Πολιτικη & Οικονομια

Edito 266

Ζέστη, καινούργια ζέστη, όχι αυτή η παλιά που τη λέγαμε καύσωνα, τώρα στους 32 βαθμούς έχεις δύσπνοια

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 266
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ζέστη, καινούργια ζέστη, όχι αυτή η παλιά που τη λέγαμε καύσωνα, τώρα στους 32 βαθμούς έχεις δύσπνοια, βαριά, κολλάει, υγρή στα ρούχα. Ζέστη με βροχή, ξαφνικές νεροποντές, Κυριακές με βροχή και ήλιο, μετά τα ρούχα κολλάνε επάνω σου. Αχνίζουν. Τα λουλούδια στο απέναντι μπαλκόνι ξεράθηκαν. Κάθε χρόνο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περιποιείται τις γλάστρες, τις καθαρίζει, φυτεύει καινούργια, το μπαλκόνι ένας πράσινος κήπος. Μετά, μόλις σουρούπωνε, μ’ ένα μικρό φως, χαμηλή μουσική, έπιναν ένα ποτό. Ήσυχοι, χωρίς πολλά λόγια, μια ερώτηση, μια απάντηση, κρυμμένοι στα πράσινα φύλλα. Τα φυτά κιτρίνισαν, ένα συνεργείο καθαρίζει το μπαλκόνι, μαζεύει, πετάει τις γλάστρες, βάφει, το μπαλκόνι δεν είναι πια πράσινο, δεν ακούγονται ήχοι από ποτήρια, το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν θα ξαναβγεί στο μπαλκόνι. Εμείς οι άνθρωποι φεύγουμε για πάντα.

Βράδυ, ζέστη, βαριές στάλες ξαφνικά στην τέντα, δυναμώνουν, ο θόρυβος της βροχής νικάει το αιρκοντίσιον. Ένα λευκό σκυλάκι μόνο του σ’ ένα μπαλκόνι γαβγίζει παραπονεμένο, φοβάται τη βροχή. Μουσική από το δρόμο, ένα κάμπριο αμάξι, δυο κορίτσια γελάνε, βρέχονται και δεν τα νοιάζει, αστράφτουν, κοιτάνε ψηλά, κατέβα λένε γελώντας, μη φοβάσαι, δεν θα λιώσεις.

Οδηγάει γρήγορα στους δρόμους του νησιού, μιλάει συγχρόνως, εξηγεί, είναι όμορφος, ξανθός, 18 χρονών, με αυτοπεποίθηση παίρνει τις στροφές, γελάει, μιλάει με αυτές τις σύντομες, κοφτές, μισές φράσεις που λένε τα παιδιά της ηλικίας του. Τον λένε Ρετζιάν. Τη μητέρα του Βασιλική. Τα ονόματά τους δείχνουν το βαθμό προσαρμογής τους, το βαθμό της δικιάς μας προσαρμοστικότητας. Η πρώτη γενιά κρυβόταν, άλλαζε ονόματα, έπρεπε να μοιάζει με τους ντόπιους. Η δεύτερη γενιά είναι ντόπιοι, ζουν, μιλάνε όπως εμείς, είναι οι νέοι συμπολίτες μας, μπορούν να έχουν ό,τι όνομα θέλουν, μπορούν να έχουν το δικό τους.

Το μπαρ είναι στην παραλία, έχει ωραία μουσική, σκοτάδι. Φωσφορίζουν φουστάνια, αστράφτουν μάτια, χαμόγελα με άγνωστους αποδέκτες, χορεύουν, οι γνωστές κινήσεις, η χορογραφία της πρόκλησης. Της μιλάει επίμονα, ενώ οι φίλοι του τον παροτρύνουν. Εκείνη αδιάφορη, μπλαζέ. Κοιτάω ερωτηματικά, να βγάλει πρώτα τις σαγιονάρες πριν έρθει να μου μιλήσει, εξηγεί περιφρονητικά. Ασύμβατοι κόσμοι. Μικρά μαύρα φουστανάκια, λευκά διαφανή, στρινγκ που φαίνονται, τοπ, στενά σορτσάκια, ώμοι γυμνοί που γυαλίζουν, ξεκούμπωτα πουκάμισα, χωρίς σουτιέν, σουτιέν προκλητικά, σάρκα λαμπερή, εκτεθειμένη, πέδιλα με δέκα πόντους τακούνι, κινήσεις επαγγελματικές, η παράσταση της σαγήνης. Αυτοί κολεγιακά μπλουζάκια, φαρδιές μακριές βερμούδες, σνίκερς ή σαγιονάρες. Αυτοί μοιάζουν να έρχονται για την πενταήμερη του σχολείου, αυτές έτοιμες ν’ ανέβουν στη σκηνή, μπαλέτο στο Λας Βέγκας. Δυο κόσμοι χωριστά που δεν μπορούν να συναντηθούν. Οι επιθυμίες βαριές στην ατμόσφαιρα, δεν μπορούν να συντονιστούν. Η θηλυκότητα εξαντλείται στην παράσταση, λείπει η επιθυμία, ο πόθος. Υπολογιστικά βλέμματα, οι γυναίκες δεν το καταλαβαίνουν αλλά τα μάτια τους λένε ακριβώς τι ψάχνουν. Και για να ’σαι εντάξει, πρέπει να πεις δεν είμαι εγώ ο άντρας που ψάχνεις, γλυκιά μου. Ενώ οι άντρες δεν είναι τόσο ολοκληρωτικοί. Τους αρκεί το σεξ, η επαφή, η περιπέτεια. Οι άντρες νιώθουν τον πόθο αλλά αγχώνονται μπροστά στις προκαταβολικές απαιτήσεις, πίσω από κάθε χορεύτρια κρύβεται ένας εισαγγελέας. Μόνον όταν μια γυναίκα ποθήσει σωματικά έναν άντρα μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο συμπεριφέρονται έτσι σαν πεινασμένοι για τη σάρκα, τη μυρωδιά, τη γεύση μιας γυναίκας, σχεδόν σαν κανίβαλοι.

Γελάει, είσαστε τόσο απλοϊκοί οργανισμοί, ψιθυρίζει ειρωνικά, τα δικά σου μάτια τι λένε, άσε τους άλλους.

Πολύ κουρασμένος για να απαντήσω κάτι έξυπνο, τελειώνω την τελευταία γουλιά στο ποτήρι. Στο παγωτατζίδικο της παραλίας ένα ζευγάρι τσακώνεται. Μου είχες πει πως θα ’ταν όλα τέλεια. Μου το υποσχέθηκες, τώρα πάει. Μόνο αυτό ήθελα, μόνο αυτό σου ζητάω! Με κατεβασμένο κεφάλι αυτός ακούει, σιωπηλός, κάθε άντρας είναι ένοχος για την απογοήτευση μιας γυναίκας. Οι γυναίκες έχουν την αυταπάτη ότι οι σχέσεις θα είναι τέλειες. Τίποτα δεν είναι τέλειο στον κόσμο μας. Όμως αυτό δεν θα το αποδεχτούν ποτέ. Και έχουν βρει τον ένοχο.

Πλησιάζει στο ψυγείο. Μουτρωμένη. Τα κορίτσια είναι πολύ όμορφα μετά τη θύελλα. Τα διεγείρουν οι καυγάδες, τα μάτια της διάφανα από τα δάκρυα λάμπουν. Παγωτό θέλετε; ρωτάει κομπιάζοντας ο νεαρός από την άλλη μεριά του ψυγείου. Όχι, ξινομυζήθρα, απαντάει θυμωμένα. Όμορφη, έξυπνη, ειρωνική και ευάλωτη. Δεν αντιστέκεται κανένας. Εννοούσα τι παγωτό, ψελλίζει απελπισμένα αυτός, χάνει τελείως τα λόγια του. Κανείς άντρας δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σε μια δακρυσμένη γυναίκα. Είναι εργοστασιακό ελάττωμα.

Μεσημεριανός ύπνος στην παραλία. Απογεύματα στην άμμο, χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα. Με τον ήλιο να καίει και σάλιο στα χείλη. Εικόνες συγκεχυμένες, όχι μεμονωμένες, η μια πάνω στην άλλη, σου ’ρχονται στη μνήμη, χάνονται, επανέρχονται. Πάντα κάτι σου διαφεύγει, κάτι αλλάζει, κάτι χάνεται, τα ονόματα, το τέλος της ιστορίας. Πρέπει να μάθεις να ζεις μ’ αυτά που θυμάσαι.