Πολιτικη & Οικονομια

Η αβάσταχτη μοναξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη

Διατηρεί τον μεταρρυθμιστικό του πολιτικό λόγο, ακούγεται ωστόσο όλο και λιγότερο πειστικός, όλο και περισσότερο ξεκομμένος από την πολιτική πραγματικότητα της χώρας και του ίδιου του κόμματός του.

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι μεταρρυθμίσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική και η απουσία συναινέσεων

Μετά και το σνομπάρισμα από τον Καραμανλή και τον Σαμαρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να νιώθει πολύ μόνος. Εννοώ φυσικά πολιτικά, όχι προσωπικά. Όσο παραμένει πρωθυπουργός, βέβαια, και όσο υπάρχει η προοπτική της τρίτης τετραετίας, η θέση του δεν απειλείται. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, αν δει κανείς και τη σύνθεση του υπουργικού του συμβουλίου, παραμένει επικεφαλής ενός υβριδικού σχήματος το οποίο κινείται μεν κάπου στον χώρο της κεντροδεξιάς, τείνει ωστόσο να αποκοπεί από το ίδιο το κόμμα στο οποίο στηρίζεται.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι από τους πρωτοκλασάτους υπουργούς προέρχονται από άλλους χώρους. Τουλάχιστον τέσσερις υπήρξαν σημαντικά στελέχη ή υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, δύο προέρχονται από το ΛΑΟΣ, ένας από το κόμμα του Μάνου, ένας ήταν μέλος του Ρήγα Φεραίου ενώ ακόμα ένας υπήρξε γραμματέας της ΚΝΕ. Αν συνυπολογίσουμε και τα τεχνοκρατικά στελέχη, τότε οι προερχόμενοι από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να είναι και μειοψηφία. Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα υπήρξε η δύναμη του Μητσοτάκη στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Σήμερα μπορεί να αποδειχθεί παράγων παραλυσίας.

Ο προφανής τομέας είναι η εξωτερική πολιτική. Το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσουν σοβαρές συνομιλίες τόσο για το Κυπριακό όσο και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μάλιστα, φαίνεται ότι Ελλάδα και Τουρκία είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν και στα μεγάλα θέματα που τις χωρίζουν, με κορυφαίο τη χάραξη των θαλασσίων ζωνών. Αυτή υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να θεωρείται μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη. Ήδη όμως έχει προκαλέσει μια ολόκληρη παραφιλολογία περί ενδοτισμού. Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι οι συνομιλίες θα καταλήξουν σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Αντιθέτως όμως είναι βέβαιο ότι αν υπάρξει προοπτική λύσης θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, οι ισχυρότερες μέσα από τη ΝΔ, με πρωτοστατούντες τους Ηρακλειδείς της λαϊκής δεξιάς Καραμανλή και Σαμαρά.

Απέναντί τους ο Μητσοτάκης δεν θα έχει την παραμικρή άμυνα γιατί την ίδια στιγμή θα δέχεται και τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης, τόσο από τα δεξιά όσο από τα αριστερά. Γιατί αυτή είναι η άλλη πλευρά της απομόνωσης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Παρότι έκανε άνοιγμα σε κορυφαία στελέχη άλλων κομματικών και ιδεολογικών χώρων, το έκανε μόνο για το δικό του όφελος. Σε καμία στιγμή, τόσο ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και ως πρωθυπουργός, δεν προσπάθησε να δημιουργήσει συνθήκες ευρύτερων συναινέσεων. Θα έβρισκε ανταπόκριση; Πιθανότατα όχι, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα στην Ελλάδα. Η κρίση δεν στάθηκε αρκετή για να ανατρέψει παγιωμένες συμπεριφορές, παρότι και τα τρία κόμματα με κυβερνητικό παρελθόν αναγκάστηκαν να ωριμάσουν βίαια, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της εποχής. Για να μην πούμε ότι στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής όλα, στην πράξη, υιοθέτησαν τις ίδιες θέσεις. Το ζήτημα όμως δεν είναι ποιος φέρει την ευθύνη, αλλά το αποτέλεσμα.

Και για τον μεν ελληνοτουρκικό διάλογο μπορεί να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση ο Ερντογάν. Το πιο πιθανό είναι να καταλήξει σε αδιέξοδο. Δεν θα μπούμε στον πειρασμό της λύσης. Άλλωστε και για την Τουρκία, μετά το κρεσέντο των μεγαλόστομων διακηρύξεων, κάθε προοπτική συμβιβασμού θα είχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Στα ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής ωστόσο και στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, η απουσία συναινέσεων και η έντονη πολεμική που έχει αναπτυχθεί, θα αποτελέσουν τροχοπέδη με απρόβλεπτες συνέπειες. Έχουμε ανάγκη να κάνουμε άλματα και είμαστε παγιδευμένοι στη στασιμότητα.

Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα των φυσικών καταστροφών. Στις ΗΠΑ οι οποίες δοκιμάζονται από τις επιπτώσεις του τυφώνα Μίλτον, έχει προκαλέσει αίσθηση και έντονες αντιδράσεις, η πολιτικοποίηση που επιχειρείται από τον Τραμπ και τους συμμάχους του. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, τα ζητήματα αυτά συνήθως μένουν εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Αφορούν κυρίως τη διοίκηση και τις υπηρεσίες, και λιγότερο την πολιτική ηγεσία. Στην Ελλάδα πάλι, αν δούμε τα μεγάλα θέματα για τα οποία βρέθηκε κατηγορούμενη  η κυβέρνηση, ξεχωρίζουν οι φωτιές, ο Ντάνιελ και η τραγωδία των Τεμπών. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι ακριβώς επειδή στόχος είναι η πολιτική εκμετάλλευση, συνήθως χάνεται η ουσία. Έτσι, για παράδειγμα, αντί να αντιμετωπίσουμε τη συντεχνιακή διάλυση του ΟΣΕ, αναζητούμε θεωρίες συνωμοσίας με στόχο τη συγκάλυψη. Η πολιτική αντιπαράθεση δίνει συχνά την εντύπωση ότι διεξάγεται με όρους ποινικής δικονομίας.

Το θέμα είναι προφανώς ευρύτερο και δεν περιορίζεται στις καταστροφές. Ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις γι’ αυτή την περίφημη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει, ωστόσο, είμαστε ακόμα πολύ πίσω. Είναι χαρακτηριστική η είδηση πριν από λίγες εβδομάδες ότι η περίφημη επένδυση της Microsoft έχει κάνει μέχρι στιγμής 4 χρόνια μόνο και μόνο για να εκδοθεί η οικοδομική άδεια! Η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν έχει χάσει τη μεταρρυθμιστική της ορμή, είναι φανερό ωστόσο ότι έχει λαχανιάσει. Την ίδια στιγμή όμως η αντιπολίτευση, αντί να την πιέζει για μεταρρυθμίσεις στην πραγματικότητα ζητά μόνο παροχές, είτε με τη μορφή της μείωσης σημαντικών φόρων κατανάλωσης είτε με διορισμούς. Αν δεν έχουμε ήδη μπει σε κρίση αυτό οφείλεται στους δημοσιονομικούς περιορισμούς που έχει επιβάλει η Ευρώπη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Μητσοτάκης διατηρεί τον μεταρρυθμιστικό του πολιτικό λόγο. Ακούγεται ωστόσο όλο και λιγότερο πειστικός, όλο και περισσότερο ξεκομμένος από την πολιτική πραγματικότητα της χώρας και του ίδιου του κόμματός του.