Πολιτικη & Οικονομια

Ποιο ΠΑΣΟΚ, για ποιους και από ποιους; Τι ανέδειξε το ντιμπέιτ των 6 υποψηφίων

Το ηγετικό προφίλ του κάθε υποψήφιου, οι δυνατότητες και οι αδυναμίες του, και η ανάκαμψη του κόμματος

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ντιμπέιτ ΠΑΣΟΚ: To πολιτικό στίγμα των υποψήφιων αρχηγών, το μήνυμα της κάλπης και ο καινούργιος ρόλος του κόμματος στις νέες συνθήκες της μετά-κρίσης

Το προχθεσινό ντιμπέιτ για τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ κύλησε με ζωηρό αν και πολιτισμένο τρόπο, ενώ συγκέντρωσε και αρκετά μεγάλο τηλεοπτικό ενδιαφέρον, αν κρίνουμε από τα νούμερα της τηλεθέασης. Κανείς δεν μπορεί, ωστόσο, να πει πόσο και πώς ακριβώς επηρεάζει την κρίση των πολιτών μια τηλεμαχία, αλλά το σίγουρο είναι ότι αναδεικνύει το ηγετικό προφίλ του κάθε υποψήφιου, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του. Έτσι λοιπόν, εν τάχει, ας σημειώσουμε τα εξής:

Νίκος Ανδρουλάκης: Είχε αυτοπεποίθηση και άνεση στα επιχειρήματά του λόγω και των πολλών «ωρών πτήσεως» τα τελευταία χρόνια που είναι αρχηγός του κόμματος, μαζί με το πλεονέκτημα ότι είναι αυτός που ανέβασε τα ποσοστά του, φθάνοντας στο σημείο αυτό σήμερα να φιγουράρει δεύτερο στις δημοσκοπήσεις, βοηθούντος προφανώς και του καταρρέοντος ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μάλλον από τους καλύτερους της βραδιάς. Κάποιες στιγμές τον πιάσαμε κιόλας να χαμογελάει (επιτέλους). Ωστόσο, θα πρέπει να πείσει ότι εκεί που έχει φθάσει σήμερα το ΠΑΣΟΚ, δεν είναι το ταβάνι του και ότι αντιθέτως διαθέτει ακόμη μεγαλύτερες προοπτικές για το μέλλον υπό τη δική του ηγεσία. Πολύ δύσκολο. Διότι προηγουμένως θα πρέπει να πείσει ότι έχει τις δυνατότητες ισότιμης αντιπαράθεσης με τον Κ. Μητσοτάκη και ότι διαθέτει προφίλ εν δυνάμει πρωθυπουργού. Και αυτό δεν έχει προκύψει από τα στοιχεία μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η βασική κριτική που θα έπρεπε να ασκηθεί στον Ανδουλάκη από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ αφορά στο γιατί άνοιξε τις διαδικασίες εσωκομματικών εκλογών σε μια άσχετη χρονική στιγμή, μόνο και μόνο εξαιτίας του αποτελέσματος των τελευταίων ευρωεκλογών που αφενός είναι εκλογές «δεύτερης τάξης» αφετέρου, ειδικά σε αυτές του περασμένου Ιουνίου, όλα τα μεγάλα κόμματα υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Όφειλε να δείξει μεγαλύτερο σθένος στην εσωκομματική αμφισβήτηση του προσώπου του, διότι αυτή σύντομα θα ξεφούσκωνε – πόσο μάλλον όταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι σε ελεύθερη πτώση, αφήνοντας ανοικτό χώρο στο ΠΑΣΟΚ.

Άννα Διαμαντοπούλου: Είναι η μόνη με τόσο επεξεργασμένες πολιτικές προτάσεις και με πρόγραμμα, χάρη στη σχετική συστηματική ενασχόλησή της όλα αυτά τα χρόνια. Όχι σε όλους τους τομείς προφανώς, αλλά σίγουρα στο ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει αντίπαλος επί του συγκεκριμένου. Δεν θα έλεγα πάντως ότι χθες φρόντισε να αναδείξει επαρκώς αυτό το δυνατό τεχνοκρατικό της χαρακτηριστικό – ίσως να φοβήθηκε ότι θα κούραζε τους τηλεθεατές. Αλλά είναι λάθος να κρύβει κανείς τα πλεονεκτήματά του όταν η χθεσινή βραδιά ήταν για να γίνει ακριβώς αυτό. Το άλλο δυνατό της σημείο είναι ότι μπορεί, θεωρητικά πάντα, να διεκδικήσει ψηφοφόρους από το Κέντρο, δηλαδή από την ίδια δεξαμενή με τον Κ. Μητσοτάκη. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό συνιστά και την αδυναμία της, δηλαδή η γνωστή στενή της σχέση με τον Μητσοτάκη την τελευταία 5ετία και οι δημόσιες δηλώσεις της υπέρ του, καθώς και η απλόχερη υποστήριξη που έλαβε από εκείνον στην υποψηφιότητά της για την προεδρία του ΟΟΣΑ. Στη σχετική κριτική που της ασκήθηκε από τον Γερουλάνο, ότι με άλλα λόγια απουσίαζε πλήρως για μια δεκαετία από τα «πέτρινα» χρόνια του ΠΑΣΟΚ, η ίδια δεν μπόρεσε να δώσει πειστική απάντηση. Επειδή όμως στόχος της δεν είναι να απευθυνθεί στο παλιό ΠΑΣΟΚ, αλλά σε κεντρώους και κεντροαριστερούς που έχουν απομακρυνθεί από αυτό όλα τούτα τα χρόνια, η επιτυχία της υποψηφιότητάς της θα εξαρτηθεί από τον κόσμο που θα μπορέσει να κινητοποιήσει εκτός κόμματος, εφαρμόζοντας δηλαδή την ίδια τακτική με τον Κ. Μητσοτάκη στις δικές του εσωκομματικές εκλογές. Μόνο που τότε η ΝΔ διέθετε όλα τα εχέγγυα για να λειτουργήσει ως το αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, και δεν είναι αυτή η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ σήμερα, καθώς δεν θεωρείται πλέον κόμμα εξουσίας.

Χάρης Δούκας: Υπήρξε μάλλον ο χαμένος του ντιμπέιτ καθώς δεν αναδείχτηκε καθόλου το ηγετικό του προφίλ. Δεν έδειξε, με άλλα λόγια, να έχει βαθιά γνώση των μεγάλων θεμάτων ούτε να είναι επαρκώς προετοιμασμένος στις διάφορες ενότητες που συζητήθηκαν (παρότι ήταν εκ των προτέρων συμφωνημένες) ούτε για τις επιθέσεις που θα δεχόταν (παρότι ήταν αναμενόμενες). Το δικό του πλεονέκτημα είναι προφανώς η δυνατότητά του να απευθυνθεί στους αριστερούς ψηφοφόρους, που ιδίως σήμερα με τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζουν χαμένοι και ανέστιοι. Αντίθετα με τη Διαμαντοπούλου, εκείνος βλέπει προς τα αριστερά τον «ζωτικό χώρο» του ΠΑΣΟΚ. Διακηρυγμένη επιθυμία του (ή περίπου διακηρυγμένη), θα ήταν η συνένωση όλου του κεντροαριστερού και αριστερού χώρου υπό την αρχηγία του. Μόνο που παρά τις παλινωδίες του χώρου, τίποτε δεν προδιαθέτει αυτή τη στιγμή την ευόδωση ενός τέτοιου σεναρίου, και μάλιστα υπό τη δική του σκέπη. Και τούτο διότι ο ίδιος μοιάζει να έχει μια οπορτουνίστικη στάση απέναντι στην εξουσία. Έτσι, δεν μπόρεσε να απαντήσει καθόλου πειστικά πως θα καταφέρει να ανταποκριθεί στα παράλληλα βαριά καθήκοντα του δημάρχου Αθηναίων και του αρχηγού κόμματος, στην περίπτωση που κερδίσει (και) το δεύτερο. Ούτε γιατί αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα, μόλις λίγους μήνες μετά την εντελώς αναπάντεχη μάλιστα εκλογή του στη δημαρχία της Αθήνας, προδίδοντας έτσι τους ψηφοφόρους που τόλμησαν να εμπιστευτούν ένα μάλλον άγνωστο αλλά πολλά υποσχόμενο πρόσωπο. Ξεπερασμένη ακόμη και με τα αριστερά μέτρα ακούγεται και η στείρα κριτική του στο νεοφιλελευθερισμό. Αλίμονο, δεν πάσχει από αυτό η χώρα, αλλά από την αναποτελεσματικότητα του κράτους.

Παύλος Γερουλάνος: η βαθιά του και απροσποίητη ευγένεια και το ωραίο πείσμα του να παλεύει τόσα χρόνια μέσα στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ για κάτι καλύτερο, τον κάνουν φοβερά συμπαθή και κυρίως μας θυμίζουν κάτι πολύτιμο: ότι πολιτική δεν σημαίνει σώνει και καλά ένα ανθρωποφαγικό παιχνίδι τοξικών και εξουσιομανών τύπων με αρριβίστικες διαθέσεις. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να κρύψει την απουσία επεξεργασμένων προτάσεων από την πλευρά του, καθώς συχνά όσα υποστηρίζει μοιάζουν με εκθέσεις ιδεών. Πρόκειται ουσιαστικά για γενικόλογες τοποθετήσεις, πολύ ευχάριστες για μια ωραία συζήτηση με κρασί, αλλά χωρίς να συνιστούν ένα συνολικό σχέδιο για τη χώρα. Αφήνω την επιμονή του με την επιστροφή στις αρχές του «ιδρυτή» Ανδρέα Παπανδρέου που μοιάζει εντελώς αναντίστοιχη με το δικό του αντιλαϊκιστικό προφίλ. Του πιστώνεται πάντως ότι ήταν ο μόνος στο ντιμπέιτ που είχε την τόλμη να τοποθετηθεί με τόσο ψύχραιμο, ρεαλιστικό και αντιεθνικιστικό λόγο ως προς τα ελληνοτουρκικά, όταν πολλοί απέναντί του πλειοδότησαν σε «υπερήφανα βέτο» στη γείτονα, ενώ όπως αποδείχτηκε από την κουβέντα μάλλον δεν ήξεραν καν τι σημαίνει αυτό στην πράξη.

Τέλος, ο Μιχάλης Κατρίνης εμφανίστηκε με αυτοπεποίθηση, δυναμικός και ετοιμόλογος, και μοιάζει να έχει μέλλον ως πρωτοκλασάτο στέλεχος του κόμματος, αρκεί να περιορίσει τις «πατριωτικές» κορώνες που δεν εκπαιδεύουν προς τη σωστή κατεύθυνση την κοινή γνώμη – συμβουλή που παρεμπιπτόντως θα αφορούσε και τον Χ. Δούκα. Η δε Νάντια Γιαννακοπούλου που αναλώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές επιθέσεις στον Ν. Ανδρουλάκη, είναι χρήσιμο να κατανοήσει, για το δικό της όφελος, ότι πολιτική δεν σημαίνει ξεκαθάρισμα λογαριασμών με όσους τυχόν μας έχουν αδικήσει, αλλά υλοποιήσιμες προτάσεις που να βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών.

Τα όσα, όμως, ειπώθηκαν παραπάνω δεν υποδεικνύουν αναγκαστικά και ποιος θα επικρατήσει στο τέλος. Αυτό θα κριθεί από το ποιοι θα πάνε να ψηφίσουν στις κάλπες και τι άποψη θα έχουν εκείνοι, και μόνο εκείνοι, για το μέλλον του ΠΑΣΟΚ. Ακόμη πιο θολό είναι, εξάλλου, αυτή τη στιγμή ποιες θα είναι οι συμμαχίες που θα προκύψουν στον δεύτερο γύρο, ανάλογα με τους δύο τελικούς διεκδικητές. Εκείνο που είναι πιο εύκολο να προβλέψει κανείς είναι ότι η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τα ηγετικά πρόσωπα, χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία τους. Εξαρτάται από το αν έχει ολοκληρώσει ή όχι την ιστορική του αποστολή ως κυρίαρχο κόμμα της μεταπολίτευσης, και κυρίως αν μπορεί να πείσει ότι έχει βρει έναν καινούργιο ρόλο να παίξει στις νέες συνθήκες της μετά-κρίσης που ζούμε. Και αυτή η δύσκολη αλλά απαραίτητη συζήτηση δεν έχει γίνει ακόμη στο κόμμα αυτό που καθόρισε την πολιτική ζωή της χώρας μετά το 1974 αλλά που του χρεώθηκε και η μεγαλύτερη ευθύνη για τα δεινά της μετά το 2010.