Πολιτικη & Οικονομια

Μια ιστορία για τον Λευκό Οίκο

«Κατάλαβαν ποια είναι, από πού έρχεται, πώς βρέθηκε μπροστά τους και βέβαια τι τη νομιμοποιεί να ζητήσει τη ψήφο τους»

Αγγελική Κοσμοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η καθηλωτική ομιλία της Καμάλα Χάρις στο Συνέδριο των Δημοκρατικών

Τις προάλλες, ένα βράδυ που δεν με έπαιρνε ύπνος, είδα στο Netflix μια παλιά ταινία που επέλεξα προσβλέποντας στις κατευναστικές της ιδιότητες. «Θα τη δω στο κινητό και θα αποκοιμηθώ», σκέφτηκα και πάτησα το κουμπί.

Η ιστορία γνωστή. Ο πετυχημένος άντρας συναντιέται τυχαία με την ωραία αλλά φαινομενικά ασήμαντη ύπαρξη. Μια δική της επιπόλαια κίνηση -το να φορέσει τα ακριβά ρούχα μιας άλλης, εν προκειμένω- σε συνδυασμό με το ότι τη συναντά στην πολυτελέστατη σουίτα ενός ακριβού νεοϋορκέζικου ξενοδοχείου τον κάνουν να υποθέσει πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή γυναίκα του κύκλου του. Περνάει ένα γεμάτο δίωρο για να καταλάβει ο ήρωας πως πρόκειται για την καμαριέρα του ξενοδοχείου στο οποίο κατέλυσε, να αντιληφθεί πως τον εξαπάτησε, να τη συγχωρέσει και να καταλήξουν στο τέλος ευτυχισμένοι μαζί.

Η περιγραφή μου δεν δικαιώνει απολύτως την πλοκή, αλλά πιστεύω πως συνεννοηθήκαμε. Η ταινία είναι «Η Καμαριέρα», μια ρομαντική παραγωγή με την Τζένιφερ Λόπεζ και τον Ρέιβ Φάινς και έχει ενδιαφέρον για τη συζήτησή μας γιατί ο πρωταγωνιστής της είναι πολιτικός. Υποψήφιος Γερουσιαστής, για την ακρίβεια, ο οποίος έρχεται στη Νέα Υόρκη μαζί με τους συνεργάτες του για να συναντηθεί με παράγοντες και να παραστεί σε εκδηλώσεις.

Καμάλα Χάρις: Η καθηλωτική ομιλία της στο Συνέδριο των Δημοκρατικών

Σε μια συνομιλία τους στον δρόμο, εκείνος λέει πως θα πάει στο Μπρονξ για να μιλήσει για στεγαστικές πολιτικές. Εκείνη, ισπανικής καταγωγής και μεγαλωμένη στο Μπρονξ, τον ρωτά πώς μπορεί να μιλήσει για κάτι τέτοιο αφού δεν έχει πάει ποτέ εκεί. Εκείνος απαντά αυτάρεσκα πως «θα βρει κάτι να πει». Στο λεπτό αντιλαμβανόμαστε το χάσμα των κόσμων τους και, μαζί του, ένα χάσμα της σύγχρονης πολιτικής, η οποία συχνότατα ασκείται από πρόσωπα που ουδέποτε έβρεξαν τα πόδια τους στα νερά ενός κανονικού επαγγέλματος ή μιας κανονικής διαδρομής.

Μετά το τέλος της ταινίας που, παρά τις προθέσεις μου, δεν με βοήθησε να αποκοιμηθώ, διέτρεξα το social media feed μου, όπου φίλοι και συνάδελφοι από τις ΗΠΑ ήδη παραληρούσαν για την ομιλία της Κάμαλα Χάρις στο Συνέδριο των Δημοκρατικών λίγο νωρίτερα. Δεν μπορούσα παρά να μπω να την ακούσω. Και την άκουσα καθηλωμένη. 

Ήταν ένα μάθημα για τη χρήση του storytelling στην πολιτική και στον δημόσιο λόγο εν γένει. Μάθημα ιδιαίτερα σημαντικό – και όχι μόνον για εμάς που ζούμε σε μια χώρα στην οποία η πολιτική επικοινωνία περιλαμβάνει ακόμα φράσεις όπως «έχω όρεξη να προσφέρω» ή «είναι καλός ομιλητής» ή «τα λέει ωραία» ως κριτήρια ψήφου.

Βγαίνοντας στη σκηνή, η Κάμαλα Χάρις είχε να αντιμετωπίσει διαμιάς αρκετές προκλήσεις. Ήταν η πρώτη έγχρωμη γυναίκα που θα διεκδικούσε υποψηφιότητα για την προεδρεία. Απευθυνόταν σε ένα κοινό μοιρασμένο 50-50 ανάμεσα σε εκείνην και τον αντίπαλό της. Κυρίως, ήταν ουσιαστικά άγνωστη στο ακροατήριο. Για την ακρίβεια, οι επαγγελματικές περγαμηνές και η πολιτική της διαδρομή στη διάρκεια της θητείας της ως Αντιπροέδρου ήταν γνωστές, αλλά μέχρι εκεί. Ακόμα και η αυτοβιογραφία της εστίαζε στα επαγγελματικά της επιτεύγματα, δίνοντας λίγο μόνον χώρο στην αρχή στην παιδική της ηλικία.

Αν προσθέσουμε σε αυτά το ότι είχαν προηγηθεί μόλις 30 μέρες προετοιμασίας από την ανακοίνωση της πρόθεσής της, ήταν αδύνατον να κερδίσει μόνο με την πολιτική της πρόταση. Δεν μπορούσε να κερδίσει απευθυνόμενη μόνο στη λογική των ψηφοφόρων –όχι επειδή δεν ήταν επαρκής ή πειστική, αλλά επειδή στην πράξη δεν είναι αυτό το κριτήριο επιλογής στην πολιτική. Αν ήθελε να φτάσει στο κοινό, έπρεπε να στοχεύσει στην καρδιά. Στο συναίσθημα. Να μοιραστεί μια ιστορία που θα δείχνει ποια είναι αληθινά. Τη δική της ιστορία.

Το αποφάσισε ορθά και το έκανε αριστοτεχνικά. Η ιστορία της έδειξε στο κοινό όσα χρειάζονταν για να τη γνωρίσει, πέρα από τίτλους και επιτυχίες. Είχε σκηνές από την παιδική της ηλικία. Είχε τους γείτονες που ήταν μια οικογένεια από επιλογή. Τις συχνές μετακινήσεις και τις οικονομικές δυσκολίες. Είχε τα λόγια των γονιών της που καλλιέργησαν μέσα της τη διάθεση να προσφέρει και την αίσθηση της δυνατότητας. Είχε τον πατέρα της να της λέει «Τρέξε, Κάμαλα, τρέξε. Μη φοβάσαι. Μην αφήσεις τίποτα να σε σταματήσει». Είχε τη μητέρα της. Ειδικά εκείνη. Μια «πανέξυπνη κοντούλα με καστανό δέρμα και ξενική προφορά» που στα 19 της διέσχισε μόνη της τον κόσμο, βρέθηκε από την Καλκούτα στην Καλιφόρνια με το όνειρο να ανακαλύψει τη θεραπεία για τον καρκίνο του μαστού και της μετέδωσε το πάθος να κυνηγάει τα όνειρά της. Την ίδια μητέρα που έμαθε στις κόρες της να μην αφήνουν τους άλλους να ορίσουν ποιες είναι και τι μπορούν να καταφέρουν, όπως και να αντιμετωπίζουν την αδικία αντί να παραπονιούνται για αυτήν.

Σε ένα κοινό αμήχανο και διχασμένο, κατάφερε να γίνει ορατή και προσηνής. Όχι με ευχολόγια και πολιτικά τεχνάσματα, αλλά προτάσσοντας την αλήθεια και την ευαλωτότητα. Κι όταν τελείωσε, μπορούσαν να δουν στην ιστορία της τους εαυτούς τους. Κατάλαβαν ποια είναι, από πού έρχεται, πώς βρέθηκε μπροστά τους και βέβαια τι τη νομιμοποιεί να ζητήσει τη ψήφο τους.

H Κάμαλα Χάρις με την ομιλία της έδωσε ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς η αφήγηση συνδέεται με την ηγεσία. Συνεχίζοντας μια μακρά αμερικανική πολιτική παράδοση γνώριζε πως το πιο σημαντικό της όπλο για να κερδίσει τον αμερικανικό λαό ήταν η ιστορία της και το έκανε εξαίρετα.

Έτσι συμβαίνει. Οι ιστορίες είναι αυτές που υπερβαίνουν πολιτικούς χρωματισμούς, φύλο και φυλή, ηλικία, γεωγραφία και ό,τι άλλο ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Όταν αγγίζουν θέματα που αντλούν από την κοινή ανθρώπινη εμπειρία -την αβεβαιότητα, τον φόβο, την ελπίδα και την απώλεια -ανοίγουν δρόμο στη σύνδεση. Ναι, τα επιμέρους διαφέρουν, αλλά υπάρχει βάση για κατανόηση, γιατί είμαστε πρωτίστως άνθρωποι, όχι μονάδες σε μια δημογραφική καταγραφή.

Θα τα καταφέρει η Κάμαλα Χάρις; Θα το δείξουν οι επόμενοι μήνες. Αν τα καταφέρει, θα είναι χάρις στην ιστορία της. Για την ώρα, κατάφερε να ξαναβάλει στην πολιτική τις ιστορίες που τόσο χρειάζεται - και να μας βάλει να καθήσουμε ανυπόμονα στη θέση του θεατή, περιμένοντας τη συνέχεια.