Πολιτικη & Οικονομια

Είναι ο Τραμπ φασίστας;

Πολλοί σχολιαστές δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τα λόγια του

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αμερικανικές Εκλογές 2024: Ο Παντελής Καψής σχολιάζει την υποψηφιότητα Τραμπ, τις φασιστικές πρακτικές και τον κίνδυνο για τη Δημοκρατία.

Η Κάμαλα Χάρις κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές επειδή ένας ικανός αριθμός λατινικής καταγωγής ψηφοφόρων στην κρίσιμη πολιτεία της Πενσυλβανίας, ψηφίζει Τραμπ. Αυτό είναι κατ’ αρχήν παράδοξο. Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών αναφέρεται με τα χειρότερα λόγια για τους μετανάστες συμπατριώτες τους, αποκαλώντας τους δολοφόνους, βιαστές και ψυχασθενείς. Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι δεν θα το συγχωρούσαν. Και όμως, όπως εξηγούν οι αναλυτές, πολλοί, κυρίως άνδρες, ελκύονται από την εικόνα του macho άνδρα που έχει καλλιεργήσει ο Τραμπ. Φαντάζομαι ότι ακόμα περισσότερο θα δυσκολεύονται να ψηφίσουν γυναίκα και μάλιστα μαύρη.

Δεν αποτελούν ωστόσο μια θλιβερή εξαίρεση. Αντιθέτως είναι ευρύτερα διαδεδομένο το φαινόμενο αυταρχικοί ηγέτες η ακόμα και επίδοξοι δικτάτορες, να επιδοκιμάζονται από τους πολίτες και να κατακτούν την εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές. Εκτός από τον Τραμπ μπορούμε να σκεφτούμε τον Όρμπαν, τον Ερντογάν ή και τον Πούτιν. Αυτός είναι και ο λόγος που παρακίνησε τον Richard Evans, έναν από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς για τη ναζιστική Γερμανία, να ασχοληθεί ξανά με την άνοδο του Χίτλερ και την φανατική πίστη που ενέπνευσε στους οπαδούς του. Η προσέγγισή του αυτή τη φορά είναι διαφορετική από το προηγούμενο έργο του. Δεν ασχολείται με τα γεγονότα και την ιστορία του ναζιστικού καθεστώτος αλλά επικεντρώνεται στις βιογραφίες αντιπροσωπευτικών στελεχών του. Ξεκινά από τον ίδιο τον Χίτλερ και κατεβαίνει στην ιεραρχία, θέλοντας να κατανοήσει πώς τόσοι άνθρωποι έγιναν συνένοχοι σε μια τέτοια θηριωδία.

Το βασικό συμπέρασμα του Evans θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόχρονα καθησυχαστικό αλλά και βαθύτατα ανησυχητικό. Καθησυχαστικό επειδή όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, δεν έχουμε να κάνουμε με τέρατα αλλά πολύ κανονικούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη μεσαία τάξη, πολλοί μάλιστα, όπως ο Γκέμπελς ο οποίος ήταν κάτοχος δικτατορικού, είχαν υψηλή μόρφωση. Η δαιμονοποίησή τους μετά το τέλος του πολέμου λειτουργούσε ανακουφιστικά, ήταν μια διαβεβαίωση κατά κάποιο τρόπο ότι ένα τέτοιο φαινόμενο δεν μπορούσε να επαναληφθεί, ήταν εκτός της ανθρώπινης ιστορίας. Η πραγματικότητα ωστόσο ήταν πολύ διαφορετική, κι αυτό είναι το ιδιαίτερα ανησυχητικό: σημαίνει ότι μπορεί να συμβεί ξανά και στις μέρες μας. Η άποψη του Evans έχει αναλογίες με τη θέση της Arendt για την κοινοτοπία του κακού. Το δικό της συμπέρασμα δηλαδή από την παρακολούθηση της δίκης του Άιχμαν. Έναν από τους μεγαλύτερους εγκληματίες των ναζί ο οποίος της θύμιζε έναν κακόμοιρο γραφειοκράτη. Ένα ανθρωπάκι που δεν θα πήγαινε το μυαλό σου ότι μπορούσε να είναι υπεύθυνο για τόσο μεγάλες θηριωδίες.

Ένα δεύτερο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ο σημαντικός αριθμός από τα κορυφαία στελέχη των ναζί που είχαν τραυματικό προσωπικό παρελθόν, είχαν υποστεί για διάφορους λόγους κοινωνικό εξοστρακισμό. Ανάλογη εμπειρία βέβαια είχε και ένα  μεγάλο μέρος των πολιτών οι οποίοι είχαν καταστραφεί οικονομικά και είχαν υποβαθμιστεί κοινωνικά στη διάρκεια της κρίσης. Για όλους αυτούς η υιοθέτηση της ναζιστικής ρητορικής για την παρακμή της χώρας ήταν σχεδόν ενστικτώδης. Και βέβαια ένα τρίτο χαρακτηριστικό ήταν ο ευρύτατα διαδεδομένος αντισημιτισμός, η αντίληψη δηλαδή πως για όλα τα δεινά ευθύνεται μια κοινωνική μειοψηφία.

Όλα αυτά τα στοιχεία μπορεί κανείς να τα διακρίνει και σήμερα. Ορισμένες φορές για παράδειγμα ο Τραμπ δίνει την εντύπωση ότι ακολουθεί κατά γράμμα το εγχειρίδιο του Χίτλερ. Κι αυτός μιλά για την παρακμή της χώρας του και υπόσχεται να την κάνει και πάλι «μεγάλη». Χαρακτηρίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους «εσωτερικό εχθρό» και απειλεί να χρησιμοποιήσει τον στρατό εναντίον τους. Και βέβαια χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία για τους μετανάστες με αυτήν που χρησιμοποιούσε ο Χίτλερ για τους Εβραίους, αποκαλώντας τους «παράσιτα» που «μολύνουν» το αίμα της Αμερικής. Όχι τυχαία ο J.D. Vance, τον οποίο ο Τραμπ επέλεξε για υποψήφιο αντιπρόεδρο, τον είχε αποκαλέσει Χίτλερ.

Αλλά βέβαια το ζητούμενο δεν είναι απλώς να καταλάβουμε πώς τόσοι πολλοί υποκύπτουν στα θέλγητρα αυταρχικών ηγετών αλλά να βρούμε και τον τρόπο να αλλάξουμε τη στάση τους. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Αυτό στο οποίο οι περισσότεροι συμφωνούν για παράδειγμα είναι ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να τους πείσει με επίκληση της λογικής ή των πραγματικών στοιχείων τα οποία αναιρούν τις αγαπημένες τους θεωρίες συνωμοσίας. Η εμπειρία από την επιδημία του Covid, ένα θέμα δηλαδή χωρίς άμεσες πολιτικές διαστάσεις, είναι χαρακτηριστική. Εκατομμύρια πολιτών απέρριπταν τις απόψεις των επιστημόνων ακολουθώντας τις θεωρίες τσαρλατάνων αντιεμβολιαστών ή λαϊκιστών δημαγωγών. Τίποτα και κανείς δεν τους άλλαζε γνώμη.

Αν αποδεχθούμε ωστόσο μια τέτοια άποψη τότε είναι σαν να αναιρούμε μια ουσιαστική πλευρά της Δημοκρατίας. Γιατί αυτό σημαίνει ότι θεωρούμε ένα μέρος του πληθυσμού ανίκανο να πάρει ορθολογικές αποφάσεις. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ερώτηση που απεύθυνε ο παρουσιαστής του τραμπικού καναλιού Fox στην Κάμαλα Χάρις, αν θεωρεί τους οπαδούς του Τραμπ «βλάκες». Η Χάρις απάντησε αρνητικά. Αλλά τι είναι όλοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές του 2020, ότι τα μηχανήματα καταμέτρησης των ψήφων ήταν πειραγμένα για να βγάζουν Δημοκρατικούς ή ότι οι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και κινδυνεύουν να τους τα επιστρέψουν εγχειρισμένα για αλλαγή φύλλου; Αυτό το τελευταίο, όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται, το έχει επαναλάβει πολλές φορές ο ίδιος ο Τραμπ χωρίς καμία επίπτωση στη δημοφιλία του. Και για να μην πηγαίνουμε μακριά, τι είναι όλοι αυτοί οι οποίοι ψηφίζουν πολιτικό αρχηγό ο οποίος διαφήμιζε επιστολές του Ιησού ή αλοιφές δια πάσαν νόσον πλην της γνωστής;

Οι πολιτικοί οφείλουν προφανώς να τους ακούνε και να προσπαθούν να καταλάβουν τις αγωνίες τους. Μόνο που έτσι μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο. Η όλο και μεγαλύτερη ανοχή στις απόψεις τους στην πράξη δικαιώνει αυτούς οι οποίοι τις διακινούν. Το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων αλλά και η επικράτηση ακροδεξιών αντιλήψεων ή πάντως η υποχώρηση του φιλελευθερισμού και στα υπόλοιπα κόμματα.

Η αναφορά στον φιλελευθερισμό είναι αναγκαία γιατί στην πραγματικότητα αυτός αμφισβητείται σήμερα στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Από μέσα αλλά και από έξω. Το έθεσε πολύ ωραία ένας Κινέζος διανοούμενος της επίσημης σχολής. Η αγγλο-αμερικανική κυριαρχία καταρρέει, υποστήριξε, για τρεις λόγους. Την «ανισότητα που δημιουργεί η ελεύθερη οικονομία», την «αναποτελεσματική διακυβέρνηση που είναι αποτέλεσμα του πολιτικού φιλελευθερισμού» και την «παρακμή και τον μηδενισμό από τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό». Όποιος έχει παρακολουθήσει τον Vance, ο οποίος θεωρείται ο διανοούμενος της σχολής Τραμπ, πρόκειται για θέσεις τις οποίες θα μπορούσε κάλλιστα να προσυπογράψει. Με μια ισχυρή δόση υποκρισίας για την οικονομία: οι επιθέσεις του στις ελίτ συνοδεύονται από γενναίες απαλλαγές για το κεφάλαιο. Ποιος είπε όμως ότι η συνέπεια είναι το δυνατό στοιχείο της ακροδεξιάς επίθεσης; Άλλωστε και ο Χίτλερ το ίδιο ακριβώς έκανε.

ΥΓ. Πολλοί σχολιαστές δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τα λόγια του Τραμπ. Τα θεωρούν προεκλογικές υπερβολές. Άλλωστε στις ΗΠΑ οι θεσμοί είναι ισχυροί, ο πρόεδρος δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ως ένα βαθμό είναι έτσι. Από την άλλη πλευρά όλο και περισσότερο εξοικειωνόμαστε με το Θηρίο.