Πολιτικη & Οικονομια

Έλληνες και Ευρωεκλογές 2024: Το «Μένουμε Ευρώπη» καθαρή πλέον πλειοψηφία

Ο κρίσιμος ρόλος των προσώπων, το μεγάλο έλλειμμα ενημέρωσης

Παναγιώτης Περάκης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ευρωεκλογές 2024: Τι άποψη έχουν σήμερα οι Έλληνες για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ενόψει των αυριανών εκλογών, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να καταλάβει κανείς τι άποψη έχουν σήμερα οι Έλληνες για την ΕΕ, όπως αυτή καταγράφεται στα αποτελέσματα μιας πρόσφατης μεγάλης έρευνας για το θέμα [1]. Από την μελέτη αυτών των αποτελεσμάτων, σε συνδυασμό και με τα αντίστοιχα άλλων 2-3 μεγάλων σοβαρών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα, εξάγονται κατά τη γνώμη μου τρία βασικά κρίσιμα συμπεράσματα. Τα πρώτα δύο φαίνονται ξεκάθαρα, το τρίτο όμως, που είναι και το πιο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου, δικαιολογεί περισσότερη συζήτηση και, ενδεχομένως, ανάληψη δράσης.

Το 1ο συμπέρασμα είναι ότι οι Έλληνες, παρόλο που δεν είναι ικανοποιημένοι από την παρουσία των εκπροσώπων τους στην Ε.Ε  στο Ευρωκοινοβούλιο (71% κρίνουν ως καθόλου ή λίγο ικανοποιητική την παρουσία τους), δηλώνουν ότι αποτιμούν θετικά τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε (61% θεωρούν ότι την έχει ωφελήσει γενικά από τη ένταξή της μέχρι και σήμερα, ενώ μόνο 23% θεωρούν ότι την έχει βλάψει γενικά).

Αυτό είναι ασφαλώς το πιο σημαντικό εύρημα, ιδίως έχοντας πολύ πρόσφατα βιώσει μια ολόκληρη σχεδόν δεκαετία που η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ πέρασε πολλές δυσκολίες και μεγάλες κρίσεις, δυσφημίστηκε κιόλας κατά την γνώμη μου σε πολλές περιπτώσεις, ας μην ξεχνάμε δε ότι η εμπιστοσύνη όσο αργά χτίζεται τόσο εύκολα καταστρέφεται.

Συνεπώς, μετά από τη μεγάλη περιπέτεια της κρίσης, βλέπουμε τώρα να καταγράφεται μια σαφής τοποθέτηση του ελληνικού λαού υπέρ της συμμετοχής στην ΕΕ, που προφανώς σημαίνει ότι έχουμε μπει σε μια νέα φάση, μια φάση ωριμότητας μετά το οριστικό τέλος ορισμένων ψευδαισθήσεων του παρελθόντος και συνειδητοποίησης ότι για τη χώρα μας αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς ένα καλύτερο αύριο. Έχει πάντως σημασία ότι, μελετώντας τις απαντήσεις και στα άλλα ερωτήματα της έρευνας, η τοποθέτηση αυτή δεν βασίζεται μόνο ή τόσοστην ικανοποίηση από την ως τώρα συμμετοχή μας στην ΕΕ, αλλά είναι αποτέλεσμα και της πεποίθησης περί μη ύπαρξης εναλλακτικής.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι με βάση αυτή την θετική αποτίμηση μιας σαφούς πλειοψηφίας, ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων (81%), δηλώνει ότι τίθεται υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, ίδιο δε είναι και το ποσοστό αυτών που λένε ότι θα ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές (αυτό μένει να φανεί, διότι παγίως το ποσοστό αποχής είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερο μεταξύ αυτών που δεν απαντούν στις δημοσκοπήσεις, άρα το 81% είναι πλασματικό).

Το 2ο, πολύ σημαντικό, συμπέρασμα που κατά τη γνώμη μου αναδεικνύεται είναι ο κρίσιμος ρόλος των προσώπων. Είναι εντυπωσιακό ότι η επιλογή των καταλληλότερων προσώπων για να εκπροσωπήσουν τη χώρα στην Ευρώπη είναι ο κύριος λόγος (58%) όσων δηλώνουν ότι θα πάνε να ψηφίσουν, πάνω από οτιδήποτε άλλο (επιλογή κόμματος, επιλογή πολιτικής / ιδεολογικής πρότασης, ψήφο διαμαρτυρίας, ψήφο στήριξης στην κυβέρνηση).

Το ίδιο μάλιστα αντιστοίχως ισχύει και γι αυτούς που δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν. Κι εκεί, ο πρώτος λόγος (42%) τον οποίο αναφέρουν είναι ότι δεν τους ικανοποιούν τα πρόσωπα των υποψηφίων ευρωβουλευτών.

Άρα επιβεβαιώνεται πέρα από κάθε αμφιβολία η μεγάλη σημασία των προσώπων και, συνακόλουθα, η μεγάλη ευθύνη των κομμάτων που τα επιλέγουν. Ο τρόπος όμως που όλα σχεδόν τα κόμματα, ιδίως τα κόμματα  εξουσίας, αντιλαμβάνονται αυτή την ευθύνη τα τελευταία χρόνια είναι γνωστός και δεν χρειάζεται σχολιασμό: επιλέγουν ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές, τηλεοπτικούς αστέρες, πρόσωπα γενικά φωτογενή. Προφανώς μεταξύ των ηθοποιών, των αθλητών, των ανθρώπων της τηλεόρασης κλπ υπάρχουν πολλοί ιδιαίτερα αξιόλογοι άνθρωποι. Το πρόβλημα είναι ότι για την επιλογή των υποψηφίων από τα κόμματα μετράει κυρίως η εικόνα και σχεδόν καθόλου η  ουσία. Γι αυτό και ίσως είναι καιρός ν’ ανοίξει σοβαρά η συζήτηση για ένα νέο μικτό εκλογικό σύστημα λίστας/σταυρού για την ευρωβουλή.

Το 3ο συμπέρασμα που κατά τη γνώμη μου εξάγεται από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας -αλλά και των άλλων αντίστοιχων που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο διάστημα- και που ίσως απαιτεί την περισσότερη σκέψη αλλά και δουλειά, είναι η αντιφατικότητα των απαντήσεων και τι αυτή σημαίνει.

Χαρακτηριστικά, παρόλο που η καθαρή πλειοψηφία (61%) κρίνει ως θετική τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε από την ένταξή της μέχρι σήμερα, την ίδια στιγμή οι περισσότεροι λένε ότι η Ε.Ε δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχαν στο παρελθόν -62% απαντούν στο σχετικό ερώτημα όχι και μάλλον όχι και μόνο 36% ναι (9%) και μάλλον ναι-, με τους απογοητευμένους μάλιστα να είναι  σχεδόν οι διπλάσιοι των ικανοποιημένων. Αυτό μάλλον σημαίνει ότι γενικά κρίνουν μεν ως θετική τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, θα την ήθελαν όμως πιο θετική. Πού πιο θετική;

Αν δούμε τους διάφορους τομείς, το μικρότερο ποσοστό ικανοποίησης το λαμβάνει η προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων της χώρας μας (ενώ, αντίστροφα, το υψηλότερο ποσοστό λαμβάνει η δράση από την Ε.Ε για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής).

Έχει ενδιαφέρον ότι δεν ισχύει το ίδιο σχετικά με την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Εκεί οι απαντήσεις είναι περίπου μοιρασμένες (48% θεωρούν ότι την προωθεί , 49% ότι δεν την προωθεί).

Άρα, για τους περισσότερους η ως τώρα συμμετοχή στην ΕΕ δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους γιατί θεωρούν ότι δεν προωθεί όσο θα ήθελαν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας. Με άλλα λόγια,  ένα ισχυρό εθνικό αίσθημα δηλώνει την παρουσία του, μαζί μ’ ένα αίσθημα μη ικανοποίησής του. 

Mήπως για την μη ικανοποίηση των προσδοκιών ευθύνεται, κατά την άποψη αυτών που δηλώνουν μη ικανοποιημένοι, η έλλειψη της διαφάνειας και λογοδοσίας που θα ήθελαν; Όχι. Υπάρχει η αναγκαία λογοδοσία θεωρεί το 49%, δεν υπάρχει το 46%.

Από τους άλλους παράγοντες, βλέπουμε ότι κατά πλειοψηφία οι ερωτηθέντες πιστεύουν ότι:

  • Δεν έχουν επαρκή συμμετοχή και επιρροή στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
  • Το ευρωκοινοβούλιο δεν είναι κοντά στους λαούς της Ευρώπης.
  • Η ηγεσία της Ε.Ε πρέπει να εκλέγεται απευθείας από τους λαούς της Ε.Ε.

Αν τα δούμε όλα προσεκτικά, διαπιστώνουμε μια σαφή αντιφατικότητα στις απαντήσεις.

Κατ’ αρχάς, ενώ οι ερωτώμενοι, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, θα ήθελαν περισσότερη δημοκρατία στη λειτουργία της ΕΕ, ταυτόχρονα δηλώνουν με καθαρή πλειοψηφία ότι τάσσονται υπέρ της αρχής της ομοφωνίας, κάτι που όμως, για όσους ξέρουν, δεν συμβαδίζει και τόσο με το αίτημα για περισσότερη εσωτερική δημοκρατία.

Επίσης, το να υποστηρίζει κάποιος ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ομοφωνία και να είναι περισσότερο υπέρ των επιμέρους εθνικών συμφερόντων, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη λήψη των αποφάσεων και, συνεπώς, αναγκαστικά περιορίζει την ευελιξία, τις δυνατότητες κοινής δράσης και, άρα, την αποτελεσματικότητα της Ένωσης, που επίσης κατά τ’ άλλα φαίνεται ότι θα ήθελαν περισσότερο οι ερωτώμενοι.

Ταυτόχρονα, παρότι τάσσονται υπέρ της αρχής της ομοφωνίας, θέλουν κοινή άμυνα κατά συντριπτικό ποσοστό 82% (64+18), θεωρούν όμως ότι η Ε.Ε εξυπηρετεί κυρίως τις εθνικές προτεραιότητες Γερμανίας και Γαλλίας (76%), όπως και τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα (76%). Η θέση της πλειοψηφίας (54%) ότι οι πολιτικές της Ε.Ε συντελούν στην άνοδο της ακροδεξιάς δεν φαίνεται να εξηγείται από συγκεκριμένα στοιχεία και μάλλον σχετίζεται με το ισχυρό και υπερέχον εθνικό αίσθημα.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον εύρημα αφορά στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, όπου οι ερωτώμενοι πιστεύουν στην αναλογική κατανομή των προσφύγων και μεταναστών στα κράτη μέλη και θέλουν αυστηρούς ελέγχους στα σύνορα, χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη διαδικασία ένταξης και ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι ένα εύρημα που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν ευθυγραμμίζεται απόλυτα με το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία, αν περισσότερη δημοκρατία σημαίνει και περισσότερο «προοδευτικότητα», με την παραδοσιακή πολιτική προσέγγιση του όρου.

Η αντιφατικότητα σε πολλά σημεία των απαντήσεων νομίζω πωςείναι ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Οι ερωτώμενοι απαντούν στα διάφορα ερωτήματα στηριζόμενοι κυρίως σε μια γενικά θετική - θα μπορούσε να πει κανείςγενικά και αόριστα θετική- στάση απέναντι στη Ε.Ε, με πολύ ισχυρό όμως το εθνικό συναίσθημα και την απαίτηση για αντιμετώπιση των δικών μας εθνικών προτεραιοτήτων και προβλημάτων, ζητώντας πράγματα που συχνά είναι μεταξύ τους αντικρουόμενα.

Πού οφείλεται αυτή η αντιφατικότητα; Κατά τη γνώμη μου -και αυτό είναι το κρισιμότερο στοιχείο που μπορεί κανείς να εξάγει από την έρευνα-, είναι προφανές ότι οφείλεται σε ανεπάρκεια γνώσης, σε μεγάλο βαθμό άγνοια σε ελλιπή ενημέρωση για το τι είναι στ΄αλήθεια η Ε.Ε, πώς λειτουργεί, πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις της. Και ναι μεν οι ερωτηθέντες δηλώνουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό (72%) ότι θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ ή αρκετά ενημερωμένους για τις πολιτικές και τους θεσμούς της Ε.Ε, αυτό όμως στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Απλά έτσι νομίζουν γιατί έτσι συνήθως συμβαίνει με την ημιμάθεια.

Είναι χαρακτηριστικό της έλλειψης γνώσεων ακόμη και για τις αρμοδιότητες και την θέση της ΕΕ στον κόσμο ότι από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε κατατάσσουν ως 2η , μετά την καταπολέμηση της ανεργίας, τον τερματισμό των πολεμικών συγκρούσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, ενώ είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό εξαρτάται ελάχιστα ή καθόλου από την στάση της Ε.Ε.

Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι ποιός ευθύνεται γι αυτή την έλλειψη γνώσης;

Σίγουρα, περισσότερο απ΄ όλους, ευθύνονται τα κόμματα. Και όσοπιο μεγάλα τόσο πιο μεγάλη και η ευθύνη τους, η οποία  συνδυάζεται με την άλλη μεγάλη ευθύνη τους στην επιλογή των υποψηφίων.

Τα κόμματα είναι αυτά που με αίσθημα ευθύνης πρέπει να εξηγήσουν στους πολίτες τα δύσκολα, ακόμη και αυτά που δεν συμφέρουν πάντα το εθνικό ακροατήριο. Αντί γι’ αυτό, καταφεύγουν συχνά στον λαϊκισμό, που βολεύει όλους, υπεραπλουστεύοντας τα ζητήματα. Π.χ. θέλουν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, όπως και οι ερωτηθέντες, να παραμείνει η αρχή της ομοφωνίας. Ταυτόχρονα, θέλουν όλοι -πολύ σωστά- την αναλογική κατανομή των προσφύγων και μεταναστών στα διάφορα κράτη μέλη. Όταν όμως κάποια κράτη μέλη, που βρίσκονται μακριά από τις πύλες εισόδου και δεν έχουν τέτοια προβλήματα, δεν δέχονται τέτοιες ρυθμίσεις (αναλογικής κατανομής) και ασκούν το δικαίωμα αρνησικυρίας, οι Έλληνες και τα κόμματα τάσσονται εναντίον, λες και αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο από μας…

Λαϊκισμός είναι επίσης να κατηγορείς την Ε.Ε για έλλειψη αποτελεσματικότητας και ταχύτητας στη λήψη αποφάσεων αλλά και, ταυτόχρονα, για έλλειμα δημοκρατίας, χωρίς να εξηγείς ότι είναι ακριβώς οι απαιτήσεις της δημοκρατίας (:η τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών) η αιτία που η λήψη των αποφάσεων συνήθως απαιτεί μια μακρόσυρτη διαδικασία.

Το πρόβλημα της έλλειψης επαρκούς γνώσης σχετίζεται ασφαλώς και με τα ΜΜΕ, τα οποία βαραίνει σοβαρό μερίδιο ευθύνης, αλλά και με την τεχνολογία και με την κουλτούρα της εικόνας.

Παρότι φαίνεται παράδοξο, η τεχνολογία θα καθιστά όλο και πιο δύσκολη την αληθινή και ουσιαστική ενημέρωση και γνώση γι’ αυτά τα ζητήματα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μετρήσεις,σήμερα στα socialmedia και στα ειδησεογραφικά sites περισσότερο από το 90% των ανθρώπων διαβάζουν μόνο τους τίτλους. Φανταστείτε πόσο εύκολη είναι η χειραγώγησή τους με έντεχνα παραπλανητικούς τίτλους, οι οποίοι παρατηρούμε ότι δυστυχώς τείνουν να γίνουν ο κανόνας.

Το πρόβλημα γίνεται πολύ σοβαρό με τους ψεύτικους λογαριασμούς και τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία μπορεί πια να συνδυάζει profiling και deepfakes. Δηλαδή, έχοντας αναλύσει ποιος είσαι, τι πιστεύεις και τι σ’ αρέσει, θα σου στέλνει να βλέπεις αυτό που θα σε πείσει, ένα ψέμα φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα σου. Υπάρχουν πολλά να πούμε γι’ αυτό και πώς γίνεται, με τη βοήθεια των bigdata και των δεδομένων που προέρχονται από ανοικτές πηγές και είναι ελεύθερα διαθέσιμα.

Συνεπώς, ανακεφαλαιώνοντας, υπάρχει μεγάλη ευθύνη των κομμάτων, των ΜΜΕ και κάθε εμπλεκόμενου φορέα της Πολιτείας για σοβαρή και υπεύθυνη ενημέρωση, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη γνώσης και κριτικής σκέψης των πολιτών.

Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει ένα τεράστιο σχετικό έλλειμα. Όχι μόνο βέβαια στην Ελλάδα, στην Ελλάδα όμως η σημασία του έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες επειδή συνδυάζεται με γνωστές εθνικές αυταπάτες που υπάρχουν από ιστορικούς και άλλους (όπως λ.χ. θρησκευτικούς) λόγους. Λ.χ., είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι στη χώρα μας είναι περισσότεροι οι ερωτώμενοι που θεωρούν ότι η Ε.Ε πρέπει να έρθει πιο κοντά στη Ρωσία (39%) απ΄ ότι στις ΗΠΑ (33%)! Ή ότι στην Ελλάδα ο Πούτιν είναι πιο δημοφιλής από τους περισσότερους Ευρωπαίους ηγέτες!

Νομίζω ότι και από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας και των άλλων αντίστοιχων ερευνών εμμέσως προκύπτει ότι οι Έλληνες δεν έχουν βαθιά συνείδηση του ότι, παρά τις αδυναμίες, ζουν στο μέρος του κόσμου όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται σεβαστά περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αγνοούν την τεράστια θεσμική συμβολή της Ε.Ε στη νομοθεσία μας σε κρίσιμους τομείς, όπως στα θέματα ισότητας ανδρών και γυναικών, στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην προστασία του περιβάλλοντος, στην υποχρέωση διαφάνειας στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος και στις προμήθειες, στα νέα πεδία της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (GDPR) ή της ελευθερίας του τύπου (SLAPP), ή, πιο πρόσφατα, στη θέσπιση κανόνων για την τεχνητή νοημοσύνη κατά παγκόσμια πρωτοπορία.  Όπως επίσης δεν έχουν συνείδηση ότι όλα αυτά, η δημοκρατία, τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, έχουν ένα κόστος, είτε χρονικό είτε οικονομικό, το οποίο πρέπει συνειδητά να το αναλαμβάνουμε.

Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα που μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της πολυπλοκότητας των ζητημάτων και στην εμβάθυνση της γνώσης περί την ΕΕ, το οποίο δεν έχει τεθεί στη συγκεκριμένη έρευνα – ούτε σε άλλες- το οποίο εγώ θα πρότεινα να τεθεί σε μια επόμενη. Είναι το εξής: «Θα είσασταν διατεθειμένος/η να εκχωρηθεί περισσότερη εθνική κυριαρχία στην ΕΕ για να γίνει πιο ισχυρή και αποτελεσματική;»

Αυτή είναι η κρίσιμη ερώτηση. Η απάντηση, η οποία προφανώς συνδυάζεται με άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως λ.χ. η απευθείας εκλογή του Προέδρου της ΕΕ ή, με άλλα, πιο τεχνικά αλλά εξίσου σημαντικά θέματα, όπως ένας κοινός ορισμός της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, δεν είναι καθόλου προφανής. Όταν πριν σχεδόν από 20 χρόνια κουβεντιάζαμε για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και για όλα αυτά τα θέματα, κάποιοι λαοί (Γαλλία, Ολλανδία) ψήφισαν αρνητικά, όπως αρνητικές ήταν τότε και οι θέσεις των ελληνικών αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων. Είμαι πολύ περίεργος τι θ’ απαντούσαν σήμερα οι Έλληνες και ποιες θα ήταν οι θέσεις των κομμάτων, μια που η προοδευτικότητα έχει πάψει προ πολλού να είναι ταμπέλα ή κληρονομιά.

[1] Πρόκειται για έρευνα της ΠΑΛΜΟΣ Analysis, η οποίαυπήρξε η αφορμή και για μια ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση που οργάνωσε η ΙΝΕΡΠΟΣΤ στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων την 13.5.2024. Το παρόν κείμενο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μέρος της ομιλίας μου σ΄εκείνη την εκδήλωση.