Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί Ποτάμι;

Αισθάνομαι την ανάγκη να προσφέρω αυτή τη στιγμή την ψήφο και τη στήριξή μου

77336-172214.jpg
Γιώργος Γιαννούλης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
85799-173084.jpg

Ανήκω στην ομάδα εκείνη των ανθρώπων που ασχολήθηκαν με την πολιτική τα τελευταία τρία χρόνια, εγκαταλείποντας τον πολύχρονο αυτόβουλο εγκλεισμό στον ιδιωτικό τους χώρο. Πολλοί άνθρωποι, κατά κύριο λόγο της μεσαίας τάξης, που είχαμε μείνει μακριά από τις φωνές και τη χυδαιότητα της αγοράς, όπως αφελώς νομίζαμε. Στην πραγματικότητα, μείναμε επίσης μακριά από ό,τι απεργάζονταν οι καιροί και οι άνθρωποι για τη δική μας μοίρα.

Έτσι βρέθηκα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, παρακινημένος από έναν εμπνευσμένο λόγο του Θάνου Τζήμερου, να συνεισφέρω στην οργάνωση ενός μεταρρυθμιστικού κόμματος με μια καινούργια και καινοτόμα φωνή, της Δημιουργίας, να αναλαμβάνω αξιώματα ως Αντιπρόεδρός της ως πρόσφατα, να εκτίθεμαι ως υποψήφιος σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Με δυο λόγια, να μισογίνομαι αμήχανα στα μάτια αρκετών φίλων αυτό που λένε δημόσιο πρόσωπο ή, ακόμη χειρότερα και πιο άχαρα, «πολιτικός». Ομολογώ όμως ότι ποτέ δεν λαχτάρησα ιδιαίτερα αυτόν τον τίτλο και τον περιορισμό της ελευθερίας της σχετικής ανωνυμίας μου.

Ενόσω όμως εμείς και πολλοί άλλοι πολίτες προσπαθούσαμε άτσαλα κάτι νέο να κάνουμε, το πολιτικό μας σύστημα συνέχισε να διολισθαίνει από το ένα ψέμα σε άλλο μεγαλύτερο προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, μαζί με τις παρασιτικές ομάδες που έχουν ιδιοποιηθεί το απέραντο κράτος, πουλώντας με ιδιοτέλεια στα θύματά του το μεγάλο ψέμα. Πλασάροντας τον ιδιοτελή κρατικισμό για «σοσιαλισμό» και κοινωνική δικαιοσύνη σε νέους, ανέργους, ανθρώπους που βλέπουν την περίθαλψή τους να χειροτερεύει, την παιδεία να χειροτερεύει, την περιουσία τους να εξαϋλώνεται στα γκισέ της εφορίας, τα όνειρά τους να σβήνουν στις δημόσιες υπηρεσίες και στα κλειστά επαγγέλματα.

Το πολιτικό μας σύστημα σέρνονταν από την ανακρίβεια στη χοντράδα, και τέλος, τον τελευταίο χρόνο, στην καθαρή προπαγάνδα. Από τη «θωρακισμένη οικονομία», το «λεφτά υπάρχουν», κι ύστερα τα αναρίθμητα «Ζάππεια», το ψευτογενές πλεόνασμα (καθότι μη βιώσιμο, γιατί προέρχεται από πόρους που αφαιρούνται από την επένδυση και όχι από τη μη παραγωγική δαπάνη) περάσαμε στην Ανάπτυξη που όλο έρχεται και ποτέ δεν φτάνει. Ενώ η ανεργία παραμένει ασύλληπτα υψηλή, οι επιχειρήσεις κλείνουν ή φεύγουν, όπως και οι άνθρωποι, οι εξαγωγές μειώνονται, το κράτος λειτουργεί κάθε μέρα και χειρότερα.

Οι κυβερνητικοί παραλείπουν να πουν ότι αυτοί οργάνωσαν το τερατούργημα της «εξόδου στις αγορές» μετά τον Ιούνιο, που έσκασε πανηγυρικά τον Οκτώβριο. Αυτοί έβαλαν ξανά χέρι στα λεφτά των καταθετών και των Δημοσίων Επενδύσεων για να συνεχίσουν να πληρώνουν μισθούς του Δημοσίου που απλώς μετατράπηκαν σε πρόωρες συντάξεις και άλλα χαριστικά. Αυτοί πούλησαν το ψέμα των ισχυρών τραπεζών και της «ανάπτυξης» για να παγιδεύσουν τους πολίτες και τους επενδυτές. Δεκαπέντε δισ., το ανώτατο όριο που προβλέπεται στο μνημόνιο για να προστατευθούν οι καταθέτες έφτασαν στα μουλωχτά, τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου που φορτώθηκαν οι τράπεζες. Ένα ολόκληρο ΕΣΠΑ, που έλειψε από τον δανεισμό των επιχειρήσεων, οι οποίες αδυνατούν να πληρώσουν ΙΚΑ και μισθούς, και οι εργαζόμενοι εν συνεχεία δεν μπορούν να πληρώσουν φόρους όντας οι ίδιοι απλήρωτοι, επιβαρύνοντας με τη σειρά τους το έλλειμμα και την ανεργία και μειώνοντας την παραγωγή. Ενώ η ΕΚΤ δεν μπορεί να παρέχει χρήμα στις Ελληνικές Τράπεζες έναντι αναξιόπιστων ομολόγων και εκτός πλαισίου συμφωνίας. 

Σαν να πρόκειται να βγει η ψυχή μας πάνω από τον ετοιμοθάνατο, οι πολιτικοί μας και οι ελληνικές παρασιτικές ελίτ ετοιμάζονται να μας κοινωνήσουν με το υπέρτατο ψέμα της ερχόμενης «αριστερής», αλλά τόσο δεξιάς παραμυθίας.

Να πείσουν ότι μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα χωρίς να αντιμετωπίσεις καμία από τις αιτίες που το προκαλούν αλλά διαχειριζόμενος τις συνέπειές του: δηλαδή την αποεπένδυση, την υπανάπτυξη, τη φτώχεια. Και το πρόβλημα στη χώρα μας είναι σαφές: είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, η αδυναμία των πολιτών και των παραγωγικών μονάδων να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας σε ανταγωνιστική τιμή και ποιότητα, που οφείλεται σε ένα ακριβό, μεγάλο, διεφθαρμένο, και αναποτελεσματικό κράτος. Ένα κράτος που αντί να διευκολύνει την παραγωγή, την αλλαγή, την εξέλιξη, την καινοτομία, εμποδίζει και επιβαρύνει συστηματικά κάθε παραγωγική προσπάθεια, κάθε αλλαγή. Που δεν επιστρέφει στους φορολογούμενους πολίτες τις υπηρεσίες για τις οποίες πληρώνεται ακριβά από τους φόρους, άμεσους, έμμεσους, φόρους υπέρ τρίτων, και απαιτεί να τις διπλοπληρώνεται με διόδια, χαρτόσημα, εισφορές, πρόσθετες αμοιβές για κάθε τι: Δικαιοσύνη, Παιδεία, Υγεία, Ασφάλεια, Δημόσια Δίκτυα, χωροταξία. Που δεν ασκεί βασικές δραστηριότητές του ρύθμιση του ανταγωνισμού και καταπολέμηση των δημόσιων και ιδιωτικών ολιγοπωλίων, ανοιχτές αγορές για τους νεοεισερχόμενους, νομισματική και φορολογική ασφάλεια και τραπεζική ασφάλεια και πίστη. Ένα κράτος που στυλώνει τα πόδια σε κάθε καινοτομία, σε κάθε αλλαγή, είτε οικονομική είτε κοινωνική, (διότι αυτές οι δυο ποτέ δεν πήγαιναν ξεχωριστά) ακόμη και όταν πλέον είναι αυτονόητες, όπως η αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων για όλα τα ζευγάρια, ανεξαρτήτως φύλου.

Πώς να το λύσουν όμως το πρόβλημα, όταν το πρόβλημα αυτό είναι οι ίδιοι; Οι οποίοι σαν ιός έχουν υποκαταστήσει και ευνουχίσει την ανεξάρτητη Δημόσια Διοίκηση και έχουν ιδιοποιηθεί τους κρατικούς μηχανισμούς; Όταν το κράτος δικαίου έχει απομείνει ένα τσόφλι, μια φωλιά που εντός της εκκολάπτονται και μεγαλώνουν τα «δικά μας παιδιά»;

Από τη «δεξιά της αρπαχτής» στην «αριστερά της προσόδου», μια δρασκελιά δρόμος προς τη φτώχεια. Ή προς το μη αναστρέψιμο ατύχημα που θα οδηγούσε τη χώρα εκτός Ευρωπαϊκού δρόμου και, στην καλύτερη περίπτωση, σε ένα λαϊκίστικο πουτινικό καθεστώς τύπου Ορμπάν στην Ουγγαρία, ενώ στη χειρότερη, με δεδομένη την εύθραυστη θέση της, σε ένα είδος Συρίας.

Η θητεία του απερχόμενου Πρωθυπουργού τελειώνει σε έναν επικίνδυνο τραγέλαφο. Πλέον μπορούμε να διαπιστώσουμε με ασφάλεια ότι ο κ. Σαμαράς υπήρξε ο μοναδικός ίσως Έλληνας πολιτικός που είχε την τύχη σε κρίσιμες στιγμές να του δοθούν δύο τεράστιες ευκαιρίες και τις κλώτσησε και τις δύο εις βάρος της χώρας. Εξέθρεψε με τα λόγια και τα έργα του τους χειρότερους αντιπάλους του, και στην παράταξή του και στην απέναντι πλευρά, για να ηττηθεί από αυτούς με τα δικά του επιχειρήματα. Ο κ. Σαμαράς από Ζάππειο σε Ζάππειο δημιούργησε τους Καμμένους και τους Τσίπρες.

Δεν ξέρω αν θα μείνει στην ιστορία ως ο χειρότερος εκλεγμένος πρωθυπουργός αυτού του τόπου. Όμως ήταν αυτός που σύρθηκε περισσότερο από την πρεμούρα της εξουσίας, από κοτζαμπάσικο μεγαλοϊδεατισμό, αμετροέπεια, μικρόνοια.

Πάντα έως τον επόμενο, βέβαια. Το πολιτικό μας σύστημα, τα τελευταία δέκα χρόνια τουλάχιστον, λειτουργεί ως ένα σχέδιο από κάτοπτρα, όπου το μέτριο αναπαράγεται ως κακό, κι αυτό αναπαράγεται παραμορφωμένο ως χειρότερο.

Τελευταίος στη φθίνουσα ακολουθία των αποτυχημένων περιμένει τη σειρά του ο κ. Τσίπρας που, παρότι θα το ήθελε, δεν είναι καν Ανδρέας, όπως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ΠΑΣΟΚ του 80. Παραμένει ένας αμφισβητούμενος αρχηγός χωρίς την παιδεία του προτύπου του ούτε επαρκή κατανόηση του διεθνούς χώρου. Επικεφαλής ενός ανομοιογενούς αριστερίστικου κόμματος χωρίς το μικρό αλλά σημαντικό μέρος εκείνο των στελεχών του ΠΑΣΟΚ του ’80 που διέθεταν και γνώσεις και ποιότητα. Όμως ούτε η χώρα βρίσκεται στην κατάσταση που βρισκόταν το ’81. Για όσους δεν το έχουν καταλάβει ακόμη, η «Δεξιά» της αρπαχτής και η «Αριστερά» της προσόδου αντιμάχονται ήδη γι’ αυτό που θα μας απασχολήσει δραματικά στο προσεχές διάστημα, καθώς η μόνη ρεαλιστική έξοδος που διαφαίνεται δεν είναι αυτή στις αγορές, αλλά κάτι που θα θυμίζει περισσότερο την Έξοδο του Μεσολογγίου. Δύσκολοι καιροί για κωλοτούμπες.

Η πολιτική ανασυγκρότηση που απαιτείται για να βγει η χώρα από την κρίση δημοκρατίας στην οποία βρίσκεται θα έπρεπε να ν οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού συστήματος: έναν καινοτόμο προοδευτικό φιλελεύθερο πόλο, ένα υγιές συντηρητικό και ένα υγιές σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εκτοπίζοντας τους λαϊκιστές και τους φανατικούς, καθώς και μια σύγχρονη ρεαλιστική έκφραση της οικολογικής παραμέτρου της νέας πολιτικής οικονομίας. Για να γίνει η χώρα μας μια κανονική χώρα με φυσιολογικές αντιθέσεις και κανονικά προβλήματα. Για να μπορεί να συζητεί, να διαφωνεί και να συνθέτει επί πραγματικών εναλλακτικών λύσεων σε πραγματικά ζητήματα και να σταματήσει η οπιούχα ανακούφισή της με κάθε παραμυθία της παρασιτικής ελίτ της. Από τα πετρέλαια του Αιγαίου ως τις πολεμικές αποζημιώσεις των Περσικών Πολέμων και τα λεφτά του Αρτέμη Σώρρα ή τα καταρρέοντα ρούβλια του Πούτιν που συνωστίζονται για να τα πετάξουν, δανεικά κι αγύριστα, στη δική μας άπατη τρύπα.

Τα κόμματα του πελατειακού και προσοδοθηρικού τόξου, όμως, ακόμη κι αυτή την ύστατη στιγμή δεν θέλησαν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού για να διευκολύνουν την ανασυγκρότηση αυτή. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να έχει καταργήσει το πριμ των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, και οι ψήφοι των εκτός Βουλής κομμάτων να μοιράζονται ισόποσα σε όσα κόμματα περνούν το λογικό ελάχιστο όριο του 3%, επιτρέποντας στους ψηφοφόρους να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς σχηματισμούς.

Από ιδιοτέλεια, βλακεία, υστεροβουλία, δεν το έκαναν. Είτε μας αρέσουν είτε όχι, αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού που παίζουμε ήδη. Κάθε ψήφος λευκή, άκυρη ή σε κόμμα που δεν φιλοδοξεί να ξεπεράσει το όριο μετατρέπεται κατά κύριο λόγο σε πριμ πρόσθετων εδρών στο πρώτο κόμμα και το φέρνει εγγύτερα στην οριακή έστω αυτοδυναμία. Το όριο της αυτοδυναμίας, τα πρόσωπα που τελικά θα εκλεγούν σε κάθε χώρο και θα ορίσουν τη δυνατότητα συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο θα εξαρτηθούν και από τη δική μας ψήφο. Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες άμεσα, ας κάνουμε το καλύτερο δυνατό ώστε να αλλάξουν στο μέλλον.

Γι’ αυτό θα ψηφίσω Ποτάμι. Από την ισχύ του νομίζω πως θα εξαρτηθεί εάν θα κατορθώσει να διευκολύνει, να επιβάλει τη μεταστροφή προς την Ευρώπη του πρώτου κόμματος στην κρίσιμη επόμενη περίοδο και να στηρίξει μια Ευρωπαϊκή πλειοψηφία. Και, ταυτόχρονα, να αποφύγει η χώρα τέσσερα μολυβένια χρόνια σταδιακού αριστερόστροφου ολοκληρωτισμού, όπως ο συμμετρικός δεξιόστροφος του Βίκτωρ Ορμπάν στην Ουγγαρία. Να κρατήσουμε την πόρτα ανοιχτή για να πάρουμε την ανάσα που χρειαζόμαστε το συντομότερο, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, με ό,τι καλύτερο από την Αριστερά και ό,τι υγιέστερο από τη Δεξιά και το φιλελεύθερο προοδευτικό καινοτόμο Κέντρο. Να μείνουμε όμως ζωντανοί.

Και για κάτι ακόμη θα ψηφίσω Ποτάμι. Η χώρα μας δεν θα βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο του κακού στο χειρότερο όσο το ένα αντικρίζεται στο άλλο. Δεν έχουμε ανάγκη απλά από ένα νέο πολιτικό κόμμα, έχουμε ανάγκη από ένα νέο πολιτικό σύστημα για να επαναφέρει τη συζήτηση στο λογικό, να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του και μετά τη χώρα. Το σύστημα αυτό δεν μπορεί παρά να γεννηθεί σε μια σχετική σταθερότητα και όχι σε έναν κατακλυσμό.

Και θα ψηφίσω Ποτάμι, επιπλέον, διότι παρά τις εμφανείς αδυναμίες ή αστοχίες, προτείνει πολλούς ικανούς και καλοπροαίρετους ανθρώπους με ανοιχτό μυαλό και ανήσυχο πνεύμα, περισσότερους από ό,τι όλοι οι άλλοι μαζί.

Και για κάτι άλλο- όχι λιγότερο σημαντικό - θα ψηφίσω Ποτάμι. Διότι δεν θα ήθελα να δω την κατάντια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να δίνει διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό των καθαρμάτων και των εγκληματιών, ως τρίτο κόμμα, στον τόπο που θρήνησε εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, τους δικούς μου και τους δικούς σας προγόνους, εξήντα χρόνια πριν, από τη μάστιγα του ναζισμού.

Με ρωτούν κάποιοι φίλοι, καλοπροαίρετα: «εμπιστεύεσαι τον Θεοδωράκη, που είναι παιδί του συστήματος και των media; Που είναι έτσι, που είναι αλλιώς;». Απαντώ ευθέως: δεν τον γνωρίζω αρκετά για να απαντούσα αδίστακτα ναι. Τι σημαίνει όμως, εμπιστεύομαι έναν νέο πολιτικό; Εμπιστοσύνη λόγω προγενέστερων επιτυχιών; Αφελής εμπιστοσύνη λόγω οικογενειακής παράδοσης; Εμπιστοσύνη σε τι ακριβώς πράγμα; Στις ηγετικές ικανότητες ίσως; Για όλα αυτά όμως γνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα πλέον ότι δεν εμπιστεύομαι καθόλου κανέναν από τους άλλους. Ή, μάλλον, πως τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ως προς την καταστροφική πορεία τους.

Ο Θεοδωράκης ίσως να μην είναι τέλειος, μπορεί να μην είναι ο «μεγάλος ηγέτης», ο Σωτήρας που (κακώς) περιμένουμε, αλλά τουλάχιστον δεν υποκρίνεται μια καρικατούρα του. Κι ακόμη μια ερώτηση: χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια έναν «μεγάλο ηγέτη»; Δεν μας έφτασαν τα χαΐρια τόσων «μεγάλων» που πέρασαν αυτά τα χρόνια; Τι Καραμανλήδες! τι Παπανδρέου! τι Σαμαράδες! Και πάμε για τους Τσίπρες! Χορτάσαμε από στόμφο και πομφόλυγες. Μήπως αυτό που χρειαζόμαστε είναι απλές λογικές προτάσεις σαν αυτές που αρθρώνει το Ποτάμι και σε μεγάλο βαθμό είχε προτείνει νωρίτερα η Δημιουργία και η Δράση, έστω όχι τέλειες και πλήρως επεξεργασμένες για όλα τα θέματα, αλλά καινοτόμες, πρακτικές και εφαρμόσιμες στο μεγαλύτερο μέρος τους, ώστε να αρχίσουμε να λύνουμε ένα ένα τα προβλήματά μας; Μήπως αυτό που χρειαζόμαστε είναι έναν απλό λογικό άνθρωπο χαμηλών τόνων με ισχυρή ευρωπαϊκή πεποίθηση και μια καλή ομάδα; Και μετά και άλλον έναν; Κι έναν ακόμη;

Συνοψίζοντας, δικαιούται να έχει σχηματίσει κανείς την άποψη, σωστά ή λάθος, ότι το κόμμα που αποφασίζει να ψηφίσει έχει βάσιμες πιθανότητες να υπερβεί το 3% .

Στις παρούσες συνθήκες μπορεί επίσης να εκτιμά, σωστά ή λάθος, ότι εάν δεν το υπερβεί, η ψήφος του θα μετατραπεί σε περισσότερες έδρες σε ένα πρώτο κόμμα, που εκτιμά πως δεν θα βλάψει ή θα βλάψει λιγότερο τη χώρα.

Δικαιούται επίσης να έχει την πεποίθηση ότι από όποια μεριά κι αν γείρει η ζυγαριά, δεν πρόκειται να συμβεί κάτι που θα έχει πολύ αρνητικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις για τον ίδιο, τους αγαπημένους του και τον τόπο, είτε γιατί όλα πάνε κατ’ ευχήν (το success story) είτε γιατί δυνάμεις ανώτερες πάντα θα αποτρέπουν τη συμφορά, καθότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Μπορεί επίσης να πιστεύει ότι μια καταστροφή θα συμβεί μοιραία και δεν έχει τίποτε να χάσει ο ίδιος αλλά ίσως και να κερδίσει από αυτήν, επομένως γαία πυρί μιχθήτω.

Όλα αυτά είναι απολύτως θεμιτές απόψεις (έστω και κατά τη γνώμη μου εσφαλμένες) που οδηγούν με συνέπεια στις αντίστοιχες επιλογές. Εκείνο που δεν δικαιούται ένας λογικός άνθρωπος, είναι να μην πιστεύει τίποτε από τα παραπάνω και να πράττει αντίθετα από τη λογική συνέπεια της ανάλυσής του. Διότι το να αγνοεί κανείς την πραγματικότητα, όταν δεν είναι ελληνική κουτοπονηριά (έλα μωρέ, άσε τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα κι εγώ να πιάσω πόστο στο μέλλον, να βολευτώ), όταν δεν είναι αποτέλεσμα συστηματικών ψεκασμών, είναι είτε συναισθηματικός φανατισμός είτε καθαρή ανοησία.

Τέλος, μερικοί φίλοι ρωτούν γιατί τότε δεν επεδίωξα να είμαι πάλι υποψήφιος. Διότι το κυνήγι του σταυρού σε απέραντες εκλογικές περιφέρειες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην παρούσα συγκυρία, δεν αντιστοιχεί ούτε στα μέσα, ούτε στην ιδιοσυγκρασία μου. Παραμένω για την ώρα στη δημιουργική μου αντίφαση: ένας κάπως ρομαντικός τεχνοκράτης, και ολίγον πολιτικός. Ένας φτωχός και μόνος επιστήμονας όπως αρκετοί άλλοι συμπολίτες μας, που κινούνται από τις ιδέες της Ελευθερίας και του Ανθρωπισμού για την εφαρμογή τους στην καθημερινότητά μας. Κι έτσι μπορώ να συνεισφέρω.

Όμως για όλα αυτά που προαναφέρθηκαν και άλλα ακόμη που δεν χωρούν εδώ, αισθάνομαι την ανάγκη να προσφέρω αυτή τη στιγμή στο Ποτάμι – όχι χωρίς μια γερή πρέζα στοχαστικής ελπίδας - την ψήφο και τη στήριξή μου.

Ναι, λοιπόν, γιατί όχι; Ποτάμι!

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.