Πολιτικη & Οικονομια

Τομή '74: Η θεμελίωση της πιο ανθεκτικής δημοκρατίας που έζησε ποτέ το ελληνικό κράτος

Μια καταβύθιση στο παρελθόν που μας επιτρέπει να δούμε ποιοι είμαστε αλλά και ποιοι θέλουμε να γίνουμε βάσει των επιτευγμάτων και των δυνατοτήτων μας.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η μεταπολίτευση του '74 μάς παρέχει μια αποτύπωση των υλικών που χρειάζονται ώστε να ρίξεις καλά και βαθιά θεμέλια σε ένα δημοκρατικό καθεστώς που μόλις γεννιέται.

Οι δημοκρατίες μοιάζουν πολύ με αρχιτεκτονήματα. Δεν αρκούν οι εντυπωσιακές βιτρίνες και τα ευφάνταστα σχέδια. Για να αντέξουν, απαιτούνται γερά θεμέλια. Συνεπώς, για να προβλέψουμε την αντοχή τους στον χρόνο, που είναι και ο βασικότερος δείκτης της επιτυχίας τους, χρειάζεται να δούμε πώς στήθηκαν εξαρχής και με ποια υλικά. Γι' αυτό είναι άλλωστε και κρίσιμος ο ρόλος της ιστοριογραφίας. Διότι είναι η μόνη που μπορεί να τεκμηριώσει με λεπτομέρεια και ακρίβεια αυτή τη διαδικασία της θεμελίωσης ενός δημοκρατικού αρχιτεκτονήματος όπως αυτό της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο συνεχίζει να στέκεται όρθιο μισό αιώνα τώρα (δηλαδή το ¼ του βίου αυτού του κράτους) παρά τις μεγάλες παλινωδίες και τις δύσκολες προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Αν είναι συνεπώς για κάποιο λόγο σημαντική μια «αρχαιολογία» της μεταπολίτευσης, 50 χρόνια μετά, δεν είναι μόνο για ερευνητικούς ή επετειακούς λόγους αλλά και για πολιτικούς αφού από μια τέτοια καταβύθιση στο παρελθόν εξαρτάται το πώς θα κατανοήσουμε το παρόν και πώς θα προετοιμάσουμε το μέλλον της δημοκρατίας μας. Έτσι, οι λόγοι είναι και υπαρξιακοί καθώς η «αρχαιολογία» της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας γίνεται προϋπόθεση της πολιτικής μας αυτοσυνείδησης: μας επιτρέπει να δούμε ποιοι είμαστε αλλά και ποιοι θέλουμε να γίνουμε βάσει των επιτευγμάτων και των δυνατοτήτων μας.

Είναι γεγονός ότι αν πάμε πίσω σε εκείνους τους μήνες, από το τραγικό καλοκαίρι του 1974 μέχρι το επόμενο του 1975, οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Υπάρχουν δεκαετίες που δεν συμβαίνει τίποτε. Και μήνες όπου συμβαίνουν τα πάντα. Και σε αυτούς τους περίπου 12 μήνες έγιναν όλα όσα εκκρεμούσαν από το 1915. Δεν πρόκειται για κάποια υπερβολή. Αν η μεταπολίτευση του 1974 θεωρείται τομή και αλλαγή παραδείγματος είναι επειδή ακριβώς εκεί τελειώνει μια μακρά κρίση εκδημοκρατισμού και μια πολύχρονη κρίση των θεσμών που κρατούσε από τον Εθνικό Διχασμό. Σε αυτές τις έξι δεκαετίες μεσολάβησαν τέσσερα στρατιωτικά κινήματα και δικτατορίες, δύο εμφύλιοι, δύο πόλεμοι, μια εθνική καταστροφή το 1922, μια ξενική κατοχή και μια χρεοκοπία, όπως επίσης και μια μετεμφυλιακή δημοκρατία που υπήρξε καχεκτική, εύθραυστη, και με επιτήρηση των πληθυσμών. Με ένα τέτοιο, τόσο επιβαρυμένο παρελθόν, η θεμελίωση ενός ανθεκτικού δημοκρατικού καθεστώτος φάνταζε ως θαύμα. Κι όμως, αυτό που τελικά επιτεύχθηκε δεν ήταν «θαύμα», δηλαδή κάτι ανεξήγητο και εκτός πραγματικότητας αλλά το αποτέλεσμα ανθρώπινων επιλογών και ενεργειών, καλά οργανωμένων και εντυπωσιακά ώριμων και λελογισμένων.

Πώς ξεπερνιέται άραγε μια 60χρονη κρίση των θεσμών; Η μεταπολίτευση του '74 μάς παρέχει μια αποτύπωση των υλικών που χρειάζονται ώστε να ρίξεις καλά και βαθιά θεμέλια σε ένα δημοκρατικό καθεστώς που μόλις γεννιέται. 

Πρώτον, απαιτείται ένα καλό σύνταγμα όπως αυτό του 1975. Σε γενικές γραμμές, είναι το ίδιο που έχουμε ακόμη και σήμερα με κάποιες προσαρμογές οι οποίες έγιναν στο μεταξύ (με μεγαλύτερη αυτή του 1986). Το σύνταγμα του 1975 κατάφερε δύο πράγματα ταυτόχρονα: αφενός να λάβει υπόψη και να διορθώσει τις αστοχίες του προδικτατορικού παρελθόντος, αφετέρου να προβλέψει τις ανάγκες του μέλλοντος και του σύγχρονου κόσμου όπως αυτός σχηματιζόταν τότε. Και γι' αυτό έμελε να αποδειχτεί από τα πιο επιτυχημένα συντάγματα του ελληνικού κράτους, με τη συγκρότηση θεσμών που θα ανταποκρίνονταν γενικώς αποτελεσματικά στο ρόλο τους.

Δεύτερον, με τον αποκλεισμό του στρατού από την πολιτική ζωή και την επιστροφή του στους στρατώνες που είναι η μόνη φυσική του θέση. Η σταθερή εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα χρονολογούνταν ήδη από το 1909 και το κίνημα στο Γουδή, το οποίο αν και με εκσυγχρονιστικά αιτήματα έδωσε έναν ρόλο στο στράτευμα που δεν συμβιβάζονταν με μια ώριμη δημοκρατία. Άλλωστε, η δικτατορία των Συνταγματαρχών του '67 δεν είχε τίποτε το εκσυγχρονιστικό: ήταν ένα γκροτέσκο, στρατοκρατικό, αυταρχικό και οπισθοδρομικό καθεστώς ορισμένων συνωμοτών αξιωματικών που αποδείχτηκαν και καταστροφικοί σε εθνικό επίπεδο εξαιτίας της άφρονος διαχείρισης του κυπριακού. Και είναι μεγάλη κατάκτηση ότι παρότι ο στρατός ήταν ένας τόσο ισχυρός παράγοντας πριν το 1974 στα εσωτερικά ζητήματα, δεν είχε ακολούθως ξανά την παραμικρή ανάμειξη σε αυτά μέχρι σήμερα.

Τρίτον, με το δημοψήφισμα για το πολιτειακό και την καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Αυτό ήταν εξίσου κρίσιμο με τα προηγούμενα καθώς ο Θρόνος είχε λειτουργήσει παραταξιακά κι έντονα διχαστικά σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Δεν είχε πολιτευτεί, με άλλα λόγια, ως ένας ουδέτερος επιδιαιτητής που θα συμβίβαζε τις υπερβολές του κομματικού ανταγωνισμού αλλά υπήρξε και ο ίδιος ένας «παίκτης» που αντί για το εθνικό συμφέρον προέτασσε συχνά τις δικές του ιδιοτέλειες. Ο Άναξ δεν υπήρξε ποτέ Βασιλιάς όλων των Ελλήνων, και γι' αυτό και το ποσοστό υπέρ της αβασίλευτης στο δημοψήφισμα του 1974 ήταν συντριπτικό (κοντά στο 70%).

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Αθηναϊκή», η οποία μεταφέρει το κλίμα που επικράτησε μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου. © Wikimedia Commons

Τέταρτον, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ ώστε η δημοκρατία μας να γίνει συμπεριληπτική και να πάψει να λειτουργεί με αποκλεισμούς και με πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Κάτι τέτοιο απαιτούσε πάντως μια γενναιότητα από τον Καραμανλή που δεν ήταν αυτονόητη. Το ΚΚΕ είχε τεράστιες ευθύνες για τον εμφύλιο και είχε λειτουργήσει τυχοδιωκτικά τη δεκαετία του '40. Θα εξακολουθούσε άραγε να ήταν κίνδυνος μετά το 1974, με δεδομένη τη σοβιετοφιλία του κι ενώ συνεχιζόταν ο Ψυχρός Πόλεμος; Οφείλουμε να ομολογήσουμε πάντως ότι μετά τη νομιμοποίησή τους και τα δύο ΚΚΕ (όπως προέκυψαν από τη διάσπαση του 1968) θα επειδύκνυαν εντέλει πολύ μεγάλη ωριμότητα και θα διαχειρίζονταν τη θέση τους στην Γ' Ελληνική Δημοκρατία, σε γενικές γραμμές, με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Είναι ακόμη μια απόδειξη για τη δύναμη εξημέρωσης που διαθέτουν οι θεσμοί μιας πραγματικά ώριμης δημοκρατίας.

Πέμπτον, με την δημιουργία μαζικών κομμάτων που ευνοούν τη συμμετοχή των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες και που εμπεδώνουν έτσι τη δημοκρατική κουλτούρα. Μπορεί τα πολιτικά κόμματα να έχουν υποστεί (δίκαιη και άδικη) κριτική όλα αυτά τα χρόνια, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της Δημοκρατίας μας. Χωρίς αυτά, θα είχαμε παραδοθεί σε πολύ επικίνδυνα φαινόμενα δήθεν «αδιαμεσολάβητης» δημοκρατίας που δρουν πάντα υπονομευτικά στο καθεστώς.

Έκτο, με καθαρές και αδιάβλητες εκλογές που ήταν ένα από τα σοβαρά προβλήματα της προδικτατορικής περιόδου. Σήμερα, αντιθέτως, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το μεγάλο κεκτημένο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από κανέναν μετά το 1974.

Έβδομο, με τον εξευρωπαϊσμό που παρέχει πρότυπα θεσμών και διακυβέρνησης και που άλλωστε, πέρα από τους οικονομικούς πόρους για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, παρείχε τότε αλλά ακόμη και σήμερα στην χώρα την αναγκαία γεωπολιτική προστασία, μετά την πλήρη της ένταξη στην ΕΟΚ, τη δεκαετία του '80 (αλλά και στην ΟΝΕ στις αρχές του 21ου αιώνα).

Όγδοο, με μια κοινωνία ώριμη και με μεγάλες προσδοκίες από το στοίχημα του εκδημοκρατισμού όπως ήταν αυτή της δεκαετίας του '70. Χάρη στην σχεδόν καθημερινή της κινητοποίηση άλλωστε τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης θα λειτουργούσε και ως ασπίδα προστασίας της νεότευκτης δημοκρατίας που ακροβατούσε ακόμη σε τεντωμένο σκοινί.

Αφήσαμε τελευταίο τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή τα ίδια τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της περιόδου. Όπως είπαμε, όλα τα παραπάνω δεν ήταν «γραφτό» να γίνουν ούτε ήταν ένα «θαύμα». Τίποτε δεν είναι αυτονόητο στην ιστορία. Άλλωστε, η δημοκρατική μετάβαση, στην Ισπανία ή την Πορτογαλία, αυτή την περίοδο δεν ήταν ούτε το ίδιο βελούδινη ούτε το ίδιο ταχεία. Αν έγιναν έτσι τα πράγματα στην ελληνική περίπτωση ήταν διότι πολιτικοί με το εκτόπισμα, το θάρρος και την πολιτική μεθοδολογία του Κωνσταντίνου Καραμανλή όπως και της στενής ομάδας των συνεργατών γύρω του μπόρεσαν να κάνουν τις ορθές επιλογές. Το ίδιο άλλωστε ίσχυε και για τους ηγέτες και το πολιτικό προσωπικό των υπόλοιπων παρατάξεων που μπόρεσαν όλοι να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Κι αν είχαν καταφέρει να ωριμάσουν ήταν διότι είχαν πάρει τα μαθήματα της ιστορίας πριν το 1967 και είχαν σαφή επίγνωση των ιστορικών προκλήσεων μετά το 1974. Αν κάτι σημαίνει ηγέτης, είναι αυτό.

Κωνσταντίνος Καραμανλής © ΑΠΕ (φωτογραφία αρχείου)