Πολιτικη & Οικονομια

Στεγαστική κρίση: Η Ελλάδα πρωταθλήτρια σε ένα πανευρωπαϊκό επικίνδυνο φαινόμενο

Πώς θα αντιμετωπιστεί η «φωτιά» στις τιμές των ενοικίων

Newsroom
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η στεγαστική κρίση πλήττει όλο και περισσότερους στην Ελλάδα και άλλες χώρες της ΕΕ. Το αίτημα για προσιτή στέγη και τι απαντούν οι ηγεσίες

Το αίτημα για προσιτή στέγη -δηλαδή για λογικές τιμές ενοικίασης ή και αγοράς ακινήτων-, που εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική της ακρίβειας και του υψηλού κόστους διαβίωσης, είναι πανευρωπαϊκό. Στην Ελλάδα (και σε κάποιες άλλες χώρες) μπορούμε να μιλάμε πλέον για στεγαστική κρίση.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat για το 2023, μεταξύ του 2010 και του 2022, οι τιμές των ακινήτων στην ΕΕ εκτινάχθηκαν κατά μέσο όρο 47%. Σε ορισμένες χώρες, σχεδόν τριπλασιάστηκαν (η Εσθονία κατέγραψε αύξηση 192%) ενώ μόνο στην Ιταλία και την Κύπρο μειώθηκαν οι τιμές. Τα ενοίκια, εν τω μεταξύ, αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 18% κατά την ίδια χρονική περίοδο, σημειώνοντας αύξηση σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, εκτός από την Ελλάδα, όπου καταγράφεται αύξηση κατά 37% από το 2018. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στη Λιθουανία, κατά 144%, και την Ιρλανδία, κατά 84%. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται σταθερά το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών που δαπανούν για στέγαση. Στη Γερμανία η στατιστική υπηρεσία υπολόγισε πέρυσι ότι ένα στα πέντε νοικοκυριά δαπανούσε τουλάχιστον τα δύο πέμπτα του καθαρού εισοδήματός του για ενοίκιο. Όσο για την Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια, με το κόστος στέγασης για τα νοικοκυριά υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Η στεγαστική κρίση είναι πανηγυρικά εδώ.

Η στεγαστική κρίση οδηγεί σε όλο και πιο υψηλό κόστος διαβίωσης ©George Vitsaras / SOOC

Στεγαστική κρίση: Καμπανάκι κινδύνου για την Ελλάδα

Οι τιμές των διαμερισμάτων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) αυξήθηκαν περαιτέρω το πρώτο τρίμηνο του 2024 κατά 10,4% σε ετήσια βάση, ύστερα από συνεχή αύξηση επτά συναπτά έτη, σημειώνοντας σωρευτική αύξηση 66,4% από το τρίτο τρίμηνο 2017. Στην έρευνα υπολογίζονται και οι αλλαγές στην αξία των ακριβότερων και φθηνότερων μέσων κατοικιών σε σχέση με το βασικό μισθό (830 ευρώ) και το μέσο μισθό σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της ΕΡΓΑΝΗ για το 2023 (1.250 ευρώ). Στις περιοχές με την ακριβότερη μέση κατοικία προκύπτει ότι η αξία τους αυξήθηκε το 2023, κατά 2,8 έτη δουλειάς για κάποιον που λαμβάνει το βασικό μισθό και κατά 1,9 έτη για κάποιον που λαμβάνει το μέσο μισθό, σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ. Αντίστοιχα για τις φθηνότερες περιοχές, 8 μήνες δουλειάς για κάποιον που εργάζεται με το βασικό μισθό και 5,5 μήνες με το μέσο μισθό.

Με τις τιμές των ακινήτων να έχουν πάρει φωτιά και την  πρόβλεψη ότι το ράλι θα συνεχιστεί, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει κρούσει το καμπανάκι, κρίνοντας αναγκαία τη λήψη μέτρων για τη διευκόλυνση της απόκτησης κατοικίας και την ενίσχυση της προσφοράς προσιτής κατοικίας, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα με υψηλή πληθυσμιακή συγκέντρωση. Όπως αναφέρεται στην νομισματική έκθεση της ΤτΕ  η αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση καθώς η στέγαση αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Όπως υπογραμμίζεται, η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό, και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα. Η σημαντική και συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των ακινήτων, αυξάνει σημαντικά το κόστος στέγασης, ειδικά για τα νέα ζευγάρια. Αυτό επιτείνει την κοινωνική ανισότητα, ενώ έχει αρνητικές προεκτάσεις και στον οικογενειακό προγραμματισμό, δυνητικά επηρεάζοντας δυσμενώς και το ποσοστό γεννήσεων.

Το μέτρο της Κοινωνικής Αντιπαροχής

Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει μέτρα για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, ωστόσο οι πρωτοβουλίες αυτές δεν κινούνται με ταχύτητα, την ώρα δε που το πρόβλημα γίνεται όλο και πιο πιεστικό. Για παράδειγμα, στελέχη της κτηματαγοράς σημειώνουν πως σε ό,τι αφορά την κυβερνητική εξαγγελία εφαρμογής του θεσμού της κοινωνικής αντιπαροχής, ενός «εργαλείου» ανάπτυξης νέων οικιστικών μονάδων μέσω του θεσμού των ΣΔΙΤ (Συμβάσεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα), στην αγορά εξακολουθούν να περιμένουν τους πρώτους διαγωνισμούς.

Το πρόγραμμα θα εστιάζει στην εύρεση προσιτής κατοικίας για νέους 18-39 ετών, αξιοποιώντας ακίνητα του Δημοσίου μέσω ΣΔΙΤ για την ανέγερση κοινωνικών κατοικιών. Στην πρώτη φάση του προγράμματος θα ανακατασκευαστούν κτίρια του Δημοσίου, ώστε να παραχωρηθούν –έναντι μικρού μισθώματος– σε νέους ή νέα ζευγάρια, ενώ σε δεύτερη βάση -εντός του έτους- θα επιλεχθούν οι ανάδοχοι που θα αξιοποιήσουν αδόμητα οικόπεδα της ΔΥΠΑ, με στόχο το 2025 να έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση των πρώτων κατοικιών από τους ιδιώτες κατασκευαστές. Στη συνέχεια η επιλογή των δικαιούχων θα γίνει βάσει κοινωνικών κριτηρίων. Επί της ουσίας πρόκειται για την κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε κατά την οικονομική κρίση με την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.

Αναλυτές σημειώνουν ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης το πρόβλημα της υπερβολικής αύξησης των τιμών στα ακίνητα, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους της ενέργειας και των τροφίμων, δεν επηρεάζει πια μόνο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της μεσοαστικής τάξης, με εισοδήματα τέτοια που να μην δικαιούνται κοινωνική κατοικία, αλλά ταυτόχρονα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη στέγασης υπό τις παρούσες συνθήκες στην αγορά. Οι ίδιοι πιθανολογούν ότι επιπτώσεις, που είναι εμφανής σε οικονομικό επίπεδο, θα λειτουργήσουν ως επιταχυντής και πολιτικών κρίσων, που θα απειλήσουν ακόμη και τη συνοχή της ΕΕ.

Διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας ©George Vitsaras / SOOC

Η ΕΕ ακούει το μήνυμα στεγαστικής κρίσης

Δεν είναι τυχαίο ότι η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την ομιλία της στο Ευρωκοινοβούλιο εν όψει της επανεκλογής της τον περασμένο μήνα, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην στεγαστική κρίση που αντιμετωπίζει η ΕΕ: «Οι άνθρωποι αγωνίζονται να βρουν οικονομικά προσιτά σπίτια» τόνιζε. «Θέλω αυτή η Επιτροπή να υποστηρίξει τους ανθρώπους εκεί που έχει μεγαλύτερη σημασία, και αν έχει σημασία για τους Ευρωπαίους, έχει σημασία για την Ευρώπη». Στις κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής της για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνισε την επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης, προτείνοντας το πρώτο ευρωπαϊκό σχέδιο για οικονομικά προσιτή στέγαση και έναν επίτροπο υπεύθυνο για τον συγκεκριμένο τομέα πολιτικής, όπως είχαν ζητήσει οι Σοσιαλιστές ως προϋπόθεση για την υποστήριξη της δεύτερης θητεία της.

Σύμφωνα με το euronews, τα σχέδια της προέδρου της Κομισιόν περιλαμβάνουν αναθεώρηση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ώστε να δοθεί στα κράτη μέλη μεγαλύτερη ευελιξία για τη στήριξη της στέγασης, καθώς και πρόταση να επιτραπεί στα κράτη μέλη να διπλασιάσουν τις προγραμματισμένες επενδύσεις της πολιτικής συνοχής σε οικονομικά προσιτή στέγη. «Θα συνεργαστούμε με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε μια πανευρωπαϊκή επενδυτική πλατφόρμα για οικονομικά προσιτή και βιώσιμη στέγη για να προσελκύσουμε περισσότερες ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις», αναφέρει το πρόγραμμα πολιτικής της. Περισσότερα χρήματα θα προέλθουν από το Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος, το οποίο θα κινητοποιήσει τουλάχιστον 86,7 δισ. ευρώ μεταξύ 2026 και 2032 για δράσεις και επενδύσεις για τη στήριξη των πιο ευάλωτων ομάδων.

Τα ακίνητα είναι 50% ακριβότερα από το 2015 και σχεδόν το 10% των Ευρωπαίων διαθέτει πάνω από το 40% του εισοδήµατος στην κατοικία, δήλωσε στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Κοινωνικής Επιτροπής – EESC, Ολιβερ Ροέπκε. Στο πλαίσιο αυτό, εισηγείται την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Ταµείου «για επενδύσεις σε οικονοµικά προσιτή, αξιοπρεπή και κατάλληλη στέγη», µε συνέργεια της Κοµισιόν και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής ΟΚΕ, ο οποίος θα συµµετάσχει στο 12ο Athens Democracy Forum που θα διεξαχθεί στην Αθήνα από 1 έως 3 Οκτωβρίου, στέκεται στο ζήτηµα της στασιµότητας των µισθών, τονίζοντας ότι θα πρέπει να αυξάνονται σε συνάρτηση µε την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε «οι εργαζόµενοι να επωφελούνται από την οικονοµική πρόοδο». Σηµειώνει δε ότι η αύξηση των µισθών στην Ευρώπη ανέρχεται στο ήµισυ της αύξησης του κόστους ζωής.