Πολιτικη & Οικονομια

ΠΑΣΟΚ: Έξι φοβισμένοι υποψήφιοι

Αν ο στόχος είναι να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τότε το debate ήταν ένας πράσινος θρίαμβος

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συμπεράσματα από το ντιμπέιτ του ΠΑΣΟΚ

Αν ο στόχος είναι να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τότε το debate ήταν ένας πράσινος θρίαμβος. Η σύγκριση με τον Σύριζα είναι χαοτική. Ένα κόμμα υπό διάλυση όπου οι μεν δεν μπορούν να ανεχτούν τους δε. Οι αποχωρήσεις την επομένη των εσωκομματικών εκλογών, έχουν προαναγγελθεί κι ο διάλογος εξαντλείται σε ανταλλαγή βαρύτατων κατηγοριών για πραξικοπήματα και προδοσίες. Κι απέναντι τους 6 υποψήφιοι οι οποίοι, παρά τις διαφορές τους, μπορούν να συζητήσουν πολιτισμένα. Ποιούς θα εμπιστευθείς;

ΠΑΣΟΚ: Η διστακτικότητα των 6 υποψηφίων

Αν ωστόσο ο στόχος είναι η κυβέρνηση, τότε το debate έδειξε ότι ο δρόμος είναι μακρύς ακόμα. Οι υποψήφιοι είχαν τη δυνατότητα να απευθύνουν ερωτήσεις ο ένας στον άλλο, σε κανένα σημείο όμως δεν έγινε ουσιαστικός διάλογος. Τα περισσότερα θέματα καλύφθηκαν αποσπασματικά και με τοποθετήσεις που σπάνια ξέφυγαν από κοινοτυπίες. Σε αυτό ευθύνονται κατ αρχήν οι ίδιοι οι υποψήφιοι οι οποίοι εμφανίστηκαν υπέρ του δέοντος αμυντικοί και τρομαγμένοι. Είχαν προφανώς πιστέψει και αυτοί ότι από ένα debate κανείς δεν κερδίζει τις εκλογές, μπορεί όμως να τις χάσει. Επέλεξαν έτσι τον εύκολο δρόμο. Σε όλα σχεδόν τα ζητήματα, το κύριο μέλημα τους ήταν να φανεί πως ασκούν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση. Δεν θα άφηναν κανέναν να τους κατηγορήσει ότι δεν εμφορούνται από κομματικό πατριωτισμό ή, Θου Κύριε, ότι στραβοκοιτούν προς τα δεξιά. Έτσι τα πιο «ζωντανά» σημεία της συζήτησης ήταν οι προσωπικές αιχμές. Για τον κ. Ανδρουλάκη ότι έβρεχε ψηφοφόρους και κρατούσε ομπρέλα, για τον κ. Δούκα ότι δεν μπορεί να κρατά δύο καρπούζια, για την κ. Διαμαντοπούλου ότι απουσίαζε από το κόμμα.

Προφανώς υπάρχει σοβαρή δικαιολογία γι αυτές τις αδυναμίες. Ο τρόπος που οργανώθηκε η συζήτηση ευνοούσε την αποσπασματικότητα και σίγουρα δεν άφηνε περιθώρια για ολοκληρωμένες τοποθετήσεις. Την ίδια στιγμή ωστόσο υπήρξαν ευκαιρίες για πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις και για ανάδειξη των μεταξύ τους διαφορών. Κανείς υποψήφιος όμως δεν σήκωσε το γάντι με αποτέλεσμα σε ορισμένα ζητήματα ο θεατής να μείνει με περισσότερες απορίες από απαντήσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η εξωτερική πολιτική. Στη διάρκεια της συζήτησης αμφισβητήθηκαν βασικοί πυλώνες της. Ο Γερουλάνος πίεζε τον Δούκα να αποδεχθεί ότι η απόφασή του Δικαστηρίου της Χάγης δεν θα δικαιώσει την Ελλάδα στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Καστελόριζου. Το έκανε για να τον προβοκάρει, το έκανε επειδή διαφωνεί με την παραπομπή στη Χάγη, δεν το γνωρίζω. Κανείς υποψήφιος ωστόσο δεν θεώρησε σκόπιμο να υπερασπιστεί ανοικτά και καθαρά την πολιτική η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε από το Ελσίνκι επί Σημίτη. Αντιθέτως ο Ανδρουλάκης, όταν ρωτήθηκε ευθέως γι αυτό, προτίμησε να αλλάξει το θέμα μιλώντας για την ειδική σχέση με την Τουρκία που επιθυμούν στην Ευρώπη. Η παράλειψη γίνεται μεγαλύτερη αν πάρουμε υπόψη μας ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι, Ερντογάν και Μητσοτάκης εκδήλωσαν την πρόθεση τους ο διάλογος να προχωρήσει και στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Παρεμπιπτόντως στον ΟΗΕ ο Μητσοτάκης δεν είπε ότι αυτό είναι το μόνο θέμα που μας χωρίζει αλλά ότι είναι το μόνο «μείζον» ζήτημα που μας χωρίζει. Ο μόνος που έκανε μια συνολική τοποθέτηση για την εξωτερική πολιτική ήταν ο Κατρίνης ο οποίος βέβαια υιοθέτησε θέσεις με έντονο άρωμα της δεκαετίας του 1980. Κανείς δεν τον αντέκρουσε.

Και στην οικονομία ωστόσο δόθηκαν πολλές αφορμές για πιο ουσιαστική συζήτηση. Ο Δούκας για παράδειγμα ο οποίος έχει υποστηρίξει ευθέως ότι λεφτά υπάρχουν, τα έκανε θάλασσα όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς θα κάνει με τη φορολογία των τραπεζών από όπου υποστηρίζει ότι θα βρεθούν χρήματα για το κοινωνικό κράτος. Για την ακρίβεια μπέρδεψε τη φορολογία στα τραπεζικά κέρδη με τον φόρο επί των μερισμάτων! Άγνοια, υπεκφυγή, κανείς δεν ξέρει. Πέρασε πάντως τελείως ασχολίαστο γιατί βέβαια ποιος θα τολμούσε να προσγειώσει τη συζήτηση στον οικονομικό ρεαλισμό; Έτσι οι παρεμβάσεις εξαντλήθηκαν σε έναν ύμνο για τους μικρομεσαίους που φορολογούνται άδικα και δεν παίρνουν δάνεια. Κανείς φυσικά δεν αναρωτήθηκε πώς μπορεί να πάρουν δάνεια όταν όσοι εμπίπτουν στο νέο νόμο για τα τεκμήρια, δηλώνουν μέσο εισόδημα 268 ευρώ το μήνα; Και μια και όλοι στην κεντροαριστερά ομνύουν στον Ντράγκι, να πούμε ότι στην πρόσφατη έκθεση του το κύριο βάρος δεν είναι τόσο τα 800 δις σε επενδύσεις που θεωρεί αναγκαία όσο η επισήμανση ότι για να μπορέσει η Ευρώπη να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα, πρέπει να χαλαρώσει τους περιορισμούς για τη συνένωση επιχειρήσεων ώστε να αποκτήσουν το απαραίτητο μέγεθος για να σταθούν στην παγκόσμια αγορά. Στην Ελλάδα τι πρέπει να κάνουμε;

Υπάρχει βέβαια ακόμα μία δικαιολογία γι αυτή τη διστακτικότητα των υποψηφίων: ότι απευθύνονταν στο εσωκομματικό ακροατήριο άρα ήταν αναγκασμένοι να πλειοδοτούν σε κομματικό πατριωτισμό και αντιπολιτευτικές κορώνες. Η ένσταση είναι σωστή με τρεις ωστόσο σοβαρές επιφυλάξεις. Πρώτον δεν απευθύνονται μόνο σε αυτό το κοινό. Αντιθέτως αν δεν προσέλθουν στην κάλπη και οι ανεξάρτητοι, η όλη διαδικασία θα αποτύχει. Δεύτερον ότι την επομένη των εκλογών αμφισβητήθηκε η ηγεσία Ανδρουλάκη. Αν αυτό όμως δεν υποστηριχθεί πολιτικά τότε η εκλογή θα περιοριστεί στο φύγε εσύ έλα εσύ. Τρίτον στην Ελλάδα όλοι γνωριζόμαστε και όλοι λίγο πολύ γνωρίζουν την ταυτότητα των υποψηφίων. Αν περίμεναν κάτι από αυτή τη συζήτηση θα ήταν να δείξουν ότι μπορούν με επάρκεια να αναδείξουν και να υποστηρίξουν την πρόταση τους. Ότι δεν κρύβονται στα δύσκολα και ότι μπορούν να πάνε και κόντρα στο ρεύμα. Με δυο λόγια ότι είναι ηγέτες. Δεν το έκαναν.