Πολιτικη & Οικονομια

ΠΑΣΟΚ: «Όλοι μαζί μπροστά» και η σημασία του

Το ΠΑΣΟΚ, οι υποψήφιοι, οι θέσεις τους, η συμβολοποίηση της αμηχανίας (και ορισμένοι ολιγάρχες)

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το κοινό σύνθημα των υποψηφίων στις εσωκομματικές του ΠΑΣΟΚ και το επικίνδυνο περιεχόμενό του

Στον απόηχο των εσωτερικών εκλογών στο ΠΑΣΟΚ, ανασύρω το κοινό σύνθημα όλων των υποψηφίων αρχηγών που συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: «Όλοι μαζί μπροστά». Μετά από μακρά περίοδο διχασμών, αποστασίας στελεχών και ομάδων, δημιουργία νέων πασοκογενών κομμάτων (ΚΙΔΗΣΟ, Δημοκράτες…) και δυσφήμισης εμβληματικών προσώπων από εικαζόμενη διαφθορά, μετά από μακρά περίοδο από συντροφικά μαχαιρώματα και από αναλγησία για πρώην συντρόφους τους οποίους έβαλε στο μάτι η δικαιοσύνη, μετά την αυτοκατάργηση θεσμών όπως π.χ οι θεματικές συνδιασκέψεις και το ΙΣΤΑΜΕ, αλλά κυρίως μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικών μονολόγων, το να επικαλείται κανείς το «όλοι μαζί» καταντά ανέκδοτο. Στο «όλοι μαζί» που παραπέμπει σε αλληλεγγύη, αναβίωση μορφών συλλογικότητας, σε μη αποκλεισμούς από τις διαδικασίες και κυρίως σε κοινότητα θεωρήσεων για τον κόσμο, την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, το περιβάλλον κτλ. λέμε βέβαια ΝΑΙ. Αν όμως αυτά τα τελευταία απουσιάζουν, τότε τι τα θέλουμε τα κόμματα; Τότε είναι που τρίζουν τα θεμέλια της δημοκρατίας.

ΠΑΣΟΚ: Οι διαφορετικές θέσεις των υποψηφίων

Παρακολουθήσαμε και το ντιμπέιτ. Θα είδαμε όλοι φαντάζομαι τις αποκλίνουσες θέσεις των υποψηφίων αρχηγών στο θέμα της ενέργειας. Ο μεν Νίκος Ανδρουλάκης υπεραμύνθηκε της παλιομοδίτικης αλλά πάντα επίκαιρης πρότασης «για μια ισχυρή και κρατική ΔΕΗ» η οποία θα ζωογονήσει τον ανταγωνισμό, θα περιορίσει την ισχύ των ολιγαρχών* (sic!) και θα δώσει φτηνότερο ρεύμα στον λαό. Λες και δεν πήγε ποτέ του στις Βρυξέλλες, λες και δεν ξέρει σε τι καθεστώς ζούμε, λες και δεν παρακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια την εξέλιξη των πραγμάτων, λες και η ενέργεια είναι απλώς ένα αγαθό το οποίο οι κυβερνήσεις πλάθουν, η κάθε μια, ανάλογα με τις προσωρινές και πρόχειρες αντιλήψεις αντιλήψεις οι οποίες δεν υπακούουν σε καμιά υπερεθνική διακυβέρνηση (λέγε με Ευρωπαϊκή Ένωση) ή σε καμιά διεθνοποιημένη αγορά — όπου το εθνικό και το τοπικό οφείλουν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, για τη διαμόρφωση των τιμών, των ενεργειακών υποκειμένων, του νέου περιεχόμενου στην παραγόμενη ενέργεια (αποανθρακοποίηση), της εμπορίας εκπομπών, της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, της μεγάλης πλέον διασποράς των αυτοπαραγωγών (βλέπε φωτοβολταϊκά) και των αναδυόμενων νέων τεχνολογιών οι οποίες δεν είναι βέβαια εκείνες της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Δεν ξέρω αν έχει μιλήσει κανείς στο Νίκο Ανδρουλάκη για τη Rexona (όπως έλεγε γνωστή παλιά διαφήμιση…) για την προβληματικότητα των λιγνιτικών μονάδων, για το κρατικό μονοπώλιο το οποίο πληρώσαμε πανάκριβα (π.χ δανεισμός και δημόσιο χρέος), για τον ρόλο του συνδικαλιστικού παράγοντα στη διαμόρφωση του ενεργειακού προφίλ όχι κατά το συμφέρον του λαού αλλά κατά τα συμφέροντα μιας «εργασιακής ελίτ» την οποία άλλωστε πολλοί συνάδελφοί του έχουν καταδικάσει (η δεξιά πτέρυγα του Κινήματος). Σίγουρα του έχουν μιλήσει. Αλλά η ροπή προς τον λαϊκισμό εμπεριέχει την ατεκμηρίωτη παροχολογία και την επίκληση εποχών όπου το ΠΑΣΟΚ ήταν κυρίαρχο επειδή μοίραζε τα λεφτά των άλλων. Επειδή αυτό έπιασε μια φορά, ίσως να πιάσει και τώρα. Σίγουρα και εκ του αποτελέσματος, κάτι κατάφερε, σε αριθμό ψήφων, αλλά έχασε σαφώς από την δεξαμενή των φιλελεύθερων δημοκρατών από την οποία αντλεί χωρίς αντίπαλο πλέον ο Κυριάκος Μητσοτάκης. 

Ο έτερος των υποψηφίων Χάρης Δούκας, αν και αρχικά εμφανίστηκε πιο εκσυγχρονιστής, λόγω ηλικίας και ταυτότητας, απέκτησε μια εμμονή την οποία εδώ και ένα εξάμηνο παρουσιάζει παντού και συνεχώς. Πιστεύει ακράδαντα ότι αν βάλουμε φωτοβολταϊκά στις στέγες των (δημοτικών πλέον) σχολείων, θα κερδίσουμε τόσα λεφτά ώστε θα χρηματοδοτήσουμε τα φτωχά και ευάλωτα νοικοκυριά που δεν θα μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα για τη ζεστασιά στους επερχόμενους «βαρύτατους χειμώνες». Πρώτον, να δούμε χειμώνα κι ας κρυώσουμε, αν και αυτό είναι λίγο εκτός θέματος. Όσο για τη μηχανή που θα βγάζει λεφτά, μάλλον είναι σκουριασμένη, θα έλεγα στον δήμαρχο. Γιατί την επικαλείται; Διότι σ’ αυτόν τον αγώνα για την επικράτηση στο άκρως ανταγωνιστικό κομματικό περιβάλλον, όλοι κάτι πρέπει να δώσουν (μεταξύ μας το σύστημα της ελεημοσύνης, αν και παλιό, το παραδούλεψε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χάνοντας προφανώς ψήφους από ένα πιο φιλελεύθερο και σκεπτόμενο ακροατήριο). Το να δανειζόμαστε για να τσοντάρουμε στο επίδομα θέρμανσης, δεν αντέχει σε καμιά θερμοδυναμική, σε καμιά πραγματική οικονομία. Αλλά ένας καθηγητής του ΕΜΠ θα έπρεπε να ξέρει λίγα περισσότερα. Βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν και έτερος καθηγητής και τ. υπουργός και νυν Ευρωβουλευτής, όταν υποσχέθηκε ότι με την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων του Ιονίου θα πλουτίσουμε τόσο ώστε θα χρηματοδοτήσουμε το κοινωνικό κράτος!

Φαίνεται ότι το ενεργειακό προσφέρεται λοιπόν, αφού από την παγίδα μιας εύκολης αλλά αστήρικτης αντιπολίτευσης (σε ποιον;) δεν ξέφυγε ούτε η Άννα Διαμαντοπούλου η οποία κλείνοντας το μάτι στην εκλογική της περιφέρεια (πιο συγκεκριμένα και τα δυο της μάτια) διαμαρτυρήθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη–Πτολεμαΐδα) καλούνται να σηκώσουν δυσανάλογο βάρος για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) γύρω στο 25% του συνόλου της χώρας. Από τη «βίαιη απολιγνιτοποίηση στη βίαιη εγκατάσταση των ΑΠΕ» είπε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Κοζάνη» στις 23 Σεπτεμβρίου 2024. Με άλλα λόγια, αυτό που πριν από λίγο καιρό φαινόταν σημαντική εθνική επιτυχία, η ομαλή δηλαδή μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή χωρίς απώλεια εισοδήματος, με νέες θέσεις εργασίας και κυρίως χωρίς χάσιμο χρόνου, τώρα δαιμονοποιείται, μη συνάδοντας με το μεταρρυθμιστικό προφίλ της συμπαθούς κατά τα άλλα πολιτικού, η οποία επιπλέον υπαινίχθηκε ότι υπήρξε προνομιακή στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου. Καταλαβαίνω την αντικαπιταλιστική νότα, λίγο πριν τις εκλογές στο ΠΑΣΟΚ, δεν καταλαβαίνω όμως από ποιους ζητάμε να κάνουν επενδύσεις.

Εν ολίγοις, το «όλοι μαζί» έχει κάποιο νόημα όταν ξέρουμε τι θέλουμε, όταν τουλάχιστον εντός των κομμάτων (εξουσίας) διαφαίνεται μια σύγκλιση απόψεων σε στρατηγικούς τομείς, όπως αυτόν που εν είδει παραδείγματος προανέφερα, απόψεις που στη συνέχεια πρέπει να διαχυθούν προς την κοινωνία η οποία αφού τις καταλάβει, θα αποφασίσει να τις στηρίξει ή όχι, ανάλογα με τα επιχειρήματα. Αλλά στον «οίκο του οτιδήποτε», ούτε η κοινωνία ούτε εμείς οι αμήχανοι ψηφοφόροι (ότε) θα βγάλουμε άκρη και συμπέρασμα για το ποιες είναι οι προτάσεις, ποιες είναι οι διαφορές, και ποιος είναι ο δρόμος προς μια «μεταρρυθμιστική διακυβέρνηση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη» προς την οποία αναμφίβολα θα πρέπει να προσανατολίζεται η κάθε σοσιαλδημοκρατία. Άδειο σακί δεν αγοράζουμε.

Υπάρχει τώρα και το μπροστά. Διότι υποτίθεται ότι η δημοκρατική παράταξη, σε σχέση με την συντηρητική, οδεύει προς το μέλλον, εκεί όπου το βέλος του χρόνου είναι θετικό. Το λαμπρό μας μέλλον είναι μπροστά και όχι πίσω όπως θέλουν οι οπισθοδρομικοί μας αντίπαλοι. Αλλά εδώ γεννώνται μια σειρά ερωτήματα. Πρώτον, προς τα που είναι το μπροστά και προς τα που το πίσω; Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και μέχρι την εποχή του Κολόμβου, ο γεωγραφικός προσδιορισμός του Βορρά και του Νότου δεν ήταν καθόλου δεδομένος, με πολέμους μεταξύ των ιδεολογικών παρατάξεων (της Εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης) που κράτησαν αιώνες. Η εφεύρεση της πυξίδας διευκόλυνε τα πράγματα. Δεύτερον, το μπροστά, πράγματι περιλαμβάνει ως έννοια μια ορμή και μια διάθεση να διευκολύνουμε την Ιστορία να πάρει μια ώρα αρχύτερα το δρόμο της (υποθέτοντας ότι αυτός είναι προκαθορισμένος σε ένα σύμπαν ντετερμινιστικό). Αλλά γιατί είναι αυτό καλύτερο και συνάμα πιο σοσιαλιστικό; Ποιος μας διασφαλίζει ότι αυτό το μέλλον, αυτό το μπροστά, είναι πράγματι καλύτερο; Ποιος μας βεβαιώνει ότι εκεί μπροστά δεν μας περιμένουν δυσάρεστες και καταστροφικές εκπλήξεις, και ότι μήπως δεν είναι ίσως καλύτερα να καθυστερήσουμε και λιγάκι. Να αποσυνδέσουμε δηλαδή την ευτυχία από την πρόοδο, όπως μας προτρέπουν κάποιοι εκ των φιλοσόφων. Άλλωστε πολύ συχνά κοιτάμε πίσω στο παρελθόν. Βλέπουμε τα παλιά τα σπίτια (ό,τι απέμεινε), τις μισές κολόνες των ναών, την αγάπη για τη φύση και την απλότητα, την αγκαλιά της οικογένειας, τα τραγούδια του Αττίκ και του Στράτου Παγιουμτζή, το τραμ που ξηλώθηκε, τις καλές μέρες των συνταξιοδοτικών ταμείων (ενώ σήμερα παίρνουμε ψίχουλα), τις κοπέλες της Ολυμπιακής και τα θερινά τα σινεμά. 

Άλλωστε, αν πάμε όλοι τόσο γρήγορα μπροστά, όσο μας προτρέπουν οι νέοι απόστολοι της ευημερίας, τι θα μείνει πίσω; Για να περιμαζέψει όλους αυτούς που δεν ακολούθησαν. Είτε από άποψη, είτε από δισταγμό, είτε από φυσική αδυναμία και εξάντληση.

*Δεν κατανοώ πλήρως την ανάσυρση του όρου «ολιγάρχες» στα καθ΄ημάς και ιδιαιτέρως από το ΠΑΣΟΚ, παρά μόνο ως στοιχείο υπενθύμισης της παλαιο-αριστερής μας ταυτότητας, άχρηστης όμως εν προκειμένω, υπάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ και του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς και του διαρρεύσαντος νερού στο αυλάκι. Τώρα τι να λέμε; Ότι μεταξύ των φερομένων ως ολιγαρχών είναι και αυτοί που στήριξαν το ΠΑΣΟΚ στις δύσκολες μέρες, και είναι οι ίδιοι στους οποίους καταλήγουν ως έμμισθα στελέχη σε περιόδους αγρανάπαυσης, επιφανή στελέχη του Κινήματος; Δηλαδή πως κυβερνούν οι ολιγάρχες αν όχι διαμέσου των πολιτικών τους διαύλων με τα κόμματα εξουσίας; Να κηρύξουμε την επανάσταση των φτωχών και ταπεινών; Εναντίον ποιών όμως; Εδώ θα θέλαμε και μερικά ονόματα, για να στρατευθούμε (παραπομπή στο όλοι μαζί). Το «λύκος στα πρόβατα!» δεν φτάνει.