Πολιτικη & Οικονομια

Ευρωεκλογές 2024: Οι αστοχίες πληρώνονται

Το δυστύχημα είναι ότι στην Ελλάδα σπάνια υπάρχουν σοβαρά μικρά κόμματα. Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι αυτή τη φορά τονώθηκαν οι αντισυστημικοί, αντιευρωπαϊκοί, ψεκασμένοι πολλές φορές σχηματισμοί

Προκόπης Δούκας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ευρωεκλογές 2024: Ο Προκόπης Δούκας σχολιάζει γιατί έχασαν όλα τα κόμματα εξουσίας στις

Με την εσωστρέφεια και τον επαρχιωτισμό που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική ζωή, είναι σχεδόν «φυσιολογικό» που δεν συζητήθηκε κανένα μεγάλο ευρωπαϊκό ζήτημα. Και είναι ακόμα πιο φυσιολογικό που η ψήφος διαχύθηκε σε περισσότερα μικρά κόμματα που βρήκαν την ευκαιρία να διαλαλήσουν την πραμάτεια τους. Όταν επανέλθει το ζήτημα της διακυβέρνησης της χώρας σε εθνικές εκλογές, οι ευκαιρίες τους δεν θα είναι ίδιες.

Είναι επίσης σαφές ότι το εκλογικό σώμα δεν «τσίμπησε» σε καμία έκκληση ή εκβιασμό των λεγομένων κομμάτων εξουσίας, ότι κρίνεται η διακυβέρνηση της χώρας ή ότι πρέπει να ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, από μια ισχυρή αντιπολίτευση. Έτσι και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα, βρέθηκαν χαμένα.

Το δυστύχημα είναι ότι στην Ελλάδα σπάνια υπάρχουν σοβαρά μικρά κόμματα. Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι αυτή τη φορά, σε αρμονία με μεγάλες χώρες της Ευρώπης, τονώθηκαν οι αντισυστημικοί, αντιευρωπαϊκοί, ψεκασμένοι πολλές φορές σχηματισμοί, συνώνυμοι της απόλυτης (και όχι σχετικής) πολιτικής απατεωνιάς. Έτσι συνήθως συμβαίνει όταν οι ψηφοφόροι, απογοητευμένοι (όχι άδικα πολλές φορές) από τους λεγόμενους συστημικούς πολιτικούς σχηματισμούς, καταφεύγουν στους ακόμα χειρότερους προκειμένου να ικανοποιήσουν το θυμικό ενός ανώριμου EQ.

Ευρωεκλογές 2024: Η αποχή, η άνοδος των μικρών κομμάτων και το μήνυμα προς ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ

Από αυτή την πλευρά, η τεράστια, συντριπτική αποχή είναι κάπως υγιής. Η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν σχεδόν από 750 χιλιάδες ψήφους, σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές. Aν πάλι συγκρίνουμε με τις περσινές εθνικές εκλογές, το κυβερνών κόμμα έχασε 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους. Ένα τμήμα από αυτούς πήγε δυστυχώς σε ακροδεξιούς σχηματισμούς, συνώνυμους της παντελούς έλλειψης σοβαρότητας. Πολλοί όμως από τους υπόλοιπους προτίμησαν να απέχουν, μη δίνοντας δύναμη σε κανένα αντίπαλο κόμμα.

Οι πατριδοκάπηλοι και υπερσυντηρητικοί λογαριασμοί στα social media έσπευσαν να πανηγυρίσουν, μιλώντας για τη συνήθη τους εμμονή, τη woke ατζέντα (βλέπε γάμος ομοφύλων), που πρέπει να «εξαφανιστεί» από το Μαξίμου. Όσο και ανησυχητική να είναι όμως η άνοδος σχημάτων τύπου Βελόπουλου, Νατσιού ή Λατινοπούλου, δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία της χώρας προς την πρόοδο. Αν οι νεοδημοκράτες που κατέφυγαν σε αυτούς τούς πιστεύουν πραγματικά, τότε είναι αντιευρωπαϊστές (και την πίτα της δημοκρατίας και της ανάπτυξης ολόκληρη και τον σκύλο του αντισυστημισμού χορτάτο), καταδικασμένοι στο περιθώριο της πολιτικής ζωής και θα μείνουν εκεί. Εάν δεν το εννοούν, που είναι και το πιθανότερο, θα επιστρέψουν στο μαντρί, όταν κριθεί η πορεία της χώρας, στην επόμενη εθνική αναμέτρηση.

Το μήνυμα λοιπόν προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι να στρίψει το καράβι δεξιά, προς το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», με ανασχηματισμούς ανακύκλωσης των ίδιων προσώπων. Αυτή θα είναι η πιο κοντόφθαλμη αντίδραση που εγγυάται ότι θα χάσει οριστικά τη στήριξη του καθόλου αμελητέου εκλογικά κέντρου. Οι ψηφοφόροι που προτίμησαν να κάτσουν σπίτι τους -και ειδικά οι κεντρώοι ψηφοφόροι που στήριξαν Μητσοτάκη- έδειξαν τη δυσφορία τους για την έλλειψη τόλμης παρά το 41% που δόθηκε απλόχερα στη ΝΔ στις περσινές εκλογές, για να κάνει πολύ περισσότερες μεταρρυθμίσεις από τα ιδιωτικά ΑΕΙ ή τον γάμο των ομοφύλων ζευγαριών.

Αρχίζοντας από τα ελάσσονα και πιο πρόσφατα, διάφορες αντιφελελεύθερες κινήσεις, όπως ο νόμος Μενδώνη για την υποχρεωτική ελληνική μουσική, οι απειλές για δήθεν επίλυση του σοβαρού εδώ και καιρό στεγαστικού προβλήματος περιορίζοντας το airbnb και η διατήρηση της επιδοματικής πολιτικής που ενισχύει την φοροδιαφυγή και την ήσσονα προσπάθεια ήταν ενδεικτικά της συνέχισης μιας πελατειακής λογικής και ενόχλησαν τους μετριοπαθείς και φιλελεύθερους ψηφοφόρους, που αναζητούν περισσότερες μεταρρυθμίσεις και όχι παλαιοκομματικές και εμβαλωματικές λύσεις.

Η εγκατάλειψη της λίστας στις ευρωεκλογές και το πλασάρισμα υποψηφιοτήτων όπως του Γιώργου Αυτιά και της Ελεωνόρας Μελέτη, που άφησαν απέξω πολύ αξιολογότερα στελέχη, επίσης ενόχλησαν πολλούς ψηφοφόρους (αντιστοίχως και στο ΠΑΣΟΚ, οι ψηφοφόροι του οποίου δεν εξέλεξαν ευτυχώς τον Θοδωρή Ζαγοράκη, αλλά προέκριναν στην 3η θέση τον Σάκη Αρναούτογλου). Η επιχειρηματολογία ότι «αυτά θέλει ο κόσμος» ή «εσείς ψηφίστε τον αξιόλογο» (που δεν θα βγει ποτέ όταν υπάρχουν τα celebrities και οι κομματικοί βαρόνοι) έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Οι υποψηφιότητες αυτές λειτούργησαν τελικά ως μπούμερανγκ γιατί έφεραν μεν αρκετούς, αλλά πιθανότατα έδιωξαν περισσότερους που προτίμησαν να πάνε για μπάνιο.

Αυτό όμως που κυρίως λειτούργησε αποτρεπτικά, όχι μόνο για τους κεντρώους ψηφοφόρους της ΝΔ, ήταν η αδυναμία της κυβέρνησης, παρά την πολιτική της κυριαρχία, να αντιμετωπίσει βασικά προβλήματα της χώρας και να χτυπήσει με τη γροθιά το μαχαίρι: Η ακρίβεια, η υποβάθμιση των ανεξάρτητων αρχών και η διαπίστωση ότι στα βασικά είδη κατανάλωσης, στα καύσιμα, στις τηλεπικοινωνίες και στις τράπεζες (με τις σκανδαλώδεις πλέον εναρμονισμένες πρακτικές προμηθειών και υποβάθμισης των υπηρεσιών προς τους πελάτες) υπάρχει πλήρης αδυναμία αντιμετώπισης των καρτέλ, ήταν καθοριστική για την συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησαν και οι χειρισμοί της κυβέρνησης στο θέμα των Τεμπών, που δεν πρωταγωνίστησε μεν στην προεκλογική εκστρατεία, αλλά λειτούργησε ως βραδυφλεγής βόμβα. Η αρχική λανθασμένη εκτίμηση ότι η κυβέρνηση μπορούσε να ξεπεράσει τον κάβο διατηρώντας τον Κώστα Αχ. Καραμανλή στα ψηφοδέλτια της, το τουλάχιστον προκλητικό χειροκρότημα στη Βουλή από τους συναδέλφους του και η εντύπωση που δόθηκε οτι στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής δεν υπήρξε καμία διάθεση διερεύνησης σε βάθος, αλλά αντιθέτως προσπάθεια να κρυφτούν όλα άρον-άρον κάτω από το χαλί, εξόργισαν πολλούς.

Ως καμβάς κάτω από όλα αυτά, υπάρχει η απογοήτευση ότι παρά το πολυδιαφημισμένο μεταρρυθμιστικό προφίλ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να εγκαινιάσει δουλειά σε βάθος σε σχέση με τη λειτουργία του δημοσίου. Όχι μόνο τα Τέμπη, αλλά και η αδυναμία της να χειριστεί το θέμα της ευνομίας στα Πανεπιστήμια και γενικώς (με το φιάσκο της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας και τις μακρόχρονες καταλήψεις στην αρχή της χρονιάς), η πλημμελής λειτουργία της αστυνομίας, που σόκαρε με την αδυναμία της να σώσει μια κοπέλα από το δολοφονικό μαχαίρι του κακοποιητή της έξω από αστυνομικό τμήμα (για την οποία δεν αρκεί ένας ικανός Χρυσοχοΐδης, αλλά χρειάζεται βαθειά τομή και διαρκής αναβάθμιση), η διαιώνιση των προνομίων του ευρύτερου δημοσίου (με τις ανεκδιήγητες περιπτώσεις υπαλλήλων που έλειπαν για χρόνια) και η γενικότερη κατρακύλα στην υγεία και στην παιδεία, με την παντελή έλλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης, δείχνουν ότι μόνο οι επαναστατικές και καλά μελετημένες τολμηρές μεταρρυθμίσεις μπορούν να σώσουν την πορεία της χώρας.

Ο σοβαρός πολίτης αυτής της χώρας ενδιαφέρεται για τα βήματα βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της Ελλάδας κι όχι για το μέλλον του κάθε πρωθυπουργού και για το αν θα καταφέρει μια τρίτη θητεία (όσο κι αν ανησυχεί για την κυβερνησιμότητα). Αυτό δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει και τον ίδιο τον πολιτικό. Αντιθέτως, η φιλοδοξία του θα έπρεπε να ικανοποιείται πάνω από όλα, με το να μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που έκανε τομές και άλλαξε την πορεία της οργανωμένης κοινωνίας μας. Γι’ αυτό και οι απαιτήσεις είναι υψηλές - και η ήσσων προσπάθεια να διατηρηθούν απλώς οι ισορροπίες, πολλές φορές πληρώνεται ακριβά. 

Στον ΣΥΡΙΖΑ, η πτωτική πορεία συνεχίστηκε, καθώς εξακολουθούν να χάνονται ψηφοφόροι και το κόμμα να έχει μεταλλαχθεί σε προσωπική υπόθεση Κασελάκη. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε εκεί καλό και γι αυτό η εικόνα στις δηλώσεις το βράδυ της Κυριακής ήταν αυτή της βρεγμένης γάτας. Το επιχείρημα ότι «μειώσαμε τη διαφορά με τον πρώτο» είναι αστείο, όταν αυτό οφείλεται στην πτώση της ΝΔ και ταυτόχρονα η απόσταση από το τρίτο ΠΑΣΟΚ είναι πια μόλις δύο μονάδες.

Το θηριώδες, για τέτοια προσωπικότητα, 15% πιστώθηκε στον Στέφανο Κασελάκη, που τα έκανε μαντάρα την τελευταία εβδομάδα με το δήθεν Πόθεν Έσχες του - και θα τον διασώσει μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές. Είναι σαφές όμως ότι η χώρα και το δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορούν να λειτουργήσουν με έναν ανεπίγνωτο αλεξιπτωτιστή, που θέλει να έχει τον πολύ σημαντικό ρόλο του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Στις επόμενες εκλογές, η περαιτέρω συρρίκνωση πρέπει να δώσει τη λύση σε αυτό το ζήτημα και να βγάλει την πολιτική ζωή της χώρας από τα πρωινάδικα.

Η συντριβή της Νέας Αριστεράς δείχνει γιατί δεν έπρεπε να εγκαταλειφθεί η εσωκομματική μάχη, έτσι ώστε ο Κασελάκης να είναι αρχηγός με ημερομηνία σύντομης λήξης. Όχι για να επανέλθει ο Τσίπρας, που άλλωστε έχει ήδη περάσει στην ιστορία ως ο πολιτικός που μετασχημάτισε την ανανεωτική αριστερά σε λαϊκίστικο κόμμα, το οποίο ανερμάτιστα εξέλεξε έναν άγνωστο «για να κερδίσει τον Μητσοτάκη», αλλά για να σταματήσει να υπάρχει στην αριστερά ένα τραμπικό μόρφωμα, που μόνο ζημιά προκαλεί στη χώρα.

Κι ερχόμαστε στο μεγαλύτερο πια πρόβλημα του πολιτικού μας συστήματος, στην δημοκρατική και φιλοευρωπαϊκή εκδοχή του. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε και πάλι να εκμεταλλευθεί τη δυσαρέσκεια από την κυβερνητική πολιτική και την διαρκή συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, μένοντας κολλημένο στο σχεδόν 13% και στους 500 χιλιάδες ψηφοφόρους. Οι δικαιολογίες ότι «αυξήθηκαν τα ποσοστά και οι ψηφοφόροι» ή ότι πρασίνισαν το Λασίθι και το Ηράκλειο, από όπου κατάγεται ο αρχηγός, όταν το κόμμα έπρεπε να πετούσε προς τη 2η θέση και την εξουσία, είναι εντελώς μη πειστικές.

Φυσικά και έπαιξε ρόλο η αδυναμία να εμφανιστεί μια συμπαγής και τολμηρή θέση στο ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών και των ιδιωτικών πανεπιστημίων, όπως και το διαρκές μοτίβο για το προσωπικό θέμα της παρακολούθησης Ανδρουλάκη. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και αθεράπευτο: Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έπρεπε ποτέ να είχε εκλεγεί αρχηγός της μόνης παράταξης στον κεντροαριστερό χώρο, από την οποία μπορεί να ξεπηδήσει ένας σύγχρονος σοσιαλδημοκρατικός και κυβερνητικός λόγος.

Όσο κι αν προσπαθούν να το προσπεράσουν, τα προσόντα και η γοητεία του αρχηγού είναι εντελώς μη πειστικά, για να μην πει κανείς απωθητικά και αντιπαθή, σε μεγάλο μέρος του απαιτητικού κεντρώου και κεντροαριστερού ακροατηρίου. Επιπλέον, το ύφος πολλών στελεχών της ηγετικής ομάδας εμφανίζεται εξίσου επιθετικό και αντιπαθές στις δημόσιες συζητήσεις, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος. Ήδη έχουν βγει τα μαχαίρια και όχι άδικα, το ΠΑΣΟΚ είναι ο μόνος πολιτικός σχηματισμός, του οποίου οι εκατοντάδες χιλιάδες έτοιμοι υποψήφιοι “πελάτες” το παρακαλούν να εκσυγχρονιστεί και να αλλάξει, για να το (ξανα)ψηφίσουν επιτέλους.

Εάν δεν υπάρξει το συντομότερο αλλαγή ηγεσίας, απομάκρυνση από παλαιοκομματικούς συμβούλους και αιμοδοσία της δημόσιας εικόνας, δεν πρόκειται να ορθοποδήσει. Και μαζί με αυτό, ούτε η δημοκρατική και ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αλλά και της χώρας.