Πολιτικη & Οικονομια

Οι ενστάσεις, ο δικαστής και… το Άγιο Πνεύμα

Ένας ανώτατος δικαστικός είπε πριν από λίγα μόλις χρόνια πως ο δικαστικός λειτουργός «αγγίζει το θείο». Αυτό μάλλον πιστεύει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης

Σταύρος Κιτσάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η δικαστική απόφαση προκύπτει μόνο μέσα από τη «συζήτηση». Τι πιστεύει όμως κάποιος που, ζητώντας να μειωθούν οι ενστάσεις, θέλει να την καταργήσει;

Τελευταία ο Υπουργός Δικαιοσύνης είχε μια καταπληκτική ιδέα: να αλλάξει για πολλοστή φορά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο Κώδικας αυτός -καλό είναι να το πούμε- περιέχει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους διεξάγονται οι δίκες, κυρίως μεταξύ ιδιωτών. Είτε αυτές αφορούν τις οικογενειακές σχέσεις, είτε τις περιουσιακές, ο δικαστής ακολουθεί αυτούς τους κανόνες για να επιλύσει δίκαια τις διαφορές που ανακύπτουν. Η δικαιοσύνη στη χώρα μας βέβαια νοσεί, δεν είναι μυστικό. Και ο νομοθέτης θεωρεί πως αυτό οφείλεται στους κακούς κανόνες δικαίου. Και γράφει νέους, με ιλιγγιώδη ταχύτητα αλλάζει αυτά που ήδη άλλαξε και πάλι απ’ την αρχή. Αδιάβαστος βέβαια αποδεικνύεται σε αυτό. Η νόσος δεν θεραπεύεται (μόνο) με ΦΕΚ.

Για την υποστήριξη της ιδέας του ο Υπουργός διαλαλεί το εξής: «Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας σήμερα έχει κάτι το καφκικό, καλεί τους δικαστές να κρίνουν ενστάσεις και όχι την ουσία της διαφοράς». Τι λέει ακριβώς ο Υπουργός; Τι είναι αυτές οι ενστάσεις, οι οποίες στέκουν εμπόδιο στην ουσία της διαφοράς; Το επίπεδο νομικού αναλφαβητισμού της παραπάνω πρότασης του Υπουργού είναι εντυπωσιακό. Η δυνατότητά του για μια τέτοια διατύπωση όμως φανερώνει ακριβώς το πρόβλημα. Ο μέσος πολίτης δεν έχει ακούσει ποτέ τις σχετικές έννοιες για να κατανοήσει τη σημασία τους και εν τέλει να ελέγξει τον Υπουργό, όπως αρμόζει σε μια δημοκρατία.

Η ένσταση στη νομική επιστήμη είναι κυρίως ένα είδος δικαιώματος. Ο πωλητής ενός ποδηλάτου, για παράδειγμα, έχει δικαίωμα («αξίωση») να ζητήσει το χρηματικό αντίτιμο που συμφωνήθηκε. Ο αγοραστής του ποδηλάτου έχει αντίστοιχα δικαίωμα να του παραδοθεί το ποδήλατο. Αν ο αγοραστής δεν πληρώσει, ο πωλητής θα προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας τα χρήματά του. Αν όμως ο αγοραστής δεν έχει λάβει το ποδήλατο, θα προβάλει στην ίδια δίκη το δικαίωμά του για παράδοση του ποδηλάτου: «δεν πληρώνω έως ότου μου παραδοθεί το ποδήλατο». Αυτό θα είναι τότε μία ένσταση. Η ένσταση είναι ένα δικαίωμα που λειτουργεί ως αντίβαρο ενός άλλου δικαιώματος.

Ο (πολύπαθος) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν περιέχει κατά κανόνα ενστάσεις. Κυρίως προδιαγράφει τον τρόπο που επιτρέπεται να προβληθούν ή το χρονικό σημείο της δίκης κατά το οποίο επιτρέπεται να προβληθούν οι ενστάσεις. Για παράδειγμα κάποιες ενστάσεις δεν επιτρέπεται να προβληθούν για πρώτη φορά στο εφετείο. Τέτοιοι κανόνες περιορίζουν δικαστή και δικηγόρους και δημιουργούν το πλαίσιο μέσα από το οποίο θα προκύψει η δικαστική απόφαση, η δικονομική ή νομική αλήθεια.

Έχοντας τώρα μάθει λίγα πράγματα για τις ενστάσεις, μπορούμε να κρίνουμε κάπως και την διατύπωση του υπουργού. Αυτή είναι λανθασμένη, αφού ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας κατά κανόνα δεν περιέχει ενστάσεις, αλλά και προβληματική επειδή οι ενστάσεις είναι μέρος της ουσίας. Αποτελούν δικαιώματα. Μειώνοντας τις ενστάσεις, μειώνονται δικαιώματα.

Ποια είναι όμως η «ουσία» και κυρίως, π;vς φτάνουμε σε αυτή; Σε μία αγγλική απόφαση έγραφε ο –γεμάτος αυτοπεποίθηση– δικαστής: «Βοηθήθηκα σημαντικά από τις εξαιρετικές γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις όλων των δικηγόρων σε αυτή τη δύσκολη υπόθεση». Εννοείται πως και στην Αγγλία κάθε δικηγόρος υποστήριξε την «αλήθεια» του εντολέα του, προβάλλοντας δικαιώματα και ενστάσεις με τρόπο επιστημονικά κατά το δυνατόν άρτιο και ηθικό. Ο δικαστής πώς βοηθήθηκε όμως από δύο δικηγόρους, που υποστήριζαν ο ένας τα αντίθετα από τον άλλο; Όποιος δεν το κατανοεί αυτό, παραγνωρίζει τη φύση κάθε δίκης. Δυστυχώς αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τους περισσότερους από εμάς και μάλλον αρκετούς δικαστές και δικηγόρους.

Κάπως έτσι φτάνουμε στο Άγιο Πνεύμα. Η δίκη προσπαθεί να φτάσει στην αλήθεια. Ξεκινάει με το ένα μέρος να υποστηρίζει τη δική του εκδοχή. Το άλλο μέρος απαντάει (ενστάσεις). Οι δικηγόροι παρουσιάζουν τη θέση του νόμου. Ο δικαστής αξιολογεί την ανάλυσή τους και αξιώνει αποδείξεις. Στο πλαίσιο αυτό στην Αγγλία ή στη Γερμανία ο δικαστής (και ο ανώτατος δικαστής) θα αντιπαρατεθεί ρητά με τα επιχειρήματα των μερών (δηλαδή τα νομικά επιχειρήματα των δικηγόρων τους) ένα προς ένα. Η δικαστική απόφαση προκύπτει μόνο μέσα από αυτή τη «συζήτηση». Η μοναδική «αυθεντία» που την ακολουθεί είναι η αιτιολογία της.

Τι πιστεύει όμως κάποιος που, ζητώντας να μειωθούν οι ενστάσεις, θέλει να καταργήσει τη συζήτηση της δίκης; Φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον δικαστή όχι ως τον ενδιάμεσο τρίτο, τον οποίο αποδεχόμαστε ως αρμόδιο υπό τον όρο λογοδοσίας (όπως κάθε εξουσία σε μια δημοκρατία), αλλά ως κάποιον που θα δεχθεί την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος που θα του ψιθυρίσει την αλήθεια. Αν είναι έτσι, αν η αλήθεια υπάρχει πράγματι κάπου εκτός της δικαστικής διαδικασίας, τότε ναι, δεν χρειάζονται οι ενστάσεις. Ίσως βέβαια να μην χρειάζονται και τα δικαιώματα. Ένας ανώτατος δικαστικός είπε πριν από λίγα μόλις χρόνια πως ο δικαστικός λειτουργός «αγγίζει το θείο». Αυτό μάλλον πιστεύει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Ε, λοιπόν, να το πούμε, αυτό δεν συμβαίνει. Η αναγωγή της δικαιοσύνης στο θείο τελείωσε αιώνες τώρα. Στη δημοκρατική πολιτεία η νομιμοποίηση του δικαστή περνά αποκλειστικά μέσα από την αντιπαράθεση και την αιτιολογία της απόφασής του. Και όταν αυτή η νομιμοποίηση έχει χαθεί, όπως συμβαίνει σήμερα, τότε έχουν χαθεί τα βήματα προς αυτή.