- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Στις 3,15΄μμ βγήκα από το Ιντεάλ όπου οι κριτικοί και δημοσιογράφοι παρακολουθήσαμε την προβολή ενός καλλιτεχνικού και κοινωνικού, γαλλικού αστυνομικού φιλμ. Τότε το Ιντεάλ δεν είχε ακόμη κλείσει, αβοήθητο από το άστοργο για την τέχνη ελληνικό κράτος (εκτός κι αν θεωρεί το ελληνικό σινεμά βιομηχανία που αποβλέπει μόνο στο κέρδος, κάτι διόλου απίθανο, μα λαθεμένο).
Η Πανεπιστημίου ήταν μπλοκαρισμένη από την αστυνομία και έρημη, ακούγονταν όμως από τη μεριά της Σταδίου, οι ιαχές και τα συνθήματα μιας γειτονικής διαδήλωσης.
Προχώρησα προς τη Σταδίου όπου υπήρχε μια μεγάλη ουρά διαδηλωτών που ανέβαιναν προς το Σύνταγμα και φώναζαν αγωνιστικά αριστερά συνθήματα αμφισβήτησης της κυβέρνησης, εναντίον κάποιου απορριπτέου νομοσχεδίου.
Προχώρησα προς το Σύνταγμα δίπλα στους διαδηλωτές γιατί αυτοί περπατούσαν αργά, πυκνά πυκνά, σχεδόν στριμωγμένοι μεταξύ τους, ενώ πολλοί κρατούσαν πανό με καταγγελίες και διεκδικήσεις με τις υπογραφές των σωματείων και των συλλόγων. Διεκδικούσαν κι απαιτούσαν πολλά, γνωρίζοντας πως θα πάρουν από την κυβέρνηση λιγότερα. Γι’ αυτό και διεκδικούσαν πάρα πολλά.
Άλλοι, οι νεότεροι και πιο ακραίοι μεταξύ τους, με τις πιο βροντερές και θυμωμένες φωνές, ίσως πίστευαν πως κάποτε θα κερδίσουν τον γαλάζιο ουρανό, όμορφα χρωματισμένο με όμορφα, διάσπαρτα, κόκκινα ή έστω ροζ συννεφάκια.
Έφτασα γρήγορα στη συμβολή της πορείας με την δεντροφυτευμένη, κεντρική πλατεία του Συντάγματος με τα παγκάκια, εκεί που πριν 30 μέρες ήταν το Χριστουγεννιάτικο, μεγάλο δέντρο του Δήμου. Εκεί βρίσκονταν κι άλλοι διαδηλωτές. Τα ΜΑΤ βρισκόντουσαν μερικά μέτρα από το ξενοδοχείο Grande Brettagne. Διαδηλωτές είχαν φθάσει προηγουμένως, από την Αμαλίας και την Πανεπιστημίου μέχρι το κομμάτι της λεωφόρου Αμαλίας απέναντι από τη Βουλή και στο πλάτωμα του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη.
Πήρα την κατηφόρα και πέρασα έτσι στην αρχή της Ερμού, όπου υπήρχαν ΜΑΤ. Είχαν αρχίσει να ακούγονται μπαμ μπουμ και να πέφτουν εκφοβιστικές και τρομερά θορυβώδεις χειροβομβίδες κρότου λάμψης από τα ΜΑΤ.
Πήρα την Ερμού προς τα κάτω, βρέθηκα μαζί με άλλους διαδηλωτές, οι περισσότεροι νέοι, στα 50 μέτρα από τη συμβολή της με την πλατεία Συντάγματος.
Τα μπαμ μπουμ εντάθηκαν και φάνηκαν να μας πλησιάζουν. Οι κοπέλες πρώτες άρχισαν να φεύγουν και να τρέχουν ανήσυχες. Δημιουργήθηκε ένα ποτάμι ανθρώπων που έτρεχαν θορυβημένοι ορμητικά προς τα κάτω, στην κατηφόρα. Σταμάτησα, ανέβηκα σε κάτι σκαλιά ενός μαγαζιού με κατεβασμένες βιτρίνες και είδα λίγους διαδηλωτές με κοντάρια και κόκκινα σημαιάκια να κυνηγιούνται βίαια με τους αστυνόμους, πάνω στο πλάτωμα της Αμαλίας, μπροστά και κάτω από τη Βουλή, με σπρωξιές και προπηλακισμούς εκατέρωθεν.
Οι πιο εξοικειωμένοι και ψύχραιμοι και τα στελέχη άρχισαν να φωνάζουν στους άλλους «μην τρέχετε!», «μην πανικοβάλεστε!», «μην τρέχετε!» και «στοπ, θα γκρεμοτσακιστούμε!». Άρχισα να φωνάζω κι εγώ με μια αγριοφωνάρα, σαν πιο παλιός και έμπειρος, «ηρεμήστε!», «ψυχραιμία!», αν και μπήκα στη διαδήλωση κυρίως από περιέργεια, για να δω τι ακριβώς θα γίνει, τι θα συμβεί, ανεξαρτήτως των συνθημάτων και των αιτημάτων της, ίσως και για να θυμηθώ τι έκανα νεότερος που έτρωγα τις διαδηλώσεις με το κουτάλι.
Ο κόσμος ηρέμησε λιγάκι και συνέχισε να απομακρύνεται χωρίς να τρέχει, μα περπατώντας πολύ γρήγορα. Γιατί από πίσω του φαινόταν, ακουγόταν καλύτερα, πως τα ΜΑΤ τον ακολουθούσαν συνεχίζοντας να ρίχνουν χειροβομβίδες κρότου λάμψης.
Οι εναπομείναντες διαδηλωτές πιο ψύχραιμοι τώρα και πιο σίγουροι, άρχισαν να βρίζουν με ρυθμικά συνθήματα τους αστυνομικούς των ΜΑΤ. «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!» και «Προσοχή, προσοχή, δολοφόνοι με στολή» και διάφορα άλλα πολιτικοποιημένα στιχάκια. Ο φόβος του κόσμου σταδιακά διαλύθηκε και επικρατούσε πλέον η αγανάκτηση και ο θυμός. Μα γιατί, διάολε, δεν μας αφήνουν να απομακρυνθούμε με την ησυχία μας, πού θέλουν να μας σπρώξουν; Ως το Γκάζι, ως την Πειραιώς; Πολλοί φώναζαν και γκρίνιαζαν διαμαρτυρόμενοι. Είχα τσαντιστεί κι εγώ και φώναξα «θα μας πάνε έτσι μέχρι τη θάλασσα;». «Σταματήστε να μας σπρώχνετε ρε μαλάκες! Θα μας πάτε δηλαδή έτσι καροτσάκι μέχρι τον Πειραιά;»
Στο ύψος της εκκλησίτσας της Καπνικαρέας τα πνεύματα και οι άνθρωποι, διαδηλωτές και μπάτσοι είχαν ηρεμήσει. Δεν σπεύδαμε πια να απομακρυνθούμε σκιαγμένοι, το βήμα μας έγινε κανονικό γιατί τα ΜΑΤ σταμάτησαν να μας κυνηγούν και να μας σπρώχνουν…
Εδώ και 30 μέτρα βλέπαμε κάποιους τουρίστες που θέλανε να προχωρήσουν την Ερμού προς τα πάνω, προς το Σύνταγμα, απορημένοι, με χαζό ύφος· δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε και γιατί κατέβαινε βιαστικό αυτό το κοπάδι ανθρώπων, οι περισσότεροι νέοι. Αυτοί που έδειχναν να μην καταλαβαίνουν απολύτως τίποτα ήταν οι Ασιάτες. Στις πατρίδες τους οι διαδηλώσεις απαγορεύονταν γι’ αυτό δεν τις αντίκριζαν παρά πολύ σπάνια, δεν είχαν ιδέα από δημοκρατία… Φωνάξαμε στους τουρίστες «back! Gο back!», «back!».
Xώθηκα στο πλήθος της πλατείας Μοναστηρακίου που στη πάνω άκρη της πλατείας άκουγε τον τύπο με την ηλεκτρική κιθάρα· και στην άλλη άκρη, προς του Ψυρρή, τα ρυθμικά, δυνατά ντραμς των Αφρικανών. Αγόρασα από έναν πάγκο με ρόδες τρεις μπανάνες και τις έφαγα να στανιάρω και να ξεϊδρώσω ακούγοντας τον γνωστό μου Σέρβο κιθαρίστα, που έπαιζε μπαλάντες ή ροκ κομμάτια που τα μετέτρεπε σε ροκ μπαλάντες. Ήταν καλός και είχε αίσθηση της μελωδίας. Χαιρετηθήκαμε και είπαμε τρεις κουβέντες περί μπάσκετ ως συνήθως, για τους Γιουγκοσλάβους κόουτς. Άζα Νίκολιτς, Μάλκοβιτς, Ίβκοβιτς, Πέσιτς, Τάνιεβιτς, Ομπράντοβιτς, Σάκοτα. Έξυπνοι προπονητές!
Το βράδυ στο ίντερνετ διάβασα με έκπληξη πως ορισμένοι διαδηλωτές με μάσκες έριξαν μολότοφ στους αστυνόμους, ψηλά, κοντά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τα ΜΑΤ ανταπόδωσαν με τις κρότου λάμψης. Ήταν αυτές που ακούσαμε έντονα ακόμη κι όσοι ήμασταν πιο κάτω, στην αρχή της Ερμού. Μετά εγώ κατηφόρισα καμιά εκατοσταριά μέτρα παρακάτω. Πριν αρχίσουμε να τρέχουμε φοβισμένοι προς τον Κεραμεικό, στην αρχή της Ερμού ακροαριστεροί κι αντεξουσιαστές διαδηλωτές έριξαν πέτρες στα ΜΑΤ που βρίσκονταν στην αρχή της Ερμού και αυτοί άρχισαν να τους πετούν τις χειροβομβίδες τους. Εμείς ακούσαμε την χλαπαταγή, τους εκκωφαντικούς θορύβους και σπεύσαμε να κατηφορίσουμε χωρίς να ξέρουμε τι συνέβη παραπάνω. Η εικόνα που είχαμε απομακρυνόμενοι, βιαστικά, ήταν θολή κι αόριστη. Δεν είδαμε τις δύο επιθέσεις των αντιεξουσιαστών στους αστυνόμους και τις αντεπιθέσεις των τελευταίων, μονάχα ακούγαμε τους τρομερούς, φρικιαστικούς κρότους και, μετά, τα θυμωμένα συνθήματα και στιχάκια. Όλα αυτά τα ακουστικά, οπτικά κι απτικά ερεθίσματα (τις σπρωξιές μεταξύ μας κ.λπ.) τα πλάσαμε με το μυαλό μας όπως θέλαμε, το ίδιο βέβαια κι οι αστυνομικοί, ο καθένας κατά τα πιστεύω και κατά τις δοξασίες του. Εγώ θύμωσα, αγρίεψα και μετά ηρέμησα ψυχραιμότερος, σύμφωνα με τα παλιά αγωνιστικά βιώματά μου. Πάντως βιτρίνες εμπορικών καταστημάτων δεν είδα να σπάνε, πάλι καλά.