Πολιτικη & Οικονομια

Τι κεντροαριστερά θέλουμε στην Ελλάδα;

Ένας προοδευτικός ηγέτης καλείται να έχει μεταβολίσει τις εσωτερικές και διεθνείς ευκαιρίες και απειλές, όπως την κλιματική κρίση, την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ), τις νέες τεχνολογίες

Γιώργος Χατζηβασιλείου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κρισιμότητα του πολιτικού κέντρου, οι εκλογές του ΠΑΣΟΚ, οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ένας ηγέτης στην εποχή της κλιματικής κρίσης, της Τεχνητής Νοημοσύνης, των νέων τεχνολογιών. 

Τι είδους κεντροαριστερά θέλουμε στην Ελλάδα; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Είναι πρακτικό. Το παραδοσιακό κόμμα της κεντροαριστεράς, το ΠΑΣΟΚ, θα εκλέξει σε λίγο νέο ηγέτη και η απορία είναι τι είδους ηγέτης χρειάζεται; Κάποιος-α που θα απαντά σε ερωτήσεις δημοσιογράφων αόριστα και γενικά σαν υποψήφιος καλλιστείων («θέλω ανάπτυξη, πρόοδο, αγάπη, παγκόσμια ειρήνη» κλπ.); Ή κάποιον-α με γνώση για το πώς καλείται να κινηθεί η χώρα στον χάρτη του 21o αιώνα;

Το βέβαιο είναι ότι η χώρα χρειάζεται εναλλακτική πρόταση στην τωρινή μονοκρατορία της ΝΔ – είτε την κρίνει κανείς ως καλή είτε ως κακή κυβέρνηση – γιατί εύλογα αυτό χρειάζεται κάθε υγιής Δημοκρατία: δύο (τουλάχιστον) κυβερνητικά κόμματα κοντά στο κέντρο

Το πολιτικό κέντρο είναι κρίσιμο γιατί μεταξύ άλλων δίνει τη νίκη στις εκλογές όταν α) οι ακραίοι ψηφοφόροι είναι συνήθως σταθεροί στις προτιμήσεις τους, δεν ψηφίζουν εύκολα κάτι μακριά από τα άκρα. β) Η ψήφος του κεντρώου ψηφοφόρου μετρά διπλά, γιατί όταν αφαιρείται μία μονάδα π.χ. απ’ την κεντροαριστερά και πάει στην κεντροδεξιά η απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων αυξάνει κατά δύο μονάδες. Όχι μία. (Λόγου χάρη αν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν από 50%, και απ’ το πρώτο κόμμα πήγαινε στο δεύτερο το 1%, η διαφορά τους θα αυξάνονταν δύο μονάδες, όχι μία. Το ΠΑΣΟΚ θα είχε 49% και η ΝΔ 51%).

Η κεντροαριστερά καλείται να αναδείξει έτσι επικεφαλής με εκτόπισμα κέντρου, εμπειρία, δεξιότητες. Όχι ηγέτες-πυροτεχνήματα όπως αυτοί που εμφανίζονται συχνά στον ευρύτερο χώρο της και κινούνται μεταξύ αδιάφορου και φαιδρού.

Κάποιον-α να ενώνει και να εμπνέει. Να κατανοεί ουσιαστικά πώς λειτουργεί ο σύγχρονος πολύπλοκος κόσμος. Να κινείται αποφασιστικά προς τον εξευρωπαϊσμό της Ελλάδας, που φαντάζει ενίοτε με τόπο της Μέσης Ανατολής μέσα στην ΕΕ παρά με κράτος της ΕΕ. Κι αυτό επειδή σε όλους τους κρίσιμους πολιτικούς δείκτες – π.χ. Εκπαίδευση, Δικαιοσύνη, Κίνδυνος φτώχειας, Ψηφιακότητα, Ισότητα φύλων κλπ. – βρισκόμαστε αδιάλειπτα στις 3 τελευταίες θέσεις της Ένωσης (παρά την πρόοδο που σημειώνεται). Αδιάλειπτα. Με κάθε κυβέρνηση.

Η χώρα μοιάζει να αντικρίζει ακόμη τον κόσμο υπό το λυκόφως του οθωμανικού της παρελθόντος. Κοιτάζει μεν προς τη δυτική σκέψη, επιστήμη, τεχνολογία, πολιτική – μα «κοιτάζω» καθόλου δεν σημαίνει και «συμμετέχω». Έχει μια νικηφόρο πορεία στη μεγάλη εικόνα των 200 χρόνων της (ιστορία βραχύβια, ισοδυναμεί μόλις με 3 ανθρώπους 66 ετών ο ένας πίσω απ’ τη ζωή του άλλου…). Αλλά το μέλλον της δείχνει ρευστό με απειλές που είναι αβέβαιο αν η χώρα μπορεί να τις συλλάβει πρωτίστως ως εσωτερικές.

Ένας προοδευτικός ηγέτης καλείται να επαναφορτίσει τη δυτική όψη του τόπου. Να έχει μεταβολίσει τις εσωτερικές και διεθνείς ευκαιρίες και απειλές – όπως την κλιματική κρίση, την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ), τις νέες τεχνολογίες που δίνουν καύσιμο στην πυροδότηση ενός άλλου κόσμου που καταφτάνει με ορμή και ολότελα νέες πολιτικές επιταγές.

Η κλιματική κρίση π.χ. θα πυροδοτήσει στις επόμενες δεκαετίες μια πιθανή άνοδο της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς – μια κρίση άρα της Δημοκρατίας και της καθαυτής ΕΕ – εξαιτίας των μαζικών κλιματικών μεταναστών που θα υπάρξουν (στους οποίους μπορεί να ανήκουμε κάποτε κι εμείς). Κυοφορεί μαζί μια οικονομική κρίση απ’ τις δυσκολίες που θα έρθουν στη γεωργία και στη κτηνοτροφία. Το σημερινό κόστος του λαδιού π.χ., συγκριτικά με εκείνο που είχε πριν λίγα χρόνια, είναι ένα μικρό πρελούδιο απ’ την κρίση που πλησιάζει. Η κλιμάκωση της οικολογικής αλλαγής δεν σημαίνει «λίγη ζέστη παραπάνω». Σημαίνει ογκώδεις πολιτικές δοκιμασίες.

Η ΤΝ είναι επίσης απ’ τα πιο τεκτονικά πολιτικά ζητήματα της εποχής. Θα δημιουργήσει νέες βιομηχανίες και γεωπολιτικούς συσχετισμούς από το τίποτα, μεταμορφώνοντας την αγορά εργασίας, τις επιστήμες, τις τέχνες, τις συνήθειες, την ανθρώπινη κοινωνικότητα και «κανονικότητα» απ’ ό,τι τη γνωρίζουμε εδώ και αιώνες.

Μαζί με τα πολλαπλά και αδιαφιλονίκητα οφέλη της θα φέρει και ρίσκα για τα οποία οφείλουμε θεωρητικά να προετοιμαστούμε ώστε πρακτικά να λειάνουμε. Ρίσκα που σκιάζουν τον διεθνή ορίζοντα της Δημοκρατίας που είναι αμφίβολο ακόμη και αν θα επιβιώσει ως το τέλος του 21ου αιώνα από τους κραδασμούς της ΤΝ και της κλιματικής αλλαγής. Άλλωστε η Δημοκρατία δεν είναι κάποια αιώνια νόρμα της Ιστορίας. Είναι το διάλειμμα της. Η ΤΝ καθώς μετακινεί τεκτονικές πλάκες του ανθρώπινου πολιτισμού προλειαίνει μαζί το έδαφος βαθύρριζων πολιτικών αλλαγών.

Τις επιταγές αυτές του καιρού ένας ουσιώδης σύγχρονος ηγέτης και το επιτελείο του καλείται να τις εκπληρώνει όχι ως συνθήματα, αλλά ως επίγνωση που θα μεταφράζουν σε απτό στρατηγικό σχεδιασμό για το παρόν κοιτάζοντας το μέλλον.

Ένα μέλλον σκιασμένο από μια εκκολαπτόμενη άνοδο των Τραμπ και της ακροδεξιάς σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, που συνθέτει το ψηφιδωτό μιας αλγεινής εικόνας μαζί με δύο κρίσιμους πολέμους (Ουκρανία, Ισραήλ), μια απειλή διεθνούς ανάφλεξης στην Ταϊβάν (εξαιτίας της ΤΝ), και τον υπόρρητο πόλεμο της Ρωσίας - κι άλλων αυταρχικών δυνάμεων - εναντίον της δυτικής Δημοκρατίας που όλο και κλιμακώνεται.

Σε αυτό το πλέγμα πραγματικότητας μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν είναι ούτε πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη, χρειάζεται ηγέτες που να κατανοούν με ενάργεια το βάθος του, τις επιβουλές και τις ευκαιρίες που αναδύονται. Χρειάζεται ηγέτες μιας σοσιαλδημοκρατίας (όπως και μιας χριστιανοδημοκρατίας) ιστορικά επικαιροποιημένης, ικανής να κατανοεί το φουτουριστικό αύριο και τις προκλήσεις του. Να το επικοινωνεί με τρόπο αξιόπιστο αλλά και ελκυστικό για τον κόσμο. Να εμπνέει. Να κινητοποιεί.

Δεν είμαι πολύ βέβαιος ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα βρεθεί εύκολα, θα επιλέξει μετά να μπλέξει με τον κομματικό στίβο και τέλος ότι θα εκλεγεί κιόλας. Ας το ελπίσουμε όμως. Γιατί η χώρα έχει το ρήγμα μιας υπερδεκαετούς κρίσης στο παρελθόν της που μπορεί να απλωθεί και στο μέλλον της. Ένα μέλλον που θα κινείται ασύγκριτα πιο γρήγορα απ’ ό,τι το παρόν.