Πολιτικη & Οικονομια

Νοσταλγώντας την Αμοργό, ψηφίζοντας για την Ευρώπη

44 χρόνια Ευρώπη, 44 χρόνια «ναι μεν, αλλά…»

Γιάννης Στεφανίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ευρωεκλογές 2024: Το διακύβευμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα.

Πλατεία χώρας Αμοργού, Ιούλιος του 1998. Ταβερνείο, τηλεόραση στο προαύλιο, σε λίγο αρχίζει ο τελικός του Μundial: Βραζιλία-Γαλλία. Περιμετρικά, έχουν αράξει κυρίως νεαροί Έλληνες τουρίστες. Ορισμένοι φορούν φανέλες ή μαντήλια με τα χρώματα της Βραζιλίας. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι με το μέρος της Γαλλίας είναι μόνο δύο Γαλλιδούλες που κάθονται παράμερα. Ο ηλικιωμένος ταβερνιάρης σερβίρει μπίρα και μεζέ. Πέφτει η ερώτηση από νεαρό Έλληνα: «Δεν μας λες, παππού, εσύ με ποια ομάδα είσαι»; «Με τη Γαλλία, παιδιά», απαντά ο ταβερνιάρης, συγκεντρώνοντας βλέμματα απορίας και γκριμάτσες αποδοκιμασίας. «Και γιατί με τη Γαλλία», ρωτά ο ημεδαπός τουρίστας. «Γιατί είναι χώρα της Ευρώπης. Και γιατί κι εμείς είμαστε στην Ευρώπη. Έτσι δεν είναι, παιδιά;» Η μουγκαμάρα που έπεσε ήταν εύγλωττη. Συμπέρασμα; Κατά πάσα πιθανότητα, οι νεαροί επισκέπτες δεν ταυτίζονταν με την άποψη του αμοργινού «παππού».

Η σχέση των Ελλήνων με τη (δυτική) Ευρώπη υπήρξε πάντοτε αμφίθυμη. Από τη μια μεριά, αντικείμενο θαυμασμού για τα επιτεύγματά της, ο δημοφιλέστερος προορισμός για σπουδές και επαγγελματικές ευκαιρίες, πρότυπο για οργάνωση, θεσμούς, γράμματα, τέχνη – εκείνης του πολέμου συμπεριλαμβανομένης. Από την άλλη μεριά, αντιπάθεια για τη θρησκευτική της ετερότητα (ιδίως τον καθολικισμό), καχυποψία με ρίζες στις Σταυροφορίες, αισθήματα εκμετάλλευσης ή και ταπείνωσης σε εποχές κρίσης, αλλά και ένα διαρκές παράπονο για το έλλειμμα ευγνωμοσύνης εκ μέρους εκείνων που, όταν οι δικοί μας πρόγονοι δημιουργούσαν πολιτισμό, οι δικοί τους «έτρωγαν βαλανίδια πάνω στα δέντρα».

Είναι πολύ πιθανό ότι, αν είχε υποβληθεί σε δημοψήφισμα το 1979-80, η ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ θα είχε απορριφθεί. Ακολούθησαν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τα Πακέτα Ντελόρ, τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και οι επιδοτήσεις, ιδίως της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που άμβλυναν την πασοκική αντίθεση στην «Κοινότητα των Μονοπωλίων». Όλο και περισσότεροι, ιδίως οι ωφελημένοι πολιτικών του τύπου «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», αντιλαμβάνονταν την Κοινότητα-Ένωση ως καλοθρεμμένη αγελάδα προς άρμεγμα. Έτσι, έμεινε το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά να μας θυμίζει το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

Μέχρι που ήρθε ο «Πόλεμος των ταυτοτήτων». Προσωπικό δεδομένο το θρήσκευμα, η υποχρεωτική αποκάλυψή του ενείχε κίνδυνο δυσμενών διακρίσεων σε βάρος πολιτών της Ένωσης, επομένως, έκριναν οι ενωσιακοί θεσμοί, δεν πρέπει να αναγράφεται σε δελτία ταυτότητας. «Αποτελεί αίσχος για τους Νεοέλληνες να παίρνουν ως κριτήρια το τι θέλουν κάθε φορά οι ντιρεκτίβες των Βρυξελλών, και όχι ό,τι επιβάλλει η ιστορική αναγκαιότητα και η παράδοση αυτού του τόπου», διακήρυττε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος την εποχή που συγκρουόταν με μια κυβέρνηση «ευρωλιγούρηδων», ζητώντας δημοψήφισμα και συλλέγοντας εκατομμύρια υπογραφών. Ομοίως με την ένταξή μας στην ΕΟΚ, πιθανόν και η διαγραφή του θρησκεύματος από τα δελτία ταυτότητας, θα είχε απορριφθεί από το εκλογικό σώμα.

Ο μακαριστός Χριστόδουλος άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο δύο χρόνια πριν διαγνωστεί η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας. Αν ζούσε, πολύ πιθανό να είχε αναδειχθεί στον φυσικό ηγέτη του αντιμνημονιακού αγώνα, αφού ο λόγος του συμπύκνωνε τον ορθόδοξο αντιδυτικισμό με τη νοσταλγία του «πάλι με χρόνια και καιρούς» και την πεποίθηση ότι «πάνω από τους νόμους είναι ο Λαός». Αντ’ αυτού, το κενό κάλυψε ο αρχηγός μικρού κοινοβουλευτικού κόμματος, μιμούμενος το ύφος ενός ηγέτη που γνώριζε να διακρίνει ανάμεσα στο σύνθημα («Έξω από το ΝΑΤΟ», «Έξω από την ΕΟΚ») και την εφαρμόσιμη πολιτική. Ο Τσίπρας κατόρθωσε να συνενώσει το ευρωφοβικό εκκλησίασμα του Χριστόδουλου με την αντιδυτική Αριστερά και ικανή μερίδα του ανδρεϊκού ακροατηρίου στο βροντερό «Όχι» του Ιουλίου του 2015. Δεν είχε, όμως, χρόνο να χαρεί αυτή του την επιτυχία που, πιθανότατα, θα ισοδυναμούσε με μαζικό αυτοχειριασμό. Δέχτηκε να πληρώσει τον λογαριασμό για το ακριβότερο μάθημα της πρόσφατης ιστορίας μας και έβαλε τη χώρα στο Τρίτο Μνημόνιο.

Έκτοτε, το εκκρεμές της ελληνικής στάσης έναντι της ενωμένης Ευρώπης διέγραψε μια πλήρη ταλάντωση: Παραμονές της κρίσης, το 2008, δύο στους τρεις Έλληνες έκριναν θετικά τη συμμετοχή της χώρας στην Ένωση. Έξι χρόνια αργότερα, πάνω στην τούρλα του Αντιμνημονίου, η αναλογία είχε σχεδόν αντιστραφεί. Σήμερα, οι θετικές εντυπώσεις επανήλθαν στο δύο προς ένα. Οι κατηγορίες για τους τοκογλύφους δανειστές φάνηκε ότι μάλλον δεν ευσταθούσαν. Άλλωστε, αν δεν γινόταν η kolotoumba του 2015, ήταν έτοιμοι να μας ανοίξουν οι ίδιοι την πόρτα, και να μας δώσουν και τα οδοιπορικά.

Η ουσία, ωστόσο, του εγχειρήματος της Ενωμένης Ευρώπης μάλλον εξακολουθεί να μας διαφεύγει. Όχι μόνο υπάρχουν επίδοξοι ηγέτες πρόθυμοι να φορτώσουν όλα τα «στραβά» (από την έλευση προσφύγων μέχρι την καθιέρωση γάμου ομοφύλων ζευγαριών) στις επιταγές των Βρυξελλών, αλλά και η παιδεία μας επιμένει να υπερτονίζει τις ιδιαιτερότητες της ένδοξης «φυλής» μας («Εμείς δεν είμαστε Γερμανοί ούτε Γάλλοι, ούτε πολύ περισσότερο Άγγλοι. Εμείς είμαστε άντρες, ανδροπρεπείς Έλληνες», όπως διακήρυσσε ο μακαριστός). Αντίθετα, η ιστορική εμπειρία και οι αξίες, στις οποίες εδράζεται η σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας μένει «εκτός ύλης». Οι περισσότεροι που θα μπουν στον κόπο να ψηφίσουν για το Ευρωκοινοβούλιο, το κάνουν για να αποδοκιμάσουν την εκάστοτε κυβέρνηση. Ελάχιστα συναισθάνονται ότι διακυβεύεται η ειρήνη και η ευημερία μιας ηπείρου που μόνο ενωμένη μπορεί να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι) και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος (με πρώτο το δημογραφικό σε συνάρτηση με την πληθυσμιακή έκρηξη στην πολύ φτωχότερη και επικίνδυνη γειτονιά μας). Όποιος και να διεκδικεί τη νίκη στην τρέχουσα αναμέτρηση, η Ευρώπη κινδυνεύει να αποδειχτεί ο μεγάλος χαμένος.