Πολιτικη & Οικονομια

Η γαλλική ακροδεξιά άλλοτε και τώρα

Η Εθνική Συσπείρωση, συνέχεια δύο αιώνων βασιλοφρόνων, εθνικιστών και δοσιλόγων

Σώτη Τριανταφύλλου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γαλλικές εκλογές - Άμεση ανάλυση: Η ακροδεξιά στη Γαλλία, τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών, το κόμμα Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν

Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών ήταν τα αναμενόμενα: καλά να πάθουμε· ας προσέχαμε. Και παρ’ όλ’ αυτά, είναι αναπόφευκτο να νιώθει κανείς ντροπή τόσο για την επιτυχία της Εθνικής Συσπείρωσης, όσο και για τη θριαμβική εμφάνιση του Ζαν-Λυκ Μελανσόν μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων δίπλα στη Rima Hassan με το επιδεικτικό παλαιστινιακό φουλάρι. Ίσως ο δεύτερος γύρος διορθώσει ό,τι μπορεί να διορθωθεί: ίσως η Ανυπότακτη Γαλλία και η Εθνική Συσπείρωση, μαζί με τα υπόλοιπα μικρά κόμματα της ακροδεξιάς, έφτασαν επιτέλους στη μέγιστη δυνατή εκλογική τους δύναμη· ίσως από αυτό το σημείο η δημοτικότητά τους μειωθεί ή σταθεροποιηθεί —ένα είδος flatline· ίσως οι Γάλλοι συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς ψήφισαν. Σε ό,τι αφορά το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, από το οποίο πιθανώς προκύψει ο επόμενος πρωθυπουργός της Γαλλίας, να πάνω-κάτω τι ψήφισαν.

© Artur Widak / NurPhoto via Getty Images

Αν και η ακροδεξιά είναι μέρος της γαλλικής ιστορίας από την Επανάσταση του 1789, ο χαρακτηρισμός έχει αποδοθεί σε τόσο διαφορετικές απόψεις και πολιτικά προγράμματα ώστε το νόημά του παραμένει ασαφές και τυχαίο. Ορισμένα ιδεολογικά στοιχεία διατρέχουν πράγματι ολόκληρη την ιστορία της παράταξης: η περιφρόνηση των κυβερνητικών ή συνταγματικών θεσμών, η απόρριψη της δημοκρατίας, το μίσος για τους ξένους, η αμφισβήτηση των αστικών, διοικητικών, κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών αξιών. Καταδικάζοντας τον υλισμό, τον καπιταλισμό και τον κολεκτιβισμό, η γαλλική ακροδεξιά είχε ανέκαθεν στόχο την εγκαθίδρυση μιας νέας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής «τάξης πραγμάτων». Η έκφραση «τάξη πραγμάτων» είναι κάτι που επαναλαμβάνει συχνά και που έχει χρησιμοποιήσει ως όνομα για ομάδες και γκρουπούσκουλα.

Αν και ο εθνικισμός θεωρείται το ιδεολογικό της θεμέλιο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, επανειλημμένως στην πορεία της ιστορίας, οι συνεργάτες ξένων κατακτητών προέρχονταν από την ακροδεξιά: γι’ αυτόν τον πολιτικό χώρο, στο εσωτερικό του οποίου συγκρούονται θρησκευτικά και αθεϊστικά, φιλελεύθερα και κρατικιστικά ρεύματα, το ζήτημα του πατριωτισμού, του εθνικισμού, του μεγαλοϊδεατισμού και της εθνικής υπερηφάνειας είναι αρκετά συγκεχυμένο. Γενικά μιλώντας η σύγχυση συμβάλλει στη δημοτικότητα της ακροδεξιάς· αντιθέτως, η καθαρότητα, η κατάργηση του ορίου δημοσίου και ιδιωτικού λόγου, την περιθωριοποιεί.

Γαλλία: Η ακροδεξιά στη χώρα από το 1820 μέχρι σήμερα

Ο όρος «ακροδεξιά» χρονολογείται από τη δεκαετία του 1820. Τότε περιέγραφε τους ακραίους υποστηρικτές της Παλινόρθωσης που θεωρούσαν ότι οι θεσμοί και οι ελίτ οδηγούσαν στο χάος: η επίκληση του χάους συνένωσε τους βοναπαρτιστές, τους μοναρχικούς, τους οπαδούς του δημαγωγού Georges Boulanger και τους αντισημίτες που πήραν θέση εναντίον του Ντρέιφους στη γνωστή υπόθεση κατασκοπείας και συκοφαντίας. Το 1899 ιδρύθηκε η οργάνωση Action française ως εθνικιστική αντίδραση κατά της παρέμβασης της γαλλικής αριστεράς υπέρ του Ντρέιφους: ο κύριος ιδεολόγος της έγινε ο Charles Maurras —ένα κάθε άλλο παρά τυχάρπαστο πρόσωπο— που υπερασπιζόταν τον ολοκληρωτισμό και τον καθολικισμό· κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Action française και ο Maurras στήριξαν το καθεστώς του Βισύ και τον στρατάρχη Pétain. Μετά την πτώση του Βισύ, η εφημερίδα της Action française απαγορεύτηκε και ο Μaurras καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για την στήριξή του στους Γερμανούς. Σήμερα, σιωπηρά, η παράταξη της Μαρίν Λεπέν αναθεωρεί την ιστορία, δικαιολογώντας τη δράση του Maurras και του Pétain: ο ιστορικός αναθεωρητισμός, η χάλκευση των γεγονότων, συνδέει την ακροδεξιά με την άκρα αριστερά —δεν είναι το μοναδικό συνδετικό στοιχείο.

Καθώς, εξαιτίας του σκανδάλου Ντρέιφους, η ακροδεξιά διαψεύστηκε και γελοιοποιήθηκε, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα βρισκόταν εν υπνώσει: την αφύπνισαν οι επιτυχίες του Μουσολίνι και του Χίτλερ, μολονότι, όπως είπα, στο εσωτερικό της συνυπήρχαν διαφορετικές απόψεις για το έθνος, το κράτος και το πολίτευμα. Το καθεστώς του Βισύ (1940-1944) συσπείρωσε βασιλόφρονες και συνεργάτες των Γερμανών: το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής ακροδεξιάς ταυτίστηκε με τους κατακτητές στη βάση του αντιμαρξισμού, του αντικοινοβουλευτισμού και του αντισημιτισμού, ενώ οι εναπομείναντες προσχώρησαν, ως πατριώτες, σε κινήματα αντίστασης και στη συνέχεια συγκρότησαν τη δεξιά η οποία εξελίχθηκε στην κεντροδεξιά. Στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ο εξτρεμισμός έφτασε στο αποκορύφωμά του: το 1941, ο Eugène Deloncle, συνιδρυτής της τρομοκρατικής ομάδας La Cagoule (Η κουκούλα!), πρότεινε την οργάνωση της ακροδεξιάς σε μυστικές κοινότητες, δηλαδή την ύπαρξη και τη δράση της εκτός των θεσμών και εναντίον τους. Το 1944, ο Denocle σκοτώθηκε· τα καταιγιστικά γεγονότα —η ήττα των δυνάμεων του Άξονα, η διάσκεψη της Γιάλτας— δημιούργησαν νέες προκλήσεις για την ακροδεξιά, η οποία, αν και εμφάνισε διαρροές προς τη θεσμική δεξιά, υπερασπίστηκε και τροφοδότησε τον αντιαμερικανισμό. Η ακροδεξιά ήταν και παρέμεινε κίνημα με πολλά «αντί»: το πρόγραμμά της είναι περισσότερο μια δέσμη απορρίψεων παρά μια δέσμη προτάσεων.

Μετά τον πόλεμο, η ακροδεξιά φαινόταν στριμωγμένη στο περιθώριο. Η πρώτη μεταπολεμική ακροδεξιά ομάδα ήταν η νεοφασιστική Jeune Nation που ίδρυσαν το 1949 ο Dominique Venner και ο Pierre Sidos, με την ελπίδα να πυροδοτήσουν εξέγερση εν μέσω των αποικιακών πολέμων. Η Jeune Nation απέκτησε καμιά εκατοστή μέλη για να διαλυθεί το 1958 μετά τη συμμετοχή της στην απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης του Ντε Γκωλ που έγινε στην Αλγερία στις 13η Μαΐου εκείνης της χρονιάς. Το 1960, οι ακτιβιστές της Jeune Nation βρήκαν καταφύγιο στον φοιτητικό συνδικαλισμό ιδρύοντας την Ομοσπονδία Φοιτητών. Το 1960-61 ξεφύτρωσαν κι άλλες οργανώσεις με στόχο τη δημιουργία της γαλλικής Αλγερίας, την απομάκρυνση του Ντε Γκωλ και την εξουδετέρωση των κομμουνιστών οι οποίοι έπαιζαν κεντρικό ρόλο στη γαλλική πολιτική: ανάμεσα σ’ αυτές ήταν η παραστρατιωτική Organisation armée secrète (ΟΑS) που ιδρύθηκε το 1961 στη Μαδρίτη (επί Φράνκο), ως απάντηση στο δημοψήφισμα της 8ης Ιανουαρίου 1961 για την αυτοδιάθεση της Αλγερίας, το οποίο oργάνωσε ο Ντε Γκωλ.

Με βομβαρδισμούς και στοχευμένες δολοφονίες τόσο στη μητροπολιτική Γαλλία όσο και στα αποικιακά εδάφη, που εκτιμάται ότι προκάλεσαν τον θάνατο 2.000 ανθρώπων, η ΟΑS προσπάθησε, ματαίως, να αποτρέψει την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Όταν η Συμφωνία του Εβιάν τον Μάρτιο του 1962 παραχώρησε την ανεξαρτησία και σηματοδότησε την έξοδο των Γάλλων εποίκων, μέλη της OAS αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ντε Γκωλ. Ο στρατηγός δεν ήταν ο μοναδικός της στόχος: η ΟΑS είχε βάλει στο μάτι και τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος στήριζε τότε το αλγερινό εθνικιστικό, απελευθερωτικό μέτωπο FLN. Η ιστορία της OAS δίνει πολλές πληροφορίες για τις διασυνδέσεις και τις δεξαμενές μελών και επιρροών της γαλλικής ακροδεξιάς: στη δεκαετία του 1960, τα ακροδεξιά στοιχεία στον στρατό, στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων και στην κοινότητα των Αλγερινών Εβραίων, συνενώνονταν, παρά τις διαφορές μεταξύ τους, για τον κοινό σκοπό: τη γαλλική Αλγερία και την πραγματοποίηση του αποικιοκρατικού οράματος.

Στη συνέχεια, πολλά ακροδεξιά στελέχη απέρριψαν τις τρομοκρατικές μεθόδους και αποφάσισαν να ενσωματωθούν στο εκλογικό τοπίο. Στις εκλογές του 1965 υποψήφιος κατέβηκε ο Jean-Louis Tixier-Vignancour με διαχειριστή της εκστρατείας τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος δεν έκρυβε ότι είχε πάρει μέρος σε βασανιστήρια Αλγερινών εθνικιστών. Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν πενιχρά και το ακροδεξιό μέτωπο διασπάστηκε στους θεσμικούς και στους τρομοκράτες: στη Γαλλία, η πολιτική βία αυξήθηκε σημαντικά από το 1964 μέχρι το 1968 ενισχύοντας, με τη γνωστή διαλεκτική, τα ακροαριστερά κινήματα των ανταρτών πόλεων. Όσο για τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, έκανε υπομονή. Τον Ιούνιο του 1972, μετά από πολλές εντάσεις, αντιρρήσεις και διασπάσεις, έγινε πρόεδρος του λεγόμενου «Εθνικού Μετώπου για τη Γαλλική Ενότητα». Η δημιουργία του Εθνικού Μετώπου ήταν το αποτέλεσμα μιας δεκαετίας προσπαθειών ενοποίησης της ακροδεξιάς: είχαν προηγηθεί πολλές ομαδοποιήσεις με παρόμοια ονόματα: Εθνικιστικό Κίνημα Προόδου, Ευρωπαϊκή Συσπείρωση Ελευθερίας, Κίνημα για τη Δικαιοσύνη και την Ελευθερία —όλες αυτές συνδέονταν με την Ordre Nouveau, μια σκληρή ακροδεξιά οργάνωση που δεν είχε καμιά ελπίδα στις εκλογές. Αλλά, παρότι το Εθνικό Μέτωπο (FN) απομακρύνθηκε, φαινομενικά τουλάχιστον, από τη Νέα Τάξη, στις βουλευτικές του 1973​ απέσπασε μόνο το 1,32% των ψήφων, ενώ η Νέα Τάξη διαλύθηκε και στη θέση της δημιουργήθηκε ένα αντιλεπενικό ακροδεξιό κόμμα, το Parti des forces nouvelles (PFN). Οι βουλευτικές εκλογές του 1978 ήταν αποτυχία και για τους δύο σχηματισμούς: το PFN πήρε 1,06% και το FN 0,37% —τζίφος. Αλλά, στη συνέχεια, το FN βρήκε το πρόβλημα που θα βελτίωνε τα ποσοστά του: τη μετανάστευση και τη γαλλική ταυτότητα. Αφήνοντας πίσω του την αποικιοκρατική δόξα, το FN μπήκε στο εκλογικό παιχνίδι και το 1984 απέκτησε, ως ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, τους πρώτους ευρωβουλευτές του· το 1986 τους πρώτους εκπροσώπους του στην Εθνοσυνέλευση και το 1989 τον πρώτο του δήμαρχο.

Αν και διατήρησε στο πρόγραμμά του στοιχεία από τα μικροαστικά κινήματα του Boulanger και του Poujade, επικεντρώθηκε στη μετανάστευση, προωθώντας θέματα ταυτότητας. Αλλά, το κόμμα έπασχε από τις εσωτερικές διαμάχες τις σχετικές με το προκλητικό ύφος του Ζαν-Μαρί Λεπέν· στην πραγματικότητα, με την ειλικρίνειά του ότι είναι ακροδεξιός κι ότι διεκδικεί την εξουσία ως αναθεωρητής της ιστορίας, ως αντισημίτης, Καθολικός, εθνικιστής, αντι-γκωλικός και αντικομμουνιστής. Μια από τις σημαντικές ρήξεις ήταν εκείνη με τον Bruno Mégret o oποίος εξεδιώχθη το 1998 παίρνοντας μαζί του το 60% των στελεχών του FN και δημιουργώντας κρίση στη γαλλική ακροδεξιά «οικογένεια». Αλλά το Εθνικό Μέτωπο άντεξε: μπροστά στο φάσμα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης συσπείρωσε όχι μόνο τους αντι-ευρωπαϊστές, αλλά μια σειρά από ριζοσπαστικές τάσεις του ακροδεξιού περιθωρίου, κάνοντας συμβιβασμούς ως προς την ποιότητα και τη γενική κουλτούρα των οπαδών του. Παρά την αναδιαμόρφωση του κόμματος που πέτυχε η Μαρίν Λεπέν, στην παράταξη συνωστίζονται ακόμα και σήμερα νεοναζιστές, νεοφασίστες, βασιλόφρονες και συνωμοσιολόγοι με επαναστατικές επιδιώξεις, συμμορίες black metal και άλλες συμμορίες που κραδαίνουν κελτικούς σταυρούς. Πίσω από τη νομιμοφροσύνη που έφερε την Εθνική Συσπείρωση στο σημερινό επίπεδο δημοτικότητας, υπάρχει ένα εξαιρετικά σκοτεινό παρασκήνιο το οποίο αποτελεί την ιστορική συνέχεια της Action française και του Charles Maurras, ενισχυμένη από τις αληθινές ή μυθολογικές προκλήσεις του σήμερα: τον εξισλαμισμό, την πολυπολιτισμικότητα, τον κοσμοπολιτισμό, τη «Μεγάλη Αντικατάσταση», την παγκοσμιοποίηση, την υπέρβαση του έθνους-κράτους.

© Pierre Crom / Getty Images

Τι διακρίνει τη γαλλική ακροδεξιά από την παραδοσιακή δεξιά; Το πρώτο στοιχείο είναι η άρνηση οποιασδήποτε συνεννόησης ή συνεργασίας με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, η απόρριψη της ετερότητας, η μισαλλοδοξία. Το δεύτερο είναι ο νατιβισμός, η διχαστική ρητορική περί του «Γάλλου με γαλλικές ρίζες» και του «υιοθετημένου Γάλλου». Το τρίτο είναι πιο εντυπωσιακό αλλά και πιο υποκριτικό: το οικονομικό πρόγραμμα της γαλλικής ακροδεξιάς είναι λιγότερο φιλελεύθερο από εκείνο της δεξιάς-κεντροδεξιάς· φαίνεται ότι τίθεται υπέρ μιας κατευθυνόμενης οικονομίας που στηρίζεται σε μια μάλλον μεταφυσική αριθμητική. Επιπλέον, στο εσωτερικό της παράταξης υπάρχουν αντιφεμινιστικές και αντι-ομοφυλοφιλικές τάσεις, αμφισβητίες της φιλελεύθερης ή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οπαδοί της βίας ως πολιτικού εργαλείου, χωρίς ωστόσο να επικρατούν ή να υπάρχει σχετική ομοιογένεια. Η συγκολλητική ιδεολογική ουσία της ακροδεξιάς είναι ο μεσσιανισμός της έναντι της «παρακμής» της κοινωνίας, της εκθήλυνσης της εξουσίας και της δικτατορίας των ελίτ: αυτό το τελευταίο στοιχείο έχει ενισχυθεί εφόσον έχει πέσει το μορφωτικό επίπεδο της ηγεσίας της παράταξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εθνικιστές όπως ο Maurice Barrès και αντισημίτες όπως ο Céline ήταν διανοούμενοι υψηλού επιπέδου: σήμερα, παρότι η Εθνική Συσπείρωση αλιεύει ανεξάρτητους διανοουμένους όπως τον Michel Onfray ή τον Alain Finkielkraut, ξέρει ότι η προσέγγιση είναι ευκαιριακή: δεν διαθέτει πλέον διανοητικό κεφάλαιο.

Σε επίπεδο επικοινωνιακής τακτικής το κυριότερο χαρακτηριστικό της ακροδεξιάς είναι οι υπερβολές («εκατοντάδες χιλιάδες τσιγγάνοι εισβάλλουν από τα ανατολικά σύνορα»!), η δηλητηρίαση του δημόσιου διαλόγου μέσω της περιφρόνησης και της συκοφαντίας των πολιτικών αντιπάλων, η κολακεία του «ξεχασμένου πολίτη» (μια ανύπαρκτη οντότητα: στη Γαλλία δεν υπάρχει «ξεχασμένος πολίτης») και, προπάντων, η προπαγάνδα περί γενικής δυστυχίας και περί διαρκούς επιδείνωσής της. Με λίγα λόγια, για να αρπάξει την εξουσία, η ακροδεξιά —η Μαρίν Λεπέν, ο Ερίκ Ζεμούρ, η Μαριόν Μαρεσάλ, o Nicolas Dupont-Aignan— παρουσιάζουν ορισμένα αληθινά προβλήματα και κατασκευάζουν μερικά ακόμη χρησιμοποιώντας μεθόδους Agit-prop γνωστές από τα κομμουνιστικά κόμματα. Σήμερα, στη Γαλλία είναι τέτοια η ισλαμιστική πίεση ώστε το 35% των Γάλλων παραμερίζουν την απαίσια ιστορία της ακροδεξιάς, την ψευδολογία, τη δημαγωγία και την υποκρισία της Μαρίν Λεπέν, το αιμομεικτικό οικογενειακό πλαίσιο της παράταξης, τις ύποπτες διεθνείς συμμαχίες, το αλλοπρόσαλλο πρόγραμμα και το αμφίβολο ήθος όλων αυτών των κακόβουλων ανθρώπων που λένε ένα σωστό πράγμα και εκατό πράγματα λάθος.