των μουσουλμάνων ψηφοφόρων στην πολιτεία είναι υπερδιπλάσιος). Ακόμα και στην Αριζόνα, όπου οι Δημοκρατικοί κέρδισαν το 2020 με λίγο παραπάνω από 10.000 ψήφους, η ψήφος των αυτοχθόνων Αμερικανών, που προφανώς έπαιξε μεγάλο ρόλο σε εκείνη τη νίκη, σήμερα δεν είναι δεδομένη. Προ ημερών, όταν ο Τζο Μπάιντεν, επισκέφθηκε μια ινδιάνικη Reservation για να απολογηθεί για τις «γενοκτονικές» πρακτικές των αμερικανικών κυβερνήσεων στο απώτερο παρελθόν, μια γυναίκα του φώναξε «πώς μπορείς να απολογείσαι για γενοκτονία ενώ συμμετέχεις ακόμα σήμερα στη γενοκτονία των Παλαιστινίων στη Γάζα;». Ακολούθως, σε τηλεοπτική εκπομπή, ένας εκπρόσωπος του Ινδιάνικου Έθνους Ογκλάλα Λακότα δήλωσε τη συμπαράσταση των αυτοχθόνων Αμερικανών προς τους Παλαιστινίους και ζήτησε από την aμερικανική κυβέρνηση να κάνει το ίδιο.
Η Αλεξάντρια Οκάσιο Κόρτεζ, η 35χρονη αντιπρόσωπος της Νέας Υόρκης στο Κογκρέσο, μια από τις λίγες φωνές Αμερικανών πολιτικών που διαμαρτυρήθηκαν έντονα κατά του πολέμου στη Γάζα, και που από το καλοκαίρι στηρίζει ενεργώς την υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις, είπε σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Πενσυλβάνιας: «Το να ψηφίζω δεν είναι σαν να φοράω κάτι. Δεν είναι μια προσωπική έκφραση. Έχει να κάνει με το να βάζω όρους, και με το [να αποφασίζω] με ποιον θέλω να παλέψω» (για να πετύχει δηλαδή τους σκοπούς της στο μετεκλογικό μέλλον). Αν οι εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητών στα πανεπιστήμια των κρίσιμων εκλογικά πολιτειών, καθώς και οι άλλοι από τις δυσαρεστημένες ομάδες που αναφέραμε παραπάνω, πεισθούν από τη λογική αυτή της νεαρής πολιτικού και πάνε στις κάλπες να ψηφίσουν το Δημοκρατικό Κόμμα, η Κάμαλα Χάρις μπορεί να αναδειχθεί η επόμενη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.