Πολιτικη & Οικονομια

Παρακολουθήσεις: Ο πανικός που στοίχισε στην κυβέρνηση

Ο πρωθυπουργός έπαιξε (για άλλη μια φορά) χωρίς υπολογίσιμο αντίπαλο και κατάφερε να βάλει αυτογκόλ

Μάνος Βουλαρίνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η υπόθεση των υποκλοπών, η απόφαση του Αρείου Πάγου και ο πανικός του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης

Με το που διάβασα ότι το πόρισμα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των παρακολουθήσεων βρήκε νόμιμες τις παρακολουθήσεις και ταυτοχρόνως δεν βρήκε καμία εμπλοκή κανενός πολιτικού προσώπου, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν άλλος ένας κουβάς για την αντιπολίτευση της οποίας τα στελέχη θα μπορούσαν να ήταν όλοι εκατομμυριούχοι αν μάζευαν ένα κατοστάρικο από κάθε «σκάνδαλο» που καταγγέλλουν ή αποκαλύπτουν. Αμέσως μετά κατάλαβα πόσο άδικο είχα. Γιατί, ασχέτως δικαστικής κατάληξης, η αντιπολίτευση πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό αφού ο ακατανόητος πρωθυπουργικός πανικός οδήγησε στην αποχώρηση του πιο σημαντικού (όπως αποδείχθηκε) γραναζιού της κυβερνητικής μηχανής, του Γρηγόρη του Δημητριάδη.

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να μην διαπιστώνει πόσο διαφορετική είναι η κυβέρνηση μετά το καλοκαίρι του 2022. Κι όταν λέω διαφορετική, εννοώ από λιγότερο αποτελεσματική μέχρι ζαλισμένο κοτόπουλο που κουτουλάει σε ό,τι βρεθεί στον δρόμο της. Κυβέρνηση που συχνά μοιάζει με ποδοσφαιρική ομάδα που έχει πρόεδρο αλλά αγωνίζεται χωρίς προπονητή και οι παίκτες κάνουν ό,τι τους κατέβει (δηλαδή ό,τι νομίζουν ότι εξυπηρετεί την προσωπική τους ατζέντα) ή και τίποτα απολύτως αφού δεν υπάρχει κανείς να τους μαζέψει και να τους βάλει σε μια σειρά.

Πρόκειται για απώλεια που θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποφευχθεί. Αρκεί ο πρωθυπουργός να μην κυριευόταν από έναν πανικό που τον έκανε να φτάσει σε σημείο να ζητά συγγνώμη από τον σύντροφο Ανδρουλάκη και να λέει ότι θα εμπόδιζε μια νόμιμη παρακολούθηση της υπηρεσίας της οποίας η δουλειά είναι να παρακολουθεί. Ξεστομίζοντας εκείνα τα λόγια ο πρωθυπουργός όχι μόνο τοποθέτησε μια εντελώς στρεβλή αντίληψη για το πολιτικό savoir faire πάνω από την εθνική ασφάλεια αλλά υποχώρησε και σε μια πίεση που εξαντλείτο σε κάποια πρωτοσέλιδα τα οποία ποτέ δεν συγκίνησαν την κοινή γνώμη.

Βλέπετε, σε αντίθεση με τις πρωθυπουργικές αντιδράσεις, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών της χώρας καταλαβαίνει ότι α) η δουλειά των μυστικών υπηρεσιών είναι να παρακολουθούν, β) ότι η εθνική ασφάλεια δεν κινδυνεύει από μανάβηδες, λογιστές και ταξιτζήδες αλλά από ανθρώπους που κατέχουν υψηλά αξιώματα και γ) η παρακολούθηση όχι μόνο δεν σημαίνει σώνει και καλά ενοχή γι’ αυτόν που παρακολουθείται αλλά μπορεί ακόμα και να τον προστατεύσει (κι επειδή οι πολίτες τα καταλαβαίνουν όλα αυτά, η επιμονή του κραταιού Νικόλα να παριστάνει το θύμα τελικά δεν συγκίνησε κανέναν).

Με λίγα λόγια, ο πρωθυπουργός έπαιξε (για άλλη μια φορά) χωρίς υπολογίσιμο αντίπαλο και κατάφερε να βάλει αυτογκόλ. Και το χειρότερο είναι ότι στην αρχή της ιστορίας αυτής ακόμα και ο ίδιος υποστήριξε τη λογική άποψη που έλεγε ότι προφανώς, αφού αποδεχόμαστε ότι οι παρακολουθήσεις είναι απαραίτητες για την εθνική ασφάλεια, αυτοί που θα παρακολουθούνται θα είναι άνθρωποι που έχουν την δυνατότητα να βάλουν την εθνική ασφάλεια σε κίνδυνο και όχι απλοί ιδιώτες. Δυστυχώς στη συνέχεια υπέκυψε σε έναν πανικό που μάλλον προήλθε από μια εντελώς λανθασμένη ανάγνωση της κοινής γνώμης (πρόβλημα το οποίο μοιάζει να διατηρεί έκτοτε) και έχασε τον πιο σημαντικό του συνεργάτη. Κι επειδή ο Δημητριάδης δεν ήταν ο πιο σημαντικός συνεργάτης του σε μια ιδιωτική του επιχείρηση αλλά στην κυβέρνηση, χάσαμε και όλοι εμείς. Και μπράβο μας.