Πολιτικη & Οικονομια

Η δαιμονοποίηση του Μνημονίου και οι επιπτώσεις της

Η άγνοια μπορεί να έχει απρόβλεπτα οδυνηρές επιπτώσεις

Βαγγέλης Πανταζής
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Μνημόνιο έχει τόσο πολύ δαιμονοποιηθεί στον ελληνικό δημόσιο λόγο, ώστε 

α) να έχει ταυτιστεί με το «δαιμόνιο», και β) όποιος τολμήσει να το υπερασπιστεί να θεωρείται (φυσικά, από τους πλειοδότες του ανέξοδου μεν προσοδοφόρου δε ελλαδεμπορίου) αυτομάτως κατάπτυστος προσκυνημένος εθνικός μειοδότης.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα καθίσταται σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε ψύχραιμη συζήτηση όχι μόνο για το τι πράγματι είναι το Μνημόνιο αλλά –προπάντων- για το πώς θα απαλλαγούμε τόσο από τα δεινά που το προκάλεσαν όσο και από αυτά που συνεχίζονται και μετά από την εφαρμογή του (αν ποτέ έγινε, βέβαια, εφαρμογή του με τον τρόπο που προβλεπόταν).

Όταν όμως ο ελληνικός λαός καλείται να ψηφίσει για τους κυβερνήτες που θα αναλάβουν τις τύχες της χώρας με κεντρικό σημείο αναφοράς την στάση τους απέναντι στο Μνημόνιο –για την ακρίβεια, με κριτήριο το ποιος κράτησε την πιο παλικαρίσια στάση απέναντί του!- η άγνοια μπορεί να έχει απρόβλεπτα οδυνηρές επιπτώσεις, οδυνηρότερες ίσως από αυτές που είχε έως τώρα.

Δεν είναι παράξενο το να ψηφίζουμε με κέντρο το Μνημόνιο, δεν έχει ποτέ τεθεί καθαρά και δημόσια το προαναφερόμενο ερώτημα;

Οι λόγοι που δεν έχει τεθεί είναι κυρίως δύο, που και οι δύο έχουν σχέση με την αδυναμία των εκάστοτε κυβερνώντων να πουν ολόκληρη την αλήθεια. Ο πρώτος λόγος ήταν η αδυναμία τού κατά κακή τύχη της χώρας τότε κυβερνήτη Γιώργου Α. Παπανδρέου να παραδεχτεί πως «λεφτά δεν υπάρχουν» και να υποστηρίξει πειστικά την επιλογή της αναπόφευκτης προσφυγής στον δανεισμό από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δ.Ν.Τ. Ο δεύτερος, η αρχομανία του Αντώνη Σαμαρά, που προκειμένου να φέρει σε αδιέξοδο τον Γ.Α.Π. και να πάρει το ταχύτερο την εξουσία, ξεκίνησε έναν οξύτατο αγώνα κατά του Μνημονίου ως συνόλου, και ήταν αυτός που κυρίως το δαιμονοποίησε.

Μα, λένε, πολλοί, ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι αυτός: να αντιπολιτεύεται. Πολύ σωστά αυτό έκανε τότε ο Σαμαράς, πολύ σωστά αυτό κάνει μετά απ’ αυτόν ο Τσίπρας. Λάθος! Μια τέτοια ολοκληρωτική άρνηση δεν συνιστά αντιπολίτευση απέναντι στην κυβέρνηση αλλά αντιπολίτευση ενάντια στην πραγματικότητα.

Η εξήγηση του Σαμαρά τότε ήταν: «δεν θα αφήσω την σημαία του αντιμνημονιακού αγώνα στα χέρια της Αριστεράς». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να την παραδώσει σ’ αυτούς που ήταν πιο «συνεπείς αγωνιστές» απ’ αυτόν.

Τι καλύτερο θα μπορούσε τότε να κάνει; Πολύ απλά:

-Να καταγγείλει τον Γ.Α.Π. πως οι προεκλογικές του διαβεβαιώσεις πως «λεφτά υπάρχουν» αποτελούσαν ασύστολα ψεύδη.

-Να πει πως, ναι, αφού δυστυχώς η χώρα για να επιβιώσει χρειάζεται δανεικά, που στο ελεύθερο εμπόριο μας τα έδιναν –αν μας τα έδιναν- με τοκογλυφικούς όρους, ήταν αναπόφευκτη η προσφυγή στον διακρατικό δανεισμό, και πως οι δισταγμοί και οι παλινωδίες του Γ.Α.Π. επιδείνωναν τις συνθήκες και γι’ αυτόν τον δανεισμό.

-Να παραδεχθεί τα αυτονόητα: α) πως ευτυχώς, η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. μας εξασφάλισε χαμηλότοκο δανεισμό, β) πως διακρατικοί δανεισμοί χωρίς όρους («μνημόνια») δεν νοούνται, γ) πως το δανειακό Μνημόνιο δεν ήταν η ασθένεια αλλά το φάρμακο.

-Θα μπορούσε περαιτέρω να κάνει σκληρή αντιπολίτευση στον Γ.Α.Π. και την κυβέρνησή του προς καθαρά θετική κατεύθυνση: να τον κριτικάρει διαρκώς α) για το ότι προεκλογικά εψεύσθη ασύστολα, β) για το ότι καθυστέρησε να προσφύγει στην Ε.Ε. για δανεισμό, γ) για το ότι δεν προετοιμάστηκε σωστά και δεν διεκπεραίωσε σωστά τις σχετικές διαπραγματεύσεις, δ) για το ότι δεν είναι σε θέση να κάνει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που είναι απαραίτητες για την εξυγίανση της διοίκησης και της οικονομίας, ώστε να αποκτήσει σταδιακά η χώρα μία παραγωγή που θα περιορίσει την διαρκή προσφυγή σε δανεισμούς.

Αντ’ αυτών, συναγωνιζόμενος με μία Αριστερά εθισμένη στην καταγγελία των πάντων, σήκωνε ολοένα και πιο ψηλά την σημαία του αντιμνημονιακού αγώνα. Τις συνέπειες της ανεύθυνης στάσης του τις πλήρωσε και ο ίδιος και η χώρα. Όταν με αυτό τον τρόπο ανέτρεψε την ούτως ή άλλως ανεπαρκή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ,δεν έδωσεστην κυβέρνηση Παπαδήμα τον χρόνο να προβεί σε αναγκαίες μεταβατικές ρυθμίσεις (από τον φόβο που αν πετύχει ο ίδιος ίσως κριθεί περιττός) και ανέλαβε ο ίδιος την διακυβέρνηση, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον προηγούμενο εαυτό του. Μια μεγάλη μερίδα στελεχών του κόμματός του και μια μεγάλη μερίδα λαού που τον είχε εθίσει στον τυφλό αντιμνημονιακό αγώνα, στράφηκε εναντίον του, αποσχίστηκε ή και προσέφυγε στον ΣΥΡΙΖΑ και την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, που κρατούσαν τη σημαία αυτού του αγώνα ολοένα και ψηλότερα.

Ακόμη και προς το τέλος της κυβερνητικής του θητείας, μην έχοντας την παλικαριά να παραδεχτεί πως ως αντιπολίτευση είχε κάνει τραγικό λάθος και πως το Μνημόνιο δεν ήταν η ασθένεια αλλά το φάρμακο, ξεκίνησε αγώνα δρόμου με τον ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος θα σκίσει πρώτος το Μνημόνιο. Ήταν αναπόφευκτο πως στον αγώνα αυτόν θα πλειοδοτούσε εκείνος που θα έσκιζε πιο βίαια το Μνημόνιο και θα έδιωχνε με πιο σκαιό τρόπο τις κακόβουλες ευρωπαϊκές «δυνάμεις κατοχής»!

Τώρα κάποιοι λένε πως, «εντάξει, μωρέ, και ο Τσίπρας θα κάνει τις τούμπες του και δεν θα πέσουμε με ταχύτητα στον τοίχο ή στον γκρεμό». Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο στωμύλος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει τις τούμπες του.Ήδη έχει αρχίσει να τις κάνει, δυστυχώς απειλώντας ταυτόχρονα τους φανταστικούς «ξένους εχθρούς» και τα «ντόπια τσιράκια» τους πότε με «πήδημα» και πότε με χορό στο ταψί υπό τους ήχους του νταουλιού του, χωρίς να συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να παίζει καλά το νταούλι εκείνος που το ένα του χέρι το έχει υψωμένο σε γροθιά και το άλλο απλωμένο σε επαιτεία.

Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό: όπως έδειξε και η περίπτωση Σαμαρά, δεν μπορεί ούτε ολόκληρο το κόμμα του ούτε ολόκληρο το σώμα των ψηφοφόρων να κάνει μαζί του τις ίδιες τούμπες. Και δεν είναι δυνατό να κυβερνηθεί έτσι μία χώρα. Άρα, όσο συνεχίζουμε «ασυμβίβαστοι» τον αντιμνημονιακό αγώνα, και μάλιστα απέναντι και σ’ αυτούς που μας κρατούν το δίχτυ ασφαλείας, στην καλύτερη περίπτωση θα μένουμε ολοένα και πιο πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη και θα προσεγγίζουμε ολοένα και πιο πολύ την γκρίζα ζώνη του τρίτου Κόσμου, με τον οποίο βρισκόμαστε και από γεωγραφική άποψη επικινδύνως κοντά.

Αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά προς ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον, πριν απ’ όλα θα πρέπει να δούμε καθαρά και να παραδεχτούμε κάποιες αλήθειες:

-Κανένας λαός δεν μπορεί να ζει επ’ άπειρον με δανεικά. Χρειάζεται παραγωγή, και γι’ αυτήν δυστυχώς η ελληνική τουλάχιστον Αριστερά (από την οποία προέρχεται και ο γράφων) δεν έχει κανένα απολύτως πρόγραμμα. Έχει μόνο πρόγραμμα διανομής του πλούτου, ο οποίος όμως θα πρέπει με κάποιον τρόπο και να παράγεται.

-Το Μνημόνιο δεν ήταν η ασθένεια αλλά το φάρμακο. Ίσως όχι το καλύτερο φάρμακο, αλλά ό,τι καλύτερο μπορέσαμε τότε να εξασφαλίσουμε. Ας παλέψουμε για κάτι καλύτερο, αλλά ο σωστός τρόπος για να εξασφαλίσεις το φάρμακο δεν είναι αυτός του χρήστη που απειλεί τους γονείς του να του δώσουν τα λεφτά για τη δόση του. Θα πρέπει να παραδεχτείς πως πρέπει να αλλάξεις βασικά στοιχεία του τρόπου ζωής σου.

-Το ότι οι συνέπειες της ασθένειας έγιναν αισθητές στον λαό μετά την λήψη του φαρμάκου, εμπέδωσε την (εσφαλμένη) αίσθηση πως ήταν αυτό η αιτία των προβλημάτων.

-Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, δαιμονοποιώντας το Μνημόνιο και αποδίδοντας τα προβλήματα στους «ξένους που μας το επέβαλαν», α) αποκρύπτουν το γεγονός πως χωρίς το Μνημόνιο οι συνέπειες της χρεωκοπίας θα ήταν αφάνταστα πιο τραγικές, και β) απαλλάσσονται από οποιαδήποτε υποχρέωση να κάνουν οι ίδιοι τις μεταρρυθμίσεις που θα εξυγιάνουν οικονομία και κοινωνία.

-Δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλοι οι άλλοι φθονώντας μας και συνωμοτώντας εναντίον μας.

Την καλύτερη θέση μας στον κόσμο θα την κερδίσουμε σταδιακά και παλεύοντας. Πριν όμως παλέψουμε για τον (ενίοτε φανταστικό) πλούτο που «μας αρπάζουν οι άλλοι», θα πρέπει να παλέψουμε για να παράγουμε πλούτο, πλούτο υλικό και πλούτο πνευματικό. Αυτά τα δύο είδη πλούτου κάθε άλλο παρά ασύμβατα είναι. Κατά κανόνα, εκεί που υπάρχει το ένα υπάρχει και το άλλο. Το δείχνει και η πνευματική φτώχεια του σημερινού πολιτικού μας κόσμου.