Πολιτικη & Οικονομια

Οι εκλογές της 6ης Οκτωβρίου δεν αφορούν μόνο το σημερινό ΠΑΣΟΚ

Η τηλεμαχία των υποψηφίων: ένα δημοσιογραφικό και πολιτικό επίτευγμα στο οποίο φάνηκαν οι καινούργιες τάσεις στην ελληνική σοσιαλδημοκρατία

Γιάννης Στεφανίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ενδιαφέρουσα τηλεμαχία του ΠΑΣΟΚ και τα συμπεράσματα που βγήκαν από αυτήν

Αυτό το διάστημα εκτυλίσσεται στην πολιτική ζωή της χώρας ένα ενδιαφέρον πείραμα: Πρόκειται για την ανάδειξη ηγεσίας στο τρίτο, σε κοινοβουλευτικές έδρες, κόμμα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο, ωστόσο, έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί δεύτερο σε πραγματική επιρροή, καθώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ) αποσυντίθεται με ταχύ ρυθμό.

Οι επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της τελευταίας δεκαπενταετίας θυμίζουν roller coaster: Aπό τα υψηλά διψήφια της προ κρίσης εποχής καταβυθίστηκαν σε χαμηλά μονοψήφια στην κορύφωση του αντιμνημονιακού πυρετού, για να αρχίσουν μια σταθερή μεν, αργή δε ανάκαμψη μετά την «πρώτη φορά Αριστερά». Αργή, καθώς δεν έχει ακόμα κατορθώσει να πιάσει ούτε το ιστορικό 13% του 1974.

Οι δύο δρόμοι του ΠΑΣΟΚ

Για να επιταχύνει την ανάκαμψη, η όποια ηγεσία του ΠΑΣΟΚ βλέπει να ανοίγονται μπροστά της δύο δρόμοι. Ο εύκολος δρόμος —με όρους μυθολογίας, η «οδός της κακίας»— είναι η προσφυγή στη δοκιμασμένη μέθοδο του καταγγελτικού λόγου και των ακοστολόγητων υποσχέσεων – αυτό που συνήθως αναγνωρίζεται ως «λαϊκισμός». Αυτός ο δρόμος συχνά οδηγούσε στην εξουσία. Μετά το 2019, (και εδώ πρέπει να επισημανθεί η συμβολή δύο αρχηγών, η ακούσια του Αλέξη Τσίπρα και η συνειδητή του Κυριάκου Μητσοτάκη), ο λαϊκισμός δεν ωφέλησε τα κόμματα εξουσίας, αλλά την κατακερματισμένη αντιπολίτευση των άκρων του πολιτικού φάσματος. Βέβαια, οι ψηφοφόροι τείνουν να ξεχνούν κι έτσι δεν αποκλείεται τα παχιά λόγια να ανακτήσουν τη γοητεία τους στο μέλλον.

Ο δύσκολος δρόμος —η «οδός της αρετής»— συνίσταται σε μια προσπάθεια, αφενός, να παρουσιαστούν τα πραγματικά προβλήματα της χώρας χωρίς εξωραϊσμούς, και, αφετέρου, να προταθούν λύσεις, οι οποίες, εκ των πραγμάτων, είναι επώδυνες για μεγάλες κατηγορίες πολιτών. Το μειονέκτημα του δρόμου αυτού είναι ότι δεν ανταποκρίνεται στην ψυχολογία του μέσου ανθρώπου. Όλοι τείνουμε να επιλέγουμε την πιο ευχάριστη ή ανώδυνη λύση στα προβλήματά μας. Χρειάζεται να επιστρατεύσουμε τη λογική και τη, συχνά επώδυνη, εμπειρία μας, ώστε να διακρίνουμε ανάμεσα στη βραχυχρόνια ανακούφιση και τη πιο μακροχρόνια θεραπεία.

Συνήθως, βέβαια, μετά την άνοδο των κομμάτων στην εξουσία, οι εύκολες λύσεις αποδεικνύονται ανέφικτες ή ασύμφορες, αλλά και η δραστική επίλυση προβλημάτων συναντά ανυπέρβλητες αντιστάσεις. Το αποτέλεσμα είναι η στροφή στην απλή διαχείριση μιας προβληματικής κατάστασης (κλωτσάμε το τενεκεδάκι ή «Άσ’ το γι’ άλλοτε»).

Το ΠΑΣΟΚ έζησε έντονα αυτά τα διλήμματα ιδίως την περίοδο 1996-2004. Στους κόλπους του συνυπήρχαν πάντοτε θιασώτες αλλά και σφοδροί πολέμιοι του ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της χώρας κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Στη διάρκεια της κρίσης, οι πολέμιοι των μεταρρυθμίσεων και υπέρμαχοι των κεκτημένων μετακινήθηκαν μαζικά προς ΣΥΡΙΖΑ μεριά. Μια μικρότερη, αλλά κρίσιμη μάζα σταδιακά έδωσε την υποστήριξή της στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σήμερα, το στοίχημα για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι να πετύχει αμφίπλευρο επαναπατρισμό παλαιών οπαδών και, βέβαια, να εμπνεύσει νέους ψηφοφόρους.

Χθες, στην τηλεμαχία μεταξύ των έξι υποψηφίων για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (σημαντικό επίτευγμα για τα πολιτικά μας ήθη αυτή καθαυτή), φάνηκε ότι δύο υποψήφιοι επέλεξαν να επικεντρωθούν σε ουσιώδη προβλήματα της χώρας και να προτείνουν μακροπρόθεσμες λύσεις. Πιο προγραμματικά η κυρία Διαμαντοπούλου, κάπως πιο αποσπασματικά ο κύριος Γερουλάνος, μίλησαν για ζητήματα, όπως η εξωστρέφεια της οικονομίας, η κλιματική αλλαγή, η (αμφίδρομη) μετανάστευση, η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αλλά και της στέγης, που θα επηρεάσουν καθοριστικά τις ζωές μας τις επόμενες δεκαετίες.

Δύο άλλοι υποψήφιοι επέλεξαν να ρίξουν το βάρος είτε στην καταγγελία της «νεοφιλελεύθερης λαίλαπας» είτε στην αναβάπτιση του ΠΑΣΟΚ στο «πατριωτικό» του παρελθόν των αδιαπραγμάτευτων «κόκκινων γραμμών». Τόσο όμως ο κύριος Δούκας όσο και ο κύριος Κατρίνης έμοιαζαν να λησμονούν ότι ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραψε «κόκκινες γραμμές» (στο Νταβός, το 1988) και βάδισε την οδό των αποκρατικοποιήσεων (μετά το 1993), στην οποία άνοιξε βήμα ο διάδοχός του Κώστας Σημίτης. Τα αποτελέσματα ήταν, αφενός η ουσιώδης πρόοδος στη γεφύρωση των διαφορών μας με την Τουρκία, μέχρι το 2003· αφετέρου, η ένταξή μας στην Ευρωζώνη.

Ο κύριος Ανδρουλάκης, ίσως στην καλύτερη τηλεοπτική του παρουσία στα χρονικά, έπρεπε να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του, που, μέχρι στιγμής, δεν διευρύνουν την εμβέλεια του ΠΑΣΟΚ. Η κυρία Γιαννακοπούλου έδωσε υπερβολικά προσωπικό τόνο στις παρεμβάσεις της, με αποτέλεσμα να μη διακρίνονται εύκολα οι θέσεις της για τα προβλήματα.

Έρχεται, λοιπόν, η ώρα του πολίτη. Εκείνου που ενδιαφέρεται να αποκτήσει η χώρα σοβαρή αντιπολίτευση και εναλλακτική πρόταση εξουσίας, μακριά από τον εθνολαϊκισμό που ευδοκιμεί στα άκρα. Θα μπει στον κόπο συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία; Θα επιλέξει υποψηφιότητα με βάση όχι την εικόνα αλλά το πολιτικό της στίγμα; Αυτό είναι το πρώτο στάδιο του πειράματος. Από την έκβασή του θα κριθεί αν θα περάσουμε και στο επόμενο, την ανάδειξη ενός εναλλακτικού, αξιόπιστου πόλου εξουσίας.