Πολιτικη & Οικονομια

Εκδημοκρατισμένη κατανάλωση και βιώσιμη ανάπτυξη: Βίοι αντίθετοι;

Είναι επιβεβλημένη η αναζήτηση ενός «επιθυμητού εαυτού» του καταναλωτή, που δίπλα στην κοινωνική και οικονομική του εικόνα θα θέτει ισάξια το ατομικό παράδειγμα στον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος

Αριστοτέλης Σταμούλας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η βιώσιμη-υπεύθυνη κατανάλωση δεν είναι (στενά) οικονομικό ζήτημα, αλλά (ευρύτερα) στάση ζωής που διαπερνά την κοινωνικο-οικονομική διαστρωμάτωση των πολιτών.

Η εντατική βιομηχανοποιημένη παραγωγή αγαθών από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα συνέβαλε, το δίχως άλλο, στην οικονομική ανάπτυξη κρατών και στη βελτίωση της ζωής σε ατομικό επίπεδο. Ωστόσο, η προοδευτική συνειδητοποίηση των σφοδρών αρνητικών επιπτώσεων στους φυσικούς πόρους του πλανήτη έχει οδηγήσει σε διάχυτους προβληματισμούς παγκοσμίως, με σημείο αναφοράς τα ολοένα επιτακτικότερα αιτήματα για βιώσιμη ανάπτυξη και καθαρότερο περιβάλλον. Αυτό που όλα τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε μονάδα μέτρησης της ανθρώπινης ευημερίας, η υπερκατανάλωση αγαθών, σήμερα λογίζεται ανάμεσα στους παράγοντες που θέτουν σε σοβαρό και ανεξέλεγκτο κίνδυνο την ικανότητα του πλανήτη να διατηρεί το φυσικό του κεφάλαιο και να παράγει καινούργιο μέσα από τη σοφία των κυκλικών σχέσεων του οικοσυστήματος.

Για να είμαστε ακριβείς, ως υπερκατανάλωση δεν εννοούμε μόνο τα αγαθά που αγοράζουμε χωρίς στην πραγματικότητα να χρειαζόμαστε, αλλά το σύνολο των διαδικασιών που απαιτούνται από την παραγωγή, συσκευασία, μεταφορά, την εμπορική διάθεση, μέχρι την απόρριψή τους. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά ενεργοβόρο κύκλο εργασιών, λαμβάνοντας υπόψη ότι μόλις πριν από λίγα χρόνια σπαταλούσε το 17% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας παγκοσμίως. Στο πλαίσιο αυτό, οι διεθνείς πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της κατάστασης συγκλίνουν στο τρίπολο: «Κυβερνήσεις-επιχειρήσεις-καταναλωτές». Ας τα πάρουμε με τη σειρά:

Οι εκπρόσωποι κρατών εξαγγέλλουν δεσμεύσεις για αναπτυξιακές πολιτικές που θα στηρίζονται στον περιορισμό της εκπομπής αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αν και στην πραγματικότητα η ανάγκη διατήρησης της διεθνούς τους ανταγωνιστικότητας κάνει πολλές φορές αυτές τις πολιτικές να μην συμβαδίζουν απόλυτα με τις εξαγγελίες. Μάλιστα, σε πολλές από τις αναπτυσσόμενες περιφέρειες του πλανήτη παρατηρείται μέχρι και απροκάλυπτη άρνηση ανάληψης τέτοιων δεσμεύσεων, με το επιχείρημα της ισότητας στη χρήση των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, τις οποίες αξιοποίησε κατά κόρον στο παρελθόν η Δύση για να αποκτήσει το δικό της μερίδιο στην οικονομική ανάπτυξη.  

Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις υιοθετούν μοντέλα «πράσινης» εταιρικής ευθύνης και πρακτικές χρήσης εναλλακτικών ενεργειακών πηγών, ελαχιστοποίησης απορριμμάτων και αποτίμησης του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος. Ωστόσο, τα κίνητρα δεν είναι πάντα ανιδιοτελή, αφού συνδέονται με μακροπρόθεσμα οφέλη στα οποία ευλόγως, ως οργανισμοί που επιδιώκουν το κέρδος, προσβλέπουν σχετικά με τη φήμη, τη δημόσια εικόνα και, εν τέλει, με τις οικονομικές τους επιδόσεις. Δεν αποκλείεται, επίσης, το ενδεχόμενο παραπλανητικών «πράσινων» ισχυρισμών (greenwashing) ή της προσχώρησης μιας εταιρείας σε politically correct πρακτικές που είναι φιλικές προς το περιβάλλον υπό την άσκηση πίεσης της τοπικής κοινωνίας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να περιορίζεται η ένταση της βιομηχανικής της παραγωγής, την οποία μπορεί απλώς να μεταφέρει (κρυφά ή φανερά) σε χώρες, όπου ανάλογες πιέσεις είναι χαλαρότερες έως ανύπαρκτες.

Η καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών έχει κι αυτή τη δική της ξεχωριστή σπουδαιότητα. Βασικό χαρακτηριστικό είναι ο επηρεασμός από τα ερεθίσματα των διαφημίσεων που διοχετεύονται με καταιγιστικό ρυθμό από πολλά κανάλια επικοινωνίας των ΜΜΕ και του διαδικτύου, ωθώντας τα άτομα στο κυνήγι της ψυχολογικής ικανοποίησης που, εν προκειμένω, επιτυγχάνεται μέσα από την προσωπική προβολή και την κοινωνική ανέλιξη που εξασφαλίζει η διαρκής συσσώρευση αγαθών. Στην πιο ακραία της έκφανση, η διαμόρφωση συμπεριφοριστικών προτύπων καθοδηγούμενων από την (αλόγιστη) κατανάλωση και την υπερεκτίμηση των προσωπικών αναγκών συμβάλει στην καλλιέργεια μίας ατομικιστικής αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η επιδίωξη του υψηλότερου δυνατού βιοτικού επιπέδου ανάγεται σε μέτρο διαφοροποίησης από τον κοινωνικό μέσο όρο. Σε ένα τέτοιο σημείο, η κατανάλωση αγαθών παύει πλέον να έχει μόνο χρηστική αξία, καθώς αποκτά επιδεικτικό χαρακτήρα και συμβολίζει την αναζήτηση ενός προσωπικού και κοινωνικού νοήματος. Ο υπερκαταναλωτισμός συχνά αποενοχοποιείται ως «shopping therapy», αλλά στο βάθος στερείται ηθικής διάστασης, αφού καταλήγει να περιστρέφεται γύρω από διεργασίες αυτο-πλήρωσης και αυτο-προσδιορισμού, που σταδιακά αποδυναμώνουν ή υποβαθμίζουν τη διαλεκτική σχέση του ατόμου με το εξωτερικό (ανθρώπινο και φυσικό) περιβάλλον.

Τα ακτιβιστικά οικολογικά κινήματα διεθνώς είναι εξαιρετικά δραστήρια στην έκφραση διαμαρτυρίας κατά επιχειρηματικών πρακτικών και κρατικών ολιγωριών που επιτρέπουν να διαιωνίζεται η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Είναι, όμως, το ίδιο παραγωγικά στην ευαισθητοποίηση των πολιτών, ώστε να περιορίζουν την απερίσκεπτη κατανάλωση αγαθών, που είναι εξίσου υπαίτια της κατάστασης, καθώς και να καλλιεργούν την ευαισθησία τους απέναντι σε πρακτικές, οι οποίες δίπλα στα δικαιώματά τους ως καταναλωτών πλήττουν και το δικαίωμά τους στο καθαρό περιβάλλον; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στη βάση μίας ισορροπίας μεταξύ αντικρουόμενων ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων ή, για να το θέσουμε αλλιώς σχηματικά, μεταξύ προσωπικών ελευθεριών και κοινωνικής ευημερίας.

Μιλώντας, ειδικότερα, για το σύγχρονο καταναλωτικό κίνημα, ιδανικά δεν θα πρέπει να παραμένει εγκλωβισμένο στον σκοπό με τον οποίο εκ γενέσεως έχει ταυτιστεί (δηλαδή, τη συλλογική προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών απέναντι σε παράνομες πρακτικές και αυθαιρεσίες της αγοράς). Χρειάζεται να επεκταθεί και προς την ενθάρρυνση των πολιτών να σκέφτονται έξω και πάνω από τον μικρόκοσμο των προσωπικών καταναλωτικών συνηθειών τους, προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τις δημόσιες συνέπειες της ιδιωτικής τους κατανάλωσης, ιδίως για τις επόμενες γενιές. Είναι απόλυτα λογικό, φερ’ ειπείν, να ενδιαφερόμαστε για την καλή κατάσταση στην οποία θα παραλάβουμε ένα αγαθό, για την αγορά του οποίου επενδύσαμε τα χρήματά μας, αλλά δείγμα ανώτερης σκέψης να προβληματιζόμαστε, παράλληλα, και για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγικής διαδικασίας που έχει προηγηθεί της εμπορικής του διάθεσης στην αγορά, αλλά και αυτής που έπεται της χρήσης του.

Ζητούμενο είναι η σταδιακή μετατόπιση των καταναλωτών προς έναν πιο αλτρουιστικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, ώστε να κάνουν και επιλογές που ίσως να μην βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της κλίμακας των «θέλω» τους, αλλά έχουν μακροπρόθεσμες θετικές επιπτώσεις στη δίκαιη κοινωνική συνύπαρξη και στο φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αυτή μπορεί να ανθίσει. Όμως, ποιοι καταναλωτές και γιατί;

Τα πρώτα χρόνια που άρχισε να καταγράφεται ο ρυθμός κατανάλωσης οφειλόταν στην αύξηση του πληθυσμού, αλλά πλέον συσχετίζεται με την εισοδηματική κατάσταση και την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Οπότε, μία λογική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα ήταν ότι ο περιορισμός της επιδεικτικής-συμβολικής κατανάλωσης των πλουσιότερων στρωμάτων θα συνέβαλε ικανοποιητικά στην προσαρμογή του σύγχρονου παραγωγικού μοντέλου στις πραγματικές αντοχές του φυσικού περιβάλλοντος.

Μία τέτοια προσέγγιση είναι, εν μέρει, σωστή. Προκειμένου, όμως, να δούμε την πλήρη εικόνα, δεν θα πρέπει να αγνοούμε τη δύναμη του αιτήματος των σύγχρονων κοινωνιών για ισότητα στην ευημερία και «εκδημοκρατισμό» της κατανάλωσης, που την έχουν μετατρέψει από προνόμιο των ολίγων τα παλαιότερα χρόνια σε καθημερινή δυνατότητα για πολλούς. Στο πλαίσιο αυτό, τα μεσαία και φτωχότερα στρώματα επιδίδονται εξίσου στην κατανάλωση των παραγόμενων αγαθών, ακόμα και καθ’ υπέρβαση των οικονομικών δυνατοτήτων τους (π.χ. αγοράζοντας με δόσεις ή συμπληρώνοντας το εισόδημά τους μέσω τραπεζικού δανεισμού). Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση ενός τέτοιου εκδημοκρατισμού έχουν παίξει η εκβιομηχάνιση και η μεγαλύτερη ταχύτητα της παραγωγής με τη βοήθεια της τεχνολογίας, τα πυκνά δίκτυα παγκόσμιας διανομής και πώλησης, η τεράστια διαφοροποίηση και ποικιλία, ώστε οι ίδιες ανάγκες να μπορούν να καλύπτονται από ποικίλων προδιαγραφών και τιμών αγαθά, η επιδίωξη της ίδιας της αγοράς για διεύρυνση της πελατειακής βάσης, ώστε να μεγαλώνει ο κύκλος της κατανάλωσης και να αυξάνονται τα έσοδα, και φυσικά η διαφήμιση, που είναι το (ψυχολογικό) μέσο για να φτάνει το μήνυμα της κατανάλωσης ίδιο σε όλους.

Είναι αυτονόητο ότι ο εκδημοκρατισμός της κατανάλωσης δημιουργεί αντίστοιχη απαίτηση για δημοκρατική συμμετοχή και στην ανατροπή της σημερινής προβληματικής κατάστασης: «Υπερκαταναλωτής» δεν είναι μόνο εκείνος που έχει την οικονομική δυνατότητα να αλλάζει κινητό ανά εξάμηνο, αλλά κι εκείνος που ενώ έχει δικαίωμα στο πλαίσιο της εγγύησης να το επισκευάσει δωρεάν όταν παρουσιάσει πρόβλημα, εντούτοις διεκδικεί ως πρώτο μέτρο αποκατάστασης την αντικατάσταση ή την επιστροφή χρημάτων από τον έμπορο, προκειμένου να προβεί σε νέα αγορά. «Υπερκαταναλωτής» δεν είναι μόνο εκείνος που φωταγωγεί το ευρύχωρο σπίτι του, έχοντας την άνεση να αδιαφορεί για το κόστος του λογαριασμού ρεύματος, αλλά και εκείνος που στη μικρή κατοικία του δεν αντικαθιστά τους κοινούς λαμπτήρες με λαμπτήρες οικονομίας. «Υπερκαταναλωτής» δεν είναι μόνο εκείνος που μπορεί να αγοράζει σε υπερβολικές ποσότητες τα ακριβότερα τρόφιμα χωρίς να νοιάζεται εάν θα προλάβει να τα καταναλώσει εντός του χρόνου λήξης τους, αλλά και εκείνος που απλώς δεν διαβάζει τις ετικέτες των προϊόντων, ώστε να γνωρίζει και να επιλέγει εκείνα που υπόσχονται ότι είναι λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον.

Ο κατάλογος παραδειγμάτων είναι μακρύς, αλλά το βασικό συμπέρασμα είναι ένα: Η βιώσιμη-υπεύθυνη κατανάλωση δεν είναι (στενά) οικονομικό ζήτημα, αλλά (ευρύτερα) στάση ζωής που διαπερνά την κοινωνικο-οικονομική διαστρωμάτωση των πολιτών.

Σε μία εποχή αυξανόμενης συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων συνεπεία της κλιματικής αλλαγής και της διατάραξης της περιβαλλοντικής ισορροπίας, η άσκηση έντονης κριτικής στις κυβερνήσεις και τον επιχειρηματικό κόσμο αναφορικά με τον αληθινά φιλο-περιβαλλοντικό χαρακτήρα των εφαρμοζόμενων πολιτικών τους μπορεί να είναι συνειδησιακά λυτρωτική για καθένα από εμάς, αλλά στην πραγματικότητα όχι από μόνη της αρκετή. Είναι, παράλληλα, επιβεβλημένη η αναζήτηση ενός «επιθυμητού εαυτού» του καταναλωτή, ο οποίος δίπλα στη σημασία της κοινωνικής και οικονομικής του εικόνας θα θέτει ισάξια την αυτοκριτική και το ατομικό παράδειγμα στον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος.