Πολιτικη & Οικονομια

Ανήσυχοι πατριώτες: Ελληνοτουρκικά, πολιτικό κόστος και οι πραγματικές ανάγκες του έθνους

Είναι απίθανο να διαφεύγει από τους πρώην πρωθυπουργούς το γεγονός ότι η αέναη αντιπαράθεση με την Τουρκία υποσκάπτει την οικονομική μας ευρωστία και αποκαλύπτει τη δημογραφική μας καχεξία

Γιάννης Στεφανίδης
Γιάννης Στεφανίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ανήσυχοι πατριώτες: Ελληνοτουρκικά, πολιτικό κόστος και οι πραγματικές ανάγκες του έθνους

Ελληνοτουρκικά: Ο νέος πολιτικός διάλογος και οι αντιθέσεις πρώην πρωθυπουργών στην ακολουθούμενη γραμμή των «ήρεμων νερών»

Αφορμή για το σημερινό άρθρο μού έδωσαν δύο συζητήσεις, με ανθρώπους που, από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, ζήτησαν τη δική μου εκτίμηση για την πορεία των ελληνοτουρκικών. Ήταν το 2020, όταν αξιοσέβαστος γιατρός με ρώτησε: «Τι βλέπεις, θα γίνει πόλεμος με την Τουρκία»; Το ερώτημά του, μου εξήγησε, προήλθε από αγωνιώδες τηλεφώνημα συναδέλφου του, ο οποίος αναρωτιόταν: «Μήπως είναι ώρα να βγάλω τα λεφτά μου έξω;»

Ήταν μόλις προχθές, όταν 35χρονος συγγενής μού εκδήλωσε ανησυχία για «το Αιγαίο». Αφορμή πρόσφατη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, στην οποία δήλωσε ότι θα προτιμούσε να αφήσει στις επόμενες γενιές μια παρακαταθήκη καλής γειτονίας με την Τουρκία και ας χαρακτηριστεί «μειοδότης». Για τα μέσα, τα οποία παρακολουθεί ο συνομιλητής μου, και μόνο η φράση αυτή ισοδυναμεί με εγκατάλειψη εθνικών θέσεων.

Λέγεται ότι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής επηρεάζουν την εκλογική μας συμπεριφορά πολύ λιγότερο από τα βιοτικά-οικονομικά ζητήματα και συμφέροντα. Παρ’ όλα αυτά, πολύ συχνά εκλεγμένες κυβερνήσεις, ακόμα και με νωπή τη λαϊκή εντολή, αποφεύγουν τις τολμηρές κινήσεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής φοβούμενες το πολιτικό κόστος.

Παράδειγμα του πρώτου αξιώματος, οι εκλογές του 2000: Το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη τις κέρδισε, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί, ένα χρόνο νωρίτερα, το φιάσκο με την απαγωγή του Αμπντουλάχ Οτζαλάν από τουρκική μυστική υπηρεσία μέσα από τα ελληνικά χέρια, ενώ λίγους μήνες αργότερα είχε ξεκινήσει ελληνοτουρκικός διάλογος εφ’ όλης της ύλης με πρωταγωνιστές τους υπουργούς Εξωτερικών Γιώργο Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ. Και για τα δύο θέματα, η κυβέρνηση Σημίτη δεχόταν σφοδρή κριτική από την αντιπολίτευση. Ωστόσο, έστω και με μικρή διαφορά, πέτυχε την επανεκλογή της.

Παράδειγμα του δεύτερου αξιώματος, η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, το 2004. Αμέσως μετά την εκλογή της, εγκατέλειψε την πολιτική που είχε εγκαινιάσει η κυβέρνηση Σημίτη, με αφετηρία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999. Η πολιτική εκείνη, με δέλεαρ την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιχειρούσε να διευθετήσει τόσο το Κυπριακό (τη μήτρα των σημερινών ελληνοτουρκικών διαφορών) όσο και τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν υποστήριξε το Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο και παρέπεμψε στις ελληνικές καλένδες τη διευθέτηση των διαφορών στο Αιγαίο με βασικό εργαλείο την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό δεν συνέβη επειδή ο Κώστας Καραμανλής (μετέπειτα κουμπάρος του Ταγίπ Ερντογάν) και οι συνεργάτες του πίστευαν στη σκληρή γραμμή έναντι της Τουρκίας. Το πιθανότερο είναι ότι εγκατέλειψαν τον δρόμο που χαράχτηκε στο Ελσίνκι υπό την επήρεια του λεγόμενου «συνδρόμου της Ζυρίχης»: της πολεμικής που μέχρι σήμερα δέχεται ο επιφανής θείος του, για την αποδοχή μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό, το 1959.

Σήμερα, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας έχουν εγκαινιάσει ένα νέο κύκλο πολιτικού διαλόγου – έπειτα από πενήντα, σχεδόν, χρόνια on and off διερευνητικών επαφών. Κατά τα φαινόμενα, η ελληνική κυβέρνηση κρατά δύο καλάθια, ένα μικρό κι ένα μεγάλο. Το μικρό περιέχει την αποκατάσταση ήρεμου κλίματος που ευνοεί τον διάλογο και περιορίζει τις εντάσεις – εντάσεις που συχνά οφείλονται στην έλλειψη επικοινωνίας. Το μεγάλο καλάθι περιέχει την επίλυση βασικών προβλημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Αθήνα δηλώνει ότι το πρόβλημα συνίσταται στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των δύο κρατών. Η Άγκυρα επιμένει να θέτει και άλλα ζητήματα, όπως το εύρος των χωρικών υδάτων. Παράλληλα, η Αθήνα επιδιώκει να αναβιώσει τον διάλογο για το Κυπριακό, επτά χρόνια μετά το φιάσκο του Κραν Μοντανά, το 2017.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εκπρόσωποι των δύο πλευρών καταπιάνονται με τα θέματα αυτά. Ανάλογες συζητήσεις είχαν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο τόσο το 1981 όσο και το 2004, όταν διακόπηκαν έπειτα από αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα. Στο σημερινό, σχετικά πρώιμο στάδιο, δύο πρώην πρωθυπουργοί, προερχόμενοι από το κυβερνών κόμμα, εξέφρασαν επανειλημμένα την αντίθεσή τους στην ακολουθούμενη γραμμή των «ήρεμων νερών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Κάπως πιο συγκρατημένα ο Κώστας Καραμανλής, πολύ πιο έντονα ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος πρόσφατα προειδοποίησε ότι «μαγειρεύονται … “λύσεις” άδικες και καταστροφικές» σε βάρος τόσο της Κύπρου όσου και της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.

Είναι απίθανο να διαφεύγει από τους πρώην πρωθυπουργούς το γεγονός ότι η αέναη αντιπαράθεση με την Τουρκία υποσκάπτει την οικονομική μας ευρωστία και αποκαλύπτει τη δημογραφική μας καχεξία. Εδώ και χρόνια, οι υλικοί συσχετισμοί εξελίσσονται σε βάρος της Ελλάδας. Μέχρι στιγμής, η ανισορροπία αυτή αντισταθμίζεται αφενός με πανάκριβα οπλικά συστήματα, αφετέρου χάρη στο πλέγμα εταιρικών και συμμαχικών σχέσεων που έχει οικοδομήσει η χώρα από τη δεκαετία του 1950. Και είναι απίθανο να μην αντιλαμβάνονται κοτζάμ πρώην πρωθυπουργοί πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι μια χώρα σε οικονομική και δημογραφική παρακμή. Επομένως, θα ήταν χρησιμότερο αν, με την αναμφισβήτητη ρητορική τους δεινότητα, βοηθούσαν να πείσουν ότι η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει ένα περιβάλλον ειρήνης και σταθερότητας τόσο σε υποψήφιους επενδυτές όσο και σε μέλλοντες γονείς. Δύο κατηγορίες ζωτικά αναγκαίες για την επιβίωσή μας ως έθνος.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.