Πολιτικη & Οικονομια

Είναι το πολιτικό μας σύστημα «αν-ισόρροπο»; Το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας

Η επιδίωξη επανόδου με κάθε μέσο στον παλιό δικομματισμό δεν έχει να προσφέρει στη χώρα καμιά ελπιδοφόρο προοπτική

Βασίλης Καπετανγιάννης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το πολυπολικό κομματικό σύστημα διασφαλίζει άνετα κυβερνησιμότητα, λύσεις κυβερνητικής συνεργασίας και καλής, προοδευτικής διακυβέρνησης

Στο προηγούμενο σημείωμά μου έθεσα το ερώτημα εάν η επάνοδος σε ένα σύστημα δικομματισμού μπορεί σήμερα να εξυπηρετήσει την αναγκαία πορεία της χώρας προς τον εκσυγχρονισμό, τις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και την πρόοδο της χώρας.

Πολιτικός εκσυγχρονισμός της χώρας σημαίνει, κατά την άποψή μου, εγκατάλειψη του δικομματισμού, όπως επί του παρόντος το έχουν αποφασίσει οι εκλογείς, και μετάβαση σε πολυπολικό πολιτικό-κομματικό σύστημα. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα τα «κυρίαρχα» κόμματα δεν παραμένουν εσαεί στην ίδια θέση. Ανάλογα με τις συνθήκες χάνουν την ισχύ τους και είτε παραχωρούν τη θέση τους σε ένα άλλο κόμμα (η περίπτωση εναλλαγής στην εξουσία στο σύστημα του κλασσικού δικομματισμού) είτε διευκολύνουν τη μετάβαση σε ένα σύστημα με πολλούς κομματικούς πόλους κατά κανόνα διαφόρου ισχύος. Τότε δημιουργείται μια νέα πολιτικο-κομματική ισορροπία. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που μόνο οι πολίτες με την ψήφο τους μπορούν να καθορίσουν, η ισχύς σε ποσοστά και έδρες των πολιτικών κομμάτων δεν θα είναι κατ’ ανάγκη ισομερής, δεν θα υπάρχουν κάποιες «ιδεατές» αναλογίες «ισορροπίας» αλλά θα έχουν την ισχύ που θα αποκτούν από την κάλπη. Αυτονόητο. Θα πρόκειται για μια νέα πολιτική και συστημική ισορροπία. Αναγκαστικά, η νέα διάταξη πολιτικής ισχύος και δυνάμεων οδηγεί σε κυβερνήσεις συνεργασίας που, όταν δεν προκύπτουν κατ’ ανάγκη με την προοπτική του προσωρινού, καλλιεργούν πολιτική κουλτούρα συγκυβέρνησης με επεξεργασμένα και συμφωνημένα κυβερνητικά προγράμματα, με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Μόνο τότε δημιουργούνται βάσιμες ελπίδες εφαρμογής μεγάλων και προωθητικών  μεταρρυθμίσεων διότι έχουν ευρύτερη κοινωνική και πολιτική αποδοχή και στήριξη.

Η κυριαρχία ενός κόμματος, εν προκειμένω της ΝΔ, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να διαρκέσει επ’ αόριστον. Το εκλογικό σύστημα, μόνο υπό ορισμένους όρους διασφαλίζει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Απώλειες ολίγων ποσοστών αποβαίνουν κρίσιμες κι είναι πολύ πιθανές μετά από 2 θητείες στο πηδάλιο της κυβέρνησης. Όμως, η επάνοδος στο δικομματισμό δεν σημαίνει ότι θα της αφαιρέσει αυτομάτως και τον θώκο της κυβέρνησης. Μπορεί να συνεχίσει να κερδίζει εκλογές με αυτοδυναμία εδρών και ο «δεύτερος πόλος» να αναδειχτεί μεν ισχυρός αλλά όχι επαρκής για να αντικαταστήσει τη ΝΔ.

Το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα είναι νέες αχρείαστες αντιπαραθέσεις, οξύτητα, παρατεταμένη αστάθεια και απίστευτη δημαγωγία καθώς και άκρως εχθρικό περιβάλλον πολιτικού ανταγωνισμού.

Γι’ αυτό καλό θα ήταν η προετοιμασία συστημικών κομμάτων για τη μετάβαση σε ένα άλλο πολυπολικό πολιτικό-κομματικό σύστημα.  Άνετα το σύστημα θα ισορροπεί με πολλούς πόλους όχι κατ’ ανάγκη ισοδύναμους. Εξαρτάται από τις επιλογές των πολιτών. Κατ’ ανάγκη θα δημιουργηθεί μια άλλη πολιτική κουλτούρα που θα οδηγήσει σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Προϋπόθεση η απομάκρυνση από έναν τρόπο σκέψης και θεώρησης του πολιτικού συστήματος που είναι έμπλεος πολιτικο-ιδεολογικών προκαταλήψεων και σκοπιμοτήτων διαφόρων ομάδων συμφερόντων που δεν έχουν να κάνουν με την πρόοδο και ευημερία της χώρας παρά με την εξυπηρέτηση δικών τους, ιδιοτελών συμφερόντων.

Η διαβόητη «συναίνεση», την οποία πολλοί ευαγγελίζονται, στην οποία όλοι ομνύουν αλλά ολίγοι καλλιεργούν, είναι απολύτως αναγκαία για να πάει η χώρα μπροστά με τις αναγκαίες και χρονίζουσες μεταρρυθμίσεις που έρχονται αντιμέτωπες τόσο με ποικίλες κοινωνικές αντιστάσεις που άκριτα υιοθετούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης για ιδιοτελείς, ευτελείς, μικροκομματικούς, ψηφοθηρικούς και βλαπτικούς τελικά για τη χώρα λόγους, διασφαλίζεται με το πολυπολικό κομματικό σύστημα και τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Αλλιώς, η συναίνεση και κυβερνητική συνεργασία δύσκολα υπάρχει ή καλλιεργείται. Άλλη πιο αποτελεσματική θεραπεία για τις διαχρονικές παθογένειες που ταλανίζουν τη χώρα μάλλον δεν υπάρχει. Είναι, πιστεύω, η κατάλληλη πολιτική συνταγή που χρειάζεται η χώρα μας για να μη χάσει το νέο τρένο της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού στην εποχή της Τεχνικής Νοημοσύνης.

Η έσχατη υποκρισία των όσων υποστηρίζουν την ανασύσταση του δικομματισμού είναι ηλίου φαεινότερη. Η διακυβέρνηση της ΕΕ συγκροτείται από τα Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους Σοσιαλιστές και τους Φιλελεύθερους. Εδώ, η αντιστοιχία αναζητείται στη γαλλικό σχήμα του ακροαριστερού Μελανσόν! Εκεί ο πρωθυπουργός της χώρας μας έπαιξε καίριο ρόλο για τη διαμόρφωση της νέας διακυβέρνησης της ΕΕ μετά από τις πρόσφατες Ευρωεκλογές. Εκεί το ΠΑΣΟΚ συνυπάρχει με τους διάφορους «επάρατους» δεξιούς. Εδώ ακόμα και επαφή με το κυβερνών κόμμα θεωρείται κάτι ως «μίασμα», ακόμα και η χειραψία με τον πρωθυπουργό της χώρας  αποφεύγεται. Πώς να μην είναι, λοιπόν,  «αν-ισόρροπο» το πολιτικό μας σύστημα;

Η προοπτική μη αυτοδυναμίας της ΝΔ στις επόμενες εθνικές εκλογές είναι ένα λογικό, εύλογο, πιθανό, αν όχι βέβαιο, ενδεχόμενο. Και τότε θα τεθεί εκ των πραγμάτων το ερώτημα: κυβέρνηση Κεντροδεξιάς-Δεξιάς, ή Κεντροδεξιάς-Κεντροαριστεράς; (αποκλείω το λαϊκιστικό συνονθύλευμα του κ. Κασσελάκη). Η πρώτη περίπτωση, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Απειλή Ιταλοποίησης» (Πρωτοσέλιδος τίτλος στο  ΒΗΜΑ της Κυριακής 30/6/24), πώς αντιμετωπίζεται καλύτερα, με τη δημιουργία ενός «δεύτερου πόλου», με το γελοίο σύνθημα-στόχο «ποιος μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη» ενός εκ των πραγμάτων πολιτικού και ιδεολογικού συνονθυλεύματος, μιας στην ουσία «συγκόλλησης» για τον διαμοιρασμό των λαφύρων της εξουσίας ή μιας σοβαρής προετοιμασίας συστημικού κόμματος για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνασπισμού; Εννοώ κατ’ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στο οποίο οι υποψήφιοι επίδοξοι αρχηγοί του συναγωνίζονται για την επικαρπία της λαϊκιστικής κληρονομιάς του Ανδρέα Παπανδρέου.

Κατά τα άλλα, δεν αντιλαμβάνομαι ποιο είναι το πρόβλημα με την «Ιταλοποίηση». Στη γειτονική μας χώρα, στις εθνικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25/9/2022 αναδείχτηκαν τρεις βασικά πολιτικοί σχηματισμοί: 1) της σημερινής πρωθυπουργού κας Μελόνι που κατέκτησε (μαζί με τη Λέγκα του Σαλβίνι και τη Φόρτζα του Μπερλουσκόνι) 237 έδρες στη Βουλή σε σύνολο 400, 2) του συνασπισμού της κεντροαριστεράς με ισχυρότερη συνιστώσα το Δημοκρατικό Κόμμα υπό τον Λέττα με 84 και 3) τα Λοιπά κόμματα με πρώτο το ισχυρότατο μέχρι πρόσφατα Κίνημα των 5 Αστέρων υπό τον Κόντε με 79 έδρες συνολικά. Σε ποσοστά η εικόνα μεταξύ των τριών συνασπισμών είναι χοντρικά 44%, 26% και 24%. Οι πρόσφατες Ευρωεκλογές (9/6) ελάχιστα απέκλιναν από τις εθνικές ως προς τη δύναμη των κομμάτων με συμμετοχή, όμως, 48.31% έναντι του 63,85% των εθνικών εκλογών. Ας φρόντιζαν οι δημοκρατικές και «προοδευτικές» δυνάμεις της χώρας να μην το επιτρέψουν. Μολονότι το εκλογικό σύστημα της Ιταλίας διαφέρει από το δικό μας (στο σύνολο 400 εδρών της Βουλής οι 244 προκύπτουν από πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες με απλή αναλογική, ενώ 148 από μονοεδρικές με πλειοψηφικό) οι διαφορές-αναλογίες με τη δική μας περίπτωση δεν είναι μεγάλες από άποψη κομματικών συσχετισμών.

Σε τελευταία ανάλυση, το επιχείρημα της «ιταλοποίησης» με την έννοια της μετακίνησης κάποιου κυβερνητικού άξονα προς το άκρον δεξιόν του πολιτικού φάσματος δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή του επιχειρήματος του δικομματισμού, διότι είτε κάποιο κόμμα θα αντικαταστήσει στην κυβέρνηση της ΝΔ με μια νέα αυτοδυναμία εδρών, είτε σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας θα πρέπει να σχηματιστεί κάποια κυβέρνηση συνεργασίας για να μην καταφεύγουμε σε συνεχείς εκλογές ή άλλες ατελέσφορες πολιτικές λύσεις. Όσο για τον κίνδυνο μήπως μας προκύψει κάποια Μελόνι, η αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου εξαρτάται απολύτως από την συμπεριφορά των κομμάτων του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου». Ας γρηγορούν. Η κινδυνολογία περιττεύει.

Το πολυπολικό κομματικό σύστημα διασφαλίζει άνετα κυβερνησιμότητα, λύσεις κυβερνητικής συνεργασίας και καλής, προοδευτικής διακυβέρνησης υπό τον όρο, ας το επαναλάβω, ότι θα εγκαταλειφτούν οι ιδεολογικές παρωπίδες, οι παρωχημένες απόψεις και οι πολιτικές προκαταλήψεις που ουδεμία σχέση έχουν ούτε με την εσωτερική ούτε με την ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα. 

Επομένως, αντί κανείς να αναλίσκεται σε υποθετικές προσπάθειες «ανατροπής» (!) της ΝΔ, (πώς άραγε;) όπως ο «Δουξ των Αθηνών» και επίδοξος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, καλό θα ήταν τα δημοκρατικά, συστημικά κόμματα να προετοιμαστούν σοβαρά για κυβερνήσεις συνεργασίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση τα παροτρύνει ευλόγως να κινηθούν και ο κ. Χάρης Γούλιος, διευθυντής  Μάρκετινγκ του MEGA, που επικεντρώνεται στο εύλογο ερώτημα της κυβερνησιμότητας. Γράφει σχετικά: «Να υποθέσουμε για χάρη της συζήτησης ότι το ΠΑΣΟΚ θα πάει στο 20% ή στο 25% στις επόμενες εκλογές! Ε και; Με ποιον θα κυβερνήσει;» (ΤΑ ΝΕΑ, 5/7/24).

Προσφέρεται από τώρα η ευκαιρία αλλαγής της πολιτικής αντίληψης και κουλτούρας των κομμάτων με στρατηγικό προσανατολισμό κυβερνήσεις συνεργασίας και σοβαρής επεξεργασίας σοβαρών και εφικτών κυβερνητικών προγραμμάτων δημοσιονομικής υπευθυνότητας, για να εισέλθει η χώρα σε μια νέα πολιτική εποχή. Ο προσανατολισμός αυτός δεν έχει σχέση με την επιδίωξη της πολιτικής αυτονομίας, της ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας των κομμάτων.

Η επιδίωξη επανόδου με κάθε μέσο στον παλιό δικομματισμό, που επί του παρόντος μόνο στη φαντασία ορισμένων κατοικοεδρεύει, στη διπολική εχθρότητα και τοξικότητα,  στην άνευ αρχών πολιτική αντιπαράθεση με όλα τα μέσα, δεν έχει να προσφέρει στη χώρα καμιά ελπιδοφόρο προοπτική.