Πολιτικη & Οικονομια

H άνοδος της (ακρο)δεξιάς και η ευθύνη της ριζοσπαστικής αριστεράς

Πώς η (ακρο)δεξιά θα μπορούσε να είναι εύκολος πολιτικός αντίπαλος

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H άνοδος της (ακρο)δεξιάς και η ευθύνη της ριζοσπαστικής αριστεράς
© Andre Pain / EPA

Η συνεχής άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία και οι ευθύνες της ριζοασπαστικής αριστεράς ήδη από το 1980

«Όταν η ακροδεξιά αποκτά την εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων, η αριστερά πρέπει να αναρωτηθεί πού έκανε το λάθος», έγραφε ο Τζορτζ Όργουελ: είχε γίνει μάρτυρας της ανόδου αμφοτέρων των παρατάξεων και αμφοτέρων των ολοκληρωτισμών. Σε μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση, στις εκλογές της περασμένης εβδομάδας, η εθνικιστική δεξιά —η Εθνική Συσπείρωση, το κόμμα Ζεμούρ-Μαρεσάλ (Reconquête) και δύο ακόμα ήσσονες σχηματισμοί— απέσπασαν το 38% των ψήφων στη Γαλλία. Αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των εθνικιστικών δεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, εδώ και είκοσι χρόνια περίπου καταγράφεται άνοδος των δυνάμεων που αμφισβητούν την ευρωπαϊκή ιδέα, αντιτίθενται στην εξω-ευρωπαϊκή μετανάστευση και απορρίπτουν τη woke κουλτούρα. Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο και τίποτα δεν εμφανίστηκε αιφνιδίως: η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ανέκαθεν πολλούς εχθρούς ένθεν και ένθεν, ο ισλαμικός εισοδισμός ήταν ένα παλιό όνειρο και μια προαιώνια διαδικασία, όπως άλλωστε και η μετανάστευση· η οποία είχε πάντοτε τις αντιστάσεις της. Όσο για τη woke κουλτούρα, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ονομάστηκε έτσι μια αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για το «ηθικώς σωστό» η οποία στο παρελθόν δεν ήταν όσο διεστραμμένη είναι σήμερα. Παντού η (ακρο)δεξιά κάλυψε το κενό που άφησε η συντηρητική παράταξη —εκείνη της αποικιοκρατίας και των μεγάλων οικογενειών στη Γαλλία— η οποία μετακινήθηκε όχι μόνο προς τον οικονομικό αλλά και και προς τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Σε άλλες χώρες, η (ακρο)δεξιά κάλυψε τις ανάγκες των οπισθοδρομικών χωρικών που έμειναν ακάλυπτοι όταν κατέρρευσαν οι φιλοβασιλικοί και θεοκρατικοί κομματικοί μηχανισμοί του περασμένου αιώνα. Αλλά, δεν είναι ίδια όλα τα (ακρο)δεξιά κόμματα, μολονότι απευθύνονται σε παρόμοια στρώματα τα οποία εκφράζουν παρόμοια παράπονα από τις σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις που εναλλάσσονται σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο.

Γαλλία: Οι λόγοι για τους οποίους οι πολίτες συσπειρώθηκαν γύρω από την ακροδεξιά

Οι Γάλλοι πλησίασαν σιγά-σιγά την Εθνική Συσπείρωση και πιο πρόσφατα τη Reconquête για τους εξής λόγους:

—Την ισλαμική διείσδυση στην κοινωνία: τη μη ένταξη ενός μέρους του μουσουλμανικού πληθυσμού, τις απαιτήσεις του για ξεχωριστή, παράλληλη κοινωνική ζωή, τις επιθέσεις του στους γαλλικούς νόμους και τα γαλλικά, ευρωπαϊκά, ήθη. Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι επιθυμητό καθεστώς για όλους.

—Την ανασφάλεια: τη χαλαρότητα και την επιείκεια έναντι όσων παραβιάζουν τους νόμους με αποτέλεσμα πτώση του επιπέδου της νομιμότητας στον δημόσιο χώρο και ιδιαίτερα στο σχολικό περιβάλλον.

—Την πλήρη άλωση των μηχανισμών και των θεσμών από τη woke κουλτούρα την οποία επιβάλλει η ριζοσπαστική αριστερά σε όλο το κοινωνικό σώμα, παντού στην Ευρώπη.

Όλα τούτα συμβάλλουν στον κοινωνικό αποκλεισμό όσων αντιδρούν στον εξισλαμισμό, θεωρούν διαλυτική την πολιτική ασφαλείας και δικαιοσύνης και απορρίπτουν ως εξτρεμιστική, αυταρχική και γελοία τη woke κουλτούρα. Το ερώτημα είναι: γιατί αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν καθόλου άδικο, στρέφονται στην Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν; Γιατί δεν προτιμούν το κεντροδεξιό κόμμα, τους Républicains; Το πρώτο ξεκίνησε ως ανοιχτά αυταρχικό και αντιδημοκρατικό κίνημα, και κατέληξε, εν μέρει λόγω της επιτυχίας του, αλλά βεβαίως με σκοπό την ακόμα ευρύτερη επιτυχία, κόμμα της λαϊκής δεξιάς όπως εκείνα πολλών χωρών μέχρι τη δεκαετία του 1960. Αλλά και πάλι όχι ακριβώς: η δεξιά εκείνης της εποχής δεν ανεχόταν ούτε γυναίκες, ούτε γκέι στελέχη. Το δεύτερο, οι Républicains, παραείναι κουστουμαρισμένοι και γραβατάκηδες· επιπλέον, είναι συνυπεύθυνοι για την πολυπολιτισμικότητα, την ανασφάλεια και την πλήρη επικράτηση της άκρας αριστεράς στο κοινωνικό εποικοδόμημα. Επί πολλές δεκαετίες ήταν περισσότερο κεντρώοι παρά δεξιοί.

Το κόμμα της Λεπέν και το μικρότερο του Ζεμούρ και της Μαριόν Μαρεσάλ κάνουν τις παραπάνω ορθές διαπιστώσεις, τις οποίες, βλέποντας τα σκούρα, υιοθετούν σήμερα και οι Républicains. Μερικοί εξ αυτών μάλιστα μετακόμισαν ήδη στην Εθνική Συσπείρωση με την ελπίδα να πάρουν ένα υπουργειάκι σε ενδεχόμενη κυβέρνηση Λεπέν-Μπαρντελλά. Οι (ακρο)δεξιοί αναγνωρίζουν τρία θεμελιώδη προβλήματα: η οπτική γωνία από την οποία φτάνουν σ’ αυτές τις διαπιστώσεις είναι οριακά λανθασμένη (είναι σαν να λύνεις μια εξίσωση με λανθασμένη μέθοδο αλλά να βγάζεις το σωστό αποτέλεσμα), οι λύσεις που προτείνουν είναι ανεδαφικές, «μαγικές» κατά κάποιον τρόπο· όσο για το ποιόν τους, για την ηθική τους υπόσταση, υπάρχει σοβαρό έλλειμμα. Τα στελέχη αυτών των κομμάτων είναι πιο επιβαρυμένα με υποψίες ανίερων διεθνών συμμαχιών, διαφθοράς και εκμετάλλευσης του συστήματος, από οποιαδήποτε άλλη κομματική ηγεσία. Εξάλλου, στις γραμμές τους δεν φαίνεται να υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να θεωρηθεί χαρισματικός υπό την έννοια του, δυνάμει, λαϊκού ηγέτη που παρασύρει τα πλήθη. Σε τι οφείλεται λοιπόν η επιτυχία αυτών των όχι και τόσο έντιμων ανθρώπων που παριστάνουν τους προστάτες των φτωχών;

Οφείλεται στην πολιτική της ριζοσπαστικής αριστεράς, μιας ισχυρής παράταξης που αρρωσταίνει την κοινωνία. Πριν από σαράντα χρόνια, όταν το τότε Εθνικό Μέτωπο έγινε μέρος του πολιτικού τοπίου στη Γαλλία, τα επιχειρήματα της αριστεράς εναντίον του Ζαν-Μαρί Λεπέν περιορίζονταν σε χαρακτηρισμούς: «ρατσιστής», «φασίστας» και «βρωμερό θηρίο» — όμως, τίποτα αυτά δεν είχε χρησιμότητα. Όταν η αριστερά διαδήλωνε με έξαλλο τρόπο και με σύνθημα «Ο φασισμός δεν θα περάσει» έξω από αίθουσες όπου συγκεντρώνονταν μέλη και οπαδοί του Εθνικού Μετώπου, οι Γάλλοι που άκουγαν όσα είχε να πει το Εθνικό Μέτωπο ένιωθαν αποξενωμένοι: οι συμπατριώτες τους και ΜΜΕ τούς περιφρονούσαν. Άλλωστε, ο καθένας απ’ αυτούς δεν θεωρούσε τον εαυτό του ούτε ρατσιστή, ούτε φασίστα· αυτό που τους χαρακτήριζε, κατά τη γνώμη τους, ήταν ο πατριωτισμός και η αφοσίωση σε ό,τι θεωρούσαν «γαλλικές αξίες».

Επί χρόνια και χρόνια, η αριστερά αντιμετώπιζε το Εθνικό Μέτωπο σαν την ενσάρκωση του Σατανά επί της Γης. Η δαιμονοποίηση δεν ήταν παραγωγική: καταλαβαίνω τους λόγους για τους οποίους η αριστερά αρνήθηκε να καθίσει απέναντι στον Λεπέν και, με τα επιχειρήματά της, να τον κάνει σκόνη. Αλλά η Μαρίν Λεπέν, ξεκινώντας από κόρη του πατέρα της —από τον εξτρεμιστικό αντι-γκολισμό και την OAS— μετέτρεψε το κόμμα σε γκολικό: ο Ντε Γκολ ρίχνει ακόμα βαριά σκιά στη Γαλλία. Αλλά η αριστερά, που συνέχισε να καθυβρίζει το μεταμορφωμένο κόμμα (λογικό) μαζί με τους ψηφοφόρους του (παράλογο), υιοθέτησε μιαν αντίληψη της πραγματικότητας κατά την οποία ό,τι ισχυριζόταν η Εθνική Συσπείρωση ήταν, a priori, λάθος. Όχι μόνο λάθος· βδελυρή παγίδα, φρίκη, horror show. Το «λάθος» ήταν της αριστεράς: στην πολιτική είναι απολύτως απαραίτητο να ακούμε τι λέει ο αντίπαλος· κι αν έχει κάπου δίκιο να του παίρνουμε από τα χέρια το θέμα στο οποίο έχει δίκιο . Αλλά, σαν να μην έφτανε η πλήρης παραμόρφωση της πραγματικότητας εκ μέρους της αριστεράς —η οποία επέμενε ότι η ισλαμική διείσδυση είναι συνωμοσιολογική μπούρδα, ότι το πρόβλημα στα γαλλικά σχολεία είναι οι χαμηλοί μισθοί των καθηγητών και άλλες πρωτομαρξιστικές αμπελοφιλοσοφίες— συνέπιπτε με το σόι Λεπέν στην άποψη πως η ΕΕ ευθυνόταν δήθεν για την επιβολή του φιλελευθερισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη: ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Τα δύο άκρα συνέπιπταν ως προς τον εθνικό προστατευτισμό και την εθνική κυριαρχία· δηλαδή ως προς το ενοριακό πνεύμα, τον επαρχιωτισμό. Στη συνέχεια, η αριστερά μετακινήθηκε από τις αντιευρωπαϊκές θέσεις σε θέσεις μεταρρύθμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης «εκ των έσω» και, γενικότερα, από την απόρριψη της παγκοσμιοποίησης στη δημιουργία «μιας άλλης» παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο έκανε και η Μαρίν Λεπέν η οποία εγκατέλειψε, αθόρυβα, ύπουλα, την ιδέα του Frexit και του φράγκου. Αμφότερες οι παρατάξεις πάσχουν από συνωμοτικότητα: είναι άνθρωποι της ίντριγκας που δεν σε κοιτάζουν ποτέ στα μάτια.

Η ευθύνη της αριστεράς για την άνοδο της ακροδεξιάς έχει τρεις συνιστώσες: 1) τον μη σεβασμό των πολιτικών αντιπάλων ο οποίος συνοδεύεται από υστερικό «αντιφασιστικό» ακτιβισμό 2) τον μη σεβασμό των κανόνων της δημοκρατίας: η αριστερά δεν αποδέχεται ότι στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος μπορούν να φυτρώσουν αξιομίσητα κόμματα που απευθύνονται στο δικό της κοινό. Με τον πόλεμο που έκανε στους Λεπέν τούς ενίσχυσε ως θύματα των ΜΜΕ, των ελίτ και του Συστήματος 3) την αποσύνδεση της αριστεράς από τα εργατικά στρώματα. Η αριστερά, επιμένοντας σε ένα αμφίβολο είδος πολιτισμικού φιλελευθερισμού, συσπείρωσε τη μεσαία τάξη, τους πτυχιούχους, τις αληθινές ή φαντασιακές μειονότητες (μουσουλμάνους, γκέι, «εγχρώμους») μαζί με όλους όσοι περιφρονούν όσους δεν τους μοιάζουν: τον απλό Γάλλο εργάτη που μπεκροπίνει στο μπαρ της γειτονιάς λέγοντας ντεμοντέ πράγματα με ντεμοντέ προφορά και τον πλούσιο συνταξιούχο που ζει στα πράσινα προάστια.

Η απόσταση από αυτόν τον απλό Γάλλο αυξήθηκε ακόμα περισσότερο εφόσον η ριζοσπαστική άκρα αριστερά, η woke, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτική», ενισχύθηκε αρκετά ώστε να κάνει επίδειξη μισαλλοδοξίας, ακόμα και μίσους, έναντι εκείνων που δεν σκέφτονται με τον δικό της τρόπο. Έτσι κι αλλιώς, οι αριστεροί δυσκολεύονται να συναναστραφούν ή να σεβαστούν δεξιούς: δεν πιστεύουν ότι οι δεξιοί κάνουν απλώς λάθος· πιστεύουν ότι είναι κακοί άνθρωποι. Οι αριστεροί δεν καταλαβαίνουν από αντιπαράθεση μεταξύ αληθινού και ψευδούς: ερμηνεύουν τα πάντα ως αγώνα μεταξύ του καλού και του κακού, ακόμη και μεταξύ του αγνού και του ρυπαρού. Με τους αριστερούς δεν γίνεται διάλογος: πιστεύουν ότι είναι ηθικά ανώτεροι. Με αυτή την οπτική, χαρακτήριζαν πάντοτε τη δεξιά δύναμη του κακού —πόσο μάλλον την άκρα δεξιά— αποκλείοντας οποιαδήποτε δημοκρατική συζήτηση ή διαδικασία. Και βεβαίως διχάζοντας την κοινωνία· κάτι στο οποίο διαπρέπουν. Στον διχασμό διαπρέπει και η άκρα δεξιά: η ψυχοπολιτική και ρητορική διαφορά μεταξύ δεξιάς και αριστεράς εξαφανίζεται στα άκρα του φάσματος· ο μανιχαϊσμός γίνεται ο κοινός τόπος και η δαιμονοποίηση ο κοινός κανόνας, ανοίγοντας έναν ιδεολογικοπολιτικό χώρο που διέπεται από τον μιμητικό ανταγωνισμό των μισαλλοδοξιών.

Με λίγα λόγια, τα πολιτικά άκρα στη Γαλλία τρέλαναν τον κόσμο: τον παραπλάνησαν και παραμόρφωσαν όλες τις εικόνες της πραγματικότητας. Σήμερα, αν και η ριζοσπαστική αριστερά ισχυρίζεται ότι είναι το κόμμα του καλού (δικαιοσύνη, ισότητα) ποινικοποιεί τους αντιπάλους της και επιδιώκει να τους εξαλείψει με διάφορα μέσα, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με τις περιστάσεις. Με το να συμπεριφέρεται σαν εχθρός του πλουραλισμού —παρά τη λατρεία της «διαφορετικότητας»— στιγματίζει, δυσφημεί και καταγγέλλει διαψεύδοντας χωρίς λογικά επιχειρήματα ακόμα και τις απλές αλήθειες που μπορεί να ξεστομίζει η (ακρο)δεξιά. Έτσι, ονόμασε «ισλαμοφοβία» την απολύτως εύλογη ανησυχία για τον ισλαμικό κοινοτισμό, «ρατσισμό» το αίτημα να αναγκαστούν οι τσιγγάνοι να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, «αυταρχισμό» να φυλακίζονται οι ναρκέμποροι και οι βιαστές (εκτός αν είναι λευκοί), «γενοκτονία» την αντεπίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, «αντιστασιακή οργάνωση» την Χαμάς και «θύματα» όλους όσοι δεν είναι λευκοί άνδρες.

Επί δεκαετίες τα ΜΜΕ δεν καλούσαν ακροδεξιούς να εκφράσουν τη γνώμη τους για να μην τους νομιμοποιήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν η Λεπέν να αποκτήσει τηλεοπτικό κανάλι, το CNews, που τη στηρίζει σε mainstream στιλ. Οι γαλλικές τράπεζες δεν της έδιναν δάνειο με αποτέλεσμα να αποταθεί σε ρωσική τράπεζα. Ακόμα και σήμερα που η (ακρο)δεξιά έχει κερδίσει το 38% του εκλογικού σώματος, στο ακαδημαϊκό περιβάλλον και στις παρέες όλοι καταφέρονται εναντίον της Εθνικής Συσπείρωσης: δεν περνά από το μυαλό κανενός ότι στην ομήγυρη μπορεί να υπάρχει κάποιος οπαδός ή φίλος του εν λόγω κόμματος. Είναι στατιστικό το θέμα. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι είναι αόρατοι και δεν τους επιτρέπουμε ούτε να γίνουν ορατοί, ούτε να αποκτήσουν φωνή. Αποκλείοντας τον διάλογο, ενισχύουμε ακόμα περισσότερο την (ακρο)δεξιά, η οποία, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, θεωρεί τον εαυτό της θύμα. Όσο για το ενεργειακό, το διπλωματικό και οικονομικό της πρόγραμμα —που δήθεν θα σώσει τους Γάλλους από την απώλεια εισοδήματος— στηρίζεται στο λεφτόδεντρο και σε μια ακροβασία ανάμεσα στην ικανοποίηση των αιτημάτων των λαϊκών στρωμάτων και των μεγάλων, των πολύ μεγάλων, συμφερόντων.

Αυτό που δεν καταλαβαίνει η αριστερά είναι, στην ουσία, πως η (ακρο)δεξιά είναι εύκολος πολιτικός αντίπαλος. Ειλικρινά, έχω σκεφτεί πολλές φορές από το 1980, πως, ακόμη κι εγώ, ο Κανένας, χωρίς καμιά πολιτική πείρα, αν καθόμουν ήρεμα απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους και συζητούσαμε ένα-ένα τα ζητήματα που θέτουν θα τους οδηγούσα σε απόγνωση. Όμως, η αριστερά όμως διάλεξε τον δρόμο των αντιφασιστικών αγώνων —και έφερε τη Μαρίν Λεπέν στο κατώφλι της πρωθυπουργίας. Όσο για το υψηλό ποσοστό της στις πρόσφατες ευρωεκλογές, νομίζω ότι ενισχύθηκε ελαφρώς κι από παράγοντες της τελευταίας στιγμής: το ότι ο Εμανουέλ Μακρόν έδειξε πρόθυμος, με τον συνηθισμένο του βολονταρισμό στα διεθνή ζητήματα, να εμπλέξει τους Γάλλους στην Ουκρανία, ευνόησε τη δημοτικότητα της απομονωτικής (ακρο)δεξιάς.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.