Πολιτικη & Οικονομια

Το μακρύ τέλος της Μεταπολίτευσης

Κοιτάζοντας το σημερινό κομματικό μας σύστημα είναι σαφές ότι αυτό βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης, αν και αργής και για την ώρα απροσδιόριστης.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από τη Μεταπολίτευση στη νέα εποχή - Η υστέρηση του κομματικού μας συστήματος έναντι των κοινωνικών εξελίξεων και η πολιτική που κινδυνεύει να χάσει την κοινωνία

Τα όσα κωμικοτραγικά συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στο ΣΥΡΙΖΑ καθώς και η εσωκομματική αμφισβήτηση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να αφήνουν κανέναν ικανοποιημένο, ούτε καν την ίδια την κυβέρνηση που ίσως να βλέπει χαιρέκακα τους αντιπάλους της να αλληλοσπαράσσονται με όρους που ειδικά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θυμίζουν κακοπαιγμένη θεατρική παράσταση. Και δεν πρέπει διότι τέτοια φαινόμενα αποσύνθεσης επηρεάζουν συνολικά το πολιτικό σύστημα, ενισχύοντας τον πολιτικό κυνισμό και την αποεπένδυση στην πολιτική γενικά ως το μόνο ορθολογικό εργαλείο που διαθέτουμε για να υπηρετούμε το συλλογικό καλό.

Πολύ συχνά γίνεται ένα λάθος από όσους δημοσιολογούν. Παρατηρούν τα κόμματα και τις εξελίξεις σε αυτά ωσάν να είναι εντελώς αυτόνομοι οργανισμοί που δεν ανήκουν σε κάποιο σύστημα. Όπως όμως συμβαίνει και με το γνωστό παιχνίδι του Tetris, οποιαδήποτε αλλαγή (πόσω μάλλον ηγεσίας) σε ένα κόμμα, έχει πάντα ευρύτερες επιπτώσεις στη δυναμική εξέλιξης του κομματικού συστήματος μιας χώρας.

Κοιτάζοντας το σημερινό κομματικό μας σύστημα είναι, πάντως, σαφές ότι αυτό βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης, αν και αργής και για την ώρα απροσδιόριστης. Άλλωστε τα δύο κύρια κόμματα της Μεταπολίτευσης που προσδιόρισαν και την φυσιογνωμία της, κλείνουν πλέον μισό αιώνα ζωής, και είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να υποστούν σοβαρούς μετασχηματισμούς προκειμένου να καταφέρουν να περάσουν στη νέα εποχή, η οποία υπαγορεύεται από εντελώς καινούργιες ανάγκες. Κοινωνικές ανάγκες που απαιτούν συνεπώς και μια νέας μορφής αντιπροσώπευση.

Η Νέα Δημοκρατία αποδείχτηκε το κόμμα με τις μεγαλύτερες αντοχές αυτά τα 50 χρόνια, καταφέρνοντας όχι μόνο να επιβιώσει στην διάρκεια της μνημονιακής εποχής αλλά και να καταστεί κυρίαρχο από το 2019 και μετά. Σήμερα μάλιστα, η ΝΔ δεν είναι απλώς κυρίαρχη αλλά και η μόνη “μεγάλη” παράταξη, σε ένα κομματικό σύστημα που στηρίζεται ουσιαστικά σε ενάμιση πόδι. Πώς το κατάφερε αυτό; Χάρη σε έναν συνδυασμό ιστορικών και συγκυριακών χαρακτηριστικών. Από την μία, εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν εκείνη που το 1974 φρόντισε να θέσει και άρα να ταυστιστεί στη συλλογική μνήμη με τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχτηκε το επιτυχημένο οικοδόμημα της Μεταπολίτευσης, δηλαδή τον ισχυρό κοινοβουλευτισμό, τον φιλοευρωπαϊσμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Αφετέρου, διότι στη συγκυρία της μεγάλης κρίσης, κυρίως μετά το 2015, κατάφερε να γίνει ο κατεξοχήν εκφραστής του αντισύριζα μετώπου, απέναντι στην καταστροφική διακυβέρνηση της “Πρώτης Φοράς Αριστερά”. Η ευτυχής εσωκομματική εκλογή τού κατά τα άλλα τότε κεντρώου αουτσάιντερ Κυριάκου Μητσοτάκη έθεσε έκτοτε και τις προϋποθέσεις της κυριαρχίας της ΝΔ, καθώς έτσι πέτυχε την σχεδόν απόλυτη στήριξή της από τις εκσυγχρονιστικές δυνάμεις της χώρας. Η θριαμβευτική επανεκλογή της το 2023, ωστόσο, δεν μπόρεσε να κρύψει τις εσωτερικές της αντιφάσεις, εκείνες δηλαδή που κουβαλούν αναγκαστικά όλα τα πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας, καθώς πολύ συχνά καλούνται να συμβιβάσουν μάλλον ασυμβίβαστες εσωκομματικές πτέρυγες. Η Ελλάδα βιώνει άλλωστε κι εκείνη -όπως ολόκληρη η Δύση, σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων- μεγάλα οικονομικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά σχίσματα στο εσωτερικό της, ανάμεσα σε πιο εξωστρεφή και δυναμικά κοινωνικά στρώματα, και στα πιο εσωστρεφή, φοβικά και παραδοσιοκρατικά που αισθάνονται ότι απειλούνται από τις σύγχρονες προκλήσεις. Και αυτά τα σχίσματα αντανακλώνται και στο ίδιο το κυβερνών κόμμα. Για την ώρα, η διαιώνισή του στην εξουσία είναι σίγουρο ότι δρα συγκολλητικά στα διάφορα ετερόκλιτα κομμάτια της αλλά είναι άγνωστο αν αυτό θα συνεχίσει να λειτουργεί σε περίπτωση που απειληθεί η ηγεμονία της. Η μεγαλύτερη πολιτική απειλή βρίσκεται εκ “δεξιών” της, ακολουθώντας με έναν τρόπο τη γενική άνοδο των νατιβιστικών κομμάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη, αν και ακόμη δεν έχει εμφανιστεί εδώ η χαρισματική προσωπικότητα ενός ακροδεξιού λαϊκιστή που θα συνένωνε υπό τη σκέπη του όλον τον χώρο. Για την ώρα επικρατούν ψεκασμένοι και γραφικοί που θυμίζουν περσόνες ξεχασμένες στον χρόνο. Εντέλει, συστημικά μιλώντας, ο κίνδυνος για την ενότητα της ΝΔ είναι περισσότερο εσωτερικός και ενδοοικογενειακός παρά εξωτερικός. Αν κρίνουμε πάντως από τις τελευταίες εξελίξεις τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ, το momentum, που έμοιαζε μετά τις ευρωεκλογές να είχε χαθεί, φαίνεται να λειτουργεί και πάλι υπέρ του Κ. Μητσοτάκη, καθώς επιβεβαιώνεται ότι αποτελεί τη μοναδική λύση αποτελεσματικής διακυβέρνησης για την χώρα. Και η πρόσφατη ξεκάθαρη δήλωσή του ως προς την πρόθεσή του να επιδιώξει και τρίτη κυβερνητική θητεία, δύναται να λειτουργήσει συσπειρωτικά στην παράταξη. Εκείνο που κυρίως επιβεβαιώνεται πάντως είναι ότι ο μόνος πολιτικός χώρος που μπορεί να εγγυηθεί εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα μετά από μια δεκαετία κρίσης είναι ο χώρος του Κέντρου. Οι υπόλοιποι χώροι είναι είτε χώροι της διαμαρτυρίας είτε της συμπάθειας, όχι όμως και των λύσεων στα προβλήματά μας.

Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, μπορεί να συγκέντρωσε τους τελευταίους μήνες τα φώτα της δημοσιότητας λόγω των εσωκομματικών του εκλογών αλλά ανεξαρτήτως με το ποιος θα είναι ο νέος αρχηγός, μοιάζει να έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο ως κυρίαρχο κόμμα της μεταπολίτευσης και είναι βέβαιο ότι δεν αρκεί να “πουλάει” νοσταλγία για τις “παλιές καλές μέρες” για να επιστρέψει στην εξουσία. Θα έπρεπε να γίνει πειστικός εκφραστής των αναγκών της νέας εποχής, και αυτό δεν μπορεί να το κάνει από τη στιγμή που κουβαλάει τις αμαρτίες του παρελθόντος. Τούτο αποτυπώνεται πολύ χαρακτηριστικά και στην εκλογική του βάση, όπως φάνηκε και την περασμένη Κυριακή. Αυτή υπάρχει κυρίως χάρη στους τοπικούς εκλογικούς μηχανισμούς των παλαιότερων στελεχών του που παραμένουν ενεργά, είτε χάρη σε μεγάλα εκλογικά φέουδα σαν του Ν. Ανδρουλάκη στην Κρήτη ενώ είναι συνολικά πολύ αδύναμο στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδίως στην Αττική και την κεντρική Θεσσαλονίκη, όπως άλλωστε και στις νεότερες και οικονομικά ενεργές ηλικίες. Οι υποψηφιότητες Γερουλάνου και Διαμαντοπούλου (αλλά παραδόξως όχι εκείνη του νυν δημάρχου Αθηναίων, Χ. Δούκα) προσπάθησαν να αποκαταστήσουν αυτή τη σχέση με τα δυναμικά μεσαία στρώματα του άστεος αλλά είναι γεγονός ότι αυτά παραμένουν μειοψηφικά στο κόμμα. Και είναι απίθανο να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας ένα κόμμα με τόσο αντιφατικά εκλογικά χαρακτηριστικά, πόσο μάλλον όταν στερείται σαφούς ιδεολογικού και προγραμματικού στίγματος.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ευρύτερη Αριστερά τέλος, οι εξελίξεις είναι ακόμη πιο απογοητευτικές. Ο χώρος της μη κομμουνιστικής Αριστεράς πορεύτηκε σε όλη την Μεταπολίτευση με όχημα κυρίως μικρούς κομματικούς σχηματισμούς, που είχαν έτσι το πλεονέκτημα να αναδεικνύουν και λιγότερο δημοφιλή αλλά σημαντικά θέματα. Επειδή από ένα ατύχημα της ιστορίας ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε ξαφνικά στην διακυβέρνηση της χώρας, πίστεψε κιόλας ότι μπορεί να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας, συμμαχώντας με τον εθνολαϊκισμό. Και ιδίως ο Αλέξης Τσίπρας θεώρησε ότι μπορεί να εξακολουθεί να είναι μείζων παίκτης, ακόμη και μετά την παραίτησή του, κινώντας τα νήματα του κόμματος. Όλα αυτά οδήγησαν στην επιλογή τυχοδιωκτικών λύσεων, και όταν αυτές φάνηκαν ότι δεν μπορούν να οδηγήσουν στην ανανέωση του κόμματος, ξεκίνησε η αποσύνθεση που έφερε και τη σημερινή διάλυση. Διότι όποιον και να εκλέξει αρχηγό, ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα μπορέσει να γλιτώσει μια νέα διάσπαση μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του 2023 που υπέστη πραγματική καθίζηση έπρεπε να αποτινάξει τον λαϊκισμό, να συνειδητοποιήσει ότι είναι πλέον ένα μικρομεσαίας εμβέλειας κόμμα του 15%, και να προσπαθήσει με συστηματική δουλειά στις θέσεις του, επιμονή, υπομονή και σοβαρότητα να κρατήσει τις δυνάμεις του, επενδύοντας στο μέλλον. Η εποχή δεν ευνοεί πλέον τις “σοσιαλιστικές” λύσεις, ιδίως στην Ελλάδα που το κύριο διακύβευμα αυτή τη στιγμή είναι η ανάπτυξη μετά από τόσα χρόνια κρίσης ενώ προφανώς το δυνατό σημείο κάθε Αριστεράς δεν είναι το μεγάλωμα της πίτας αλλά η δικαιότερη μοιρασιά της. Αντ' αυτού, οι μεταμοντέρνοι λαϊκιστές που εμφανίστηκαν ξαφνικά, αναλώθηκαν σε περίεργες στρατηγικές και ανίερες συμμαχίες προκειμένου να υποστηριχθεί ο μύθος τού από μηχανής θεού που θα ξανάφερνε το κόμμα στους κυβερνητικούς θώκους. Έτσι, όπως φαίνεται πλέον ξεκάθαρα, η σημερινή εσωκομματική σύγκρουση δεν βασίζεται σε καμία ιδεολογική διαμάχη (όπως παλιότερες διασπάσεις της Αριστεράς), παρά μόνο στο κυνήγι της καρέκλας, που τη συνοδεύουν και τα αντίστοιχα προνόμια. Όμως, γιατί αυτό άραγε να ενδιαφέρει τους πολίτες;

Η υστέρηση του κομματικού μας συστήματος έναντι των κοινωνικών εξελίξεων σχετίζεται πάντως και με το εξής γεγονός: παρότι το παλιό δίπολο Αριστεράς – Δεξιάς δεν έχει τη δυνατότητα που είχε κάποτε να περιγράψει την πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο εξακολουθούμε να σκεπτόμαστε κυρίως μέσα από αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο. Ο κίνδυνος είναι προφανής: η πολιτική να χάσει την κοινωνία, εκφράζοντας κυρίως τον εαυτό της, και οι δύο πλευρές να ακολουθούν παράλληλες αλλά ασύμπτωτες πορείες. Κι έτσι, η μετάβαση στη νέα εποχή να καθυστερεί επικίνδυνα.