- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μήπως μας τελείωσαν οι αυτοδυναμίες;
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση έχουν μπροστά τους δύσκολα διλήμματα
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση κοιτάζουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Αν όμως κανείς δεν έχει αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές, τότε η μεταξύ τους συνεργασία μπορεί να είναι μονόδρομος
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν μια ενδιαφέρουσα ομοιότητα με τα αποτελέσματα των εκλογών του 2012: και στις δύο περιπτώσεις τα ποσοστά των κομμάτων καθιστούν αδύνατον να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το 2012 είχαμε τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με ολίγη από ΔΗΜΑΡ. Σήμερα;
Φυσικά τρία χρόνια είναι πολλά και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των επόμενων εθνικών εκλογών. Πίσω από τους αριθμούς ωστόσο μπορούμε να διακρίνουμε δύο ομόλογες πολιτικές εξελίξεις οι οποίες μας δείχνουν ότι ενδεχομένως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μονιμότερη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Ότι δηλαδή μία από τις παράπλευρες συνέπειες της κρίσης είναι το τέλος του δικομματισμού και των αυτοδύναμων πλειοψηφιών. Και ότι η δεκαετία που μεσολάβησε ήταν κατά κάποιο τρόπο μεταβατική καθώς διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες οι οποίες αποδεικνύονται προσωρινές και θνησιγενείς. Για να το πούμε διαφορετικά, έχουν πέσει τραγικά έξω όσοι περίμεναν ότι θα είχαμε απλώς μια εναλλαγή κομμάτων και ότι θα επιστρέφαμε σε έναν καθαρό δικομματισμό, όπου απλώς τη θέση του ΠΑΣΟΚ θα την έπαιρνε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μένει να φανεί αν θα περάσουμε και σε μια επόμενη φάση όπου ο κανόνας θα είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας.
Η αρχή της νέας εποχής, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, έγινε το 2015 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ σχημάτισαν τη γνωστή κυβέρνηση συνεργασίας, με βασικό πολιτικό πρόταγμα την κατάργηση των μνημονίων και της λιτότητας. Η κυβέρνηση αυτή εξέφραζε ένα κράμα αριστερών με ριζοσπαστικές αντιλήψεις, λαϊκιστών παραδοσιακής, πασοκικής κοπής, αγανακτισμένων απροσδιόριστης ιδεολογίας και ακροδεξιών αντιευρωπαϊστών οι οποίοι αποχώρησαν από τη ΝΔ. Ήταν μια πλειοψηφία η οποία στην πραγματικότητα άρχισε να αποσυντίθεται από την πρώτη ημέρα της υπογραφής του τρίτου μνημονίου. Κρατήθηκε για ένα διάστημα με συγκολλητική ουσία την εξουσία. Έχασε τις εκλογές το 2019 και το 2023 φάνηκε ότι είχε οριστικά εκμετρήσει το ζειν.
Τη θέση της πήρε το 2019 μια άλλη καινούργια πλειοψηφία. Στον πυρήνα της βρισκόταν η συμπόρευση της κεντροδεξιάς με ένα μέρος της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς. Μια συμμαχία η οποία εκφράστηκε προσωπικά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η συνοχή της βρίσκεται σήμερα υπό δοκιμασία για δύο κατ’ αρχήν λόγους. Ο πρώτος είναι η μεταρρυθμιστική κόπωση και η αδυναμία της κυβέρνησης να προωθήσει τις σημαντικές αλλαγές τις οποίες επαγγέλθηκε. Και ο δεύτερος είναι μια εμφανής στροφή προς τα δεξιά. Στόχος είναι η συγκράτηση των απωλειών προς τα νεοπαγή σχήματα που διεκδικούν τον χώρο με αξιόλογες επιδόσεις.
Κάθε καινούργια συμμαχία βέβαια έχει ως επακόλουθο ή ως προϋπόθεση και μία ρήξη. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η ρήξη, η οποία οδήγησε στην πολιτική του επικράτηση, ήταν στο ΠΑΣΟΚ από όπου αποχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής του βάσης. Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι μπήκε τέλος στη συνύπαρξη των εκσυγχρονιστών, των μετριοπαθών κεντρώων και των λαϊκιστών. Στην περίπτωση της ΝΔ πάλι η ρήξη ήταν προς τα δεξιά καθώς έχασε ένα κομμάτι παραδοσιακών ψηφοφόρων της. Κυρίως δηλαδή αυτών που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ευρωσκεπτικιστές και οι οποίοι καλύτερα εμπίπτουν στην κατηγορία όσων στη διάρκεια της κρίσης ονομάστηκαν εθνολαϊκιστές.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση έχουν μπροστά τους δύσκολα διλήμματα. Οι νέες πλειοψηφίες, αυτές στις οποίες στηρίχθηκαν οι κυβερνήσεις την προηγούμενη δεκαετία, δείχνουν ότι εξαντλούν τη δυναμική τους, την ώρα που τα παλαιά τραύματα όχι μόνο δεν έχουν επουλωθεί αλλά αντιθέτως αποκτούν μονιμότερα χαρακτηριστικά οδηγώντας στον πολυκερματισμό.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι φανερό ότι σε πρώτη προτεραιότητα έχει μπει το σταμάτημα της αιμορραγίας προς τα δεξιά. Αυτό το επιβάλουν και εσωκομματικές σκοπιμότητες καθώς είναι φανερό ότι οι αντιφρονούντες στο κόμμα παίζουν συστηματικά το δεξιό, λαϊκιστικό χαρτί, τόσο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής όσο και στην οικονομία ή στα ζητήματα κοινωνικών δικαιωμάτων. Αν καταφέρει να μειώσει τα ποσοστά της ακροδεξιάς στα προ κρίσης επίπεδα, η στρατηγική αυτή μπορεί να αποδώσει. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να έχει κάνει ένα άνοιγμα χωρίς αντίκρισμα και στο δρόμο να ανακαλύψει ότι έχει χάσει τους μετριοπαθείς του κέντρου.
Ανάλογα διλήμματα ωστόσο έχει και η αντιπολίτευση, κυρίως το ΠΑΣΟΚ δηλαδή καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ τείνει ταχέως να γίνει πολιτικά αμελητέα ποσότητα. Πρέπει να πάρει πίσω τον κόσμο του που πήγε στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους που πήγαν στη ΝΔ. Τους δεύτερους τους έχει ανάγκη όχι μόνο εκλογικά αλλά και πολιτικά, αν θέλει να αποκτήσει κυβερνητική αξιοπιστία. Για την ώρα πάντως δείχνει ότι επιλέγει τους πρώτους υιοθετώντας έναν πολιτικό λόγο αντιδεξιάς καταγγελίας. Κινδυνεύει να ανακαλύψει ωστόσο ότι αυτοί οι ψηφοφόροι έχουν μετακομίσει οριστικά για άλλες πολιτείες. Άλλοι σπίτι τους άλλοι στους πιο αυθεντικούς εκφραστές του λαϊκισμού. Πολλά θα εξαρτηθούν βέβαια από το ποιος θα εκλεγεί στην ηγεσία του καθώς θα τεθούν υπό κρίση όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και οι διαφορετικές στρατηγικές που εκφράζουν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση κοιτάζουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Η πρώτη προς τα δεξιά, η δεύτερη προς τα αριστερά. Αν όμως κανείς δεν έχει αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές, τότε η μεταξύ τους συνεργασία μπορεί να είναι μονόδρομος, τουλάχιστον αν δεν θέλουμε να πάμε σε κυβερνήσεις από τερατογένεση. Ίσως και να μετανιώσουν που δεν κοίταζαν από την αρχή προς το κέντρο.