Πολιτικη & Οικονομια

Τι κρίνεται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο σε αυτές της Ευρωεκλογές

Κάθε εκλογική διαδικασία κρύβει προκλήσεις και ευκαιρίες, σε εθνικό επίπεδο, ακόμη κι αν δεν προορίζεται να εκλέξει κυβέρνηση

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι Ευρωκλογές 2024 πλησιάζουν - Οι προκλήσεις που κρύβουν τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής

Τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτές τις Ευρωεκλογές 2024, μόλις έναν χρόνο από τις διπλές ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 2023; Από αυτά που γνωρίζουμε μέχρι τώρα, τίποτε εντυπωσιακά διαφορετικό. Οι ευρωεκλογές είναι εκλογές δεύτερης τάξης όπως τις λέμε στην πολιτική επιστήμη, και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι εννοούμε με αυτό. Πρόκειται για εκλογές όπου τόσο τα διακυβεύματα όσο και το ενδιαφέρον των εκλογέων δεν είναι ίδιας βαρύτητας με τις εθνικές εκλογές. Στις τελευταίες, δεν είναι μόνο ότι εκφράζεται η πεμπτουσία της δημοκρατίας που είναι η αντιπροσωπευτικότητα μέσω της κάθε εθνο-συνέλευσης αλλά κρίνεται και το μέλλον της διακυβέρνησης μιας χώρας σε εθνικό επίπεδο, με άμεσες συνέπειες για την ζωή των πολιτών.

Αντιθέτως, στις ευρωεκλογές κυριαρχεί η άποψη ότι η επίπτωση των αποφάσεων του ευρωκοινοβουλίου σε ποικίλες όψεις της ζωής μας είναι περιορισμένη. Ακόμη και αν δεν είναι αληθές αυτό, πρόκειται για μια αίσθηση που ενισχύεται από την καθυστέρηση της πολιτικής ενοποίησης, η οποία εντέλει οδηγεί στη συνολική εντύπωση των Ευρωπαίων ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για μια “ευρωπαϊκή κυβέρνηση”, όσο κι αν αυτός είναι ο ρόλος που επιδιώκει να παίξει η Κομισιόν και οι Σύνοδοι των ηγετών.

Έτσι, όσο η Ε.Ε. θα εξακολουθεί να λογίζεται πρωτίστως ως μια ομοσπονδία εθνικών κρατών, τα 370 εκατομμύρια των πολιτών της θα συνεχίσουν να προτάσσουν το εθνικό συμφέρον έναντι του ευρωπαϊκού, θεωρώντας την Ένωση περισσότερο ως ένα μακρινό και μάλλον ακατανόητο στη δομή του κέντρο εξουσίας, παρά ως κάτι που αισθάνονται να τους αφορά άμεσα -εκτός αν σχετίζεται φυσικά με ευρωπαϊκά κονδύλια και χρηματοδοτήσεις.

Με άλλα λόγια, μόνο η επίσπευση της πολιτικής ενοποίησης θα μπορούσε να δώσει την αίσθηση ότι η Ευρώπη, εκτός από ένα σωτήριο ταμείο που μοιράζει χρήματα, είναι όντως το κοινό μας σπίτι, και ότι συνεπώς οφείλουμε να ενδιαφερθούμε πιο σοβαρά για τις κοινές μας υποθέσεις. Αλλά η πρόοδος στο επίπεδο αυτό είναι μάλλον απογοητευτικά αργή, και ίσως μάλιστα να επιδεινωθεί αν επιβεβαιωθεί η άνοδος της ακροδεξιάς και γενικώς των αντιευρωπαϊκών και νατιβιστικών δυνάμεων σε αυτές τις ευρωεκλογές, όπως εκτιμάται τουλάχιστον.

Ευρωεκλογές: Ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς

Να επισημάνουμε ενδεικτικά ότι οι δημοσκοπήσεις στη Γαλλία φέρνουν μακράν πρώτο το λεπενικό κόμμα με περίπου 33% έναντι 16% του μακρονικού ενώ συνολικά τα κόμματα της ultra δεξιάς στην χώρα των Φώτων προβλέπεται να συγκεντρώσουν γύρω στο 40%. Θα πρόκειται για κάτι πρωτοφανές για τη Γαλλία, που αποτελεί μαζί με τη Γερμανία την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Σε μια τέτοια εξέλιξη, δεν είναι αδύνατον οι δυνάμεις αυτού του φάσματος, που για την ώρα είναι κατακερματισμένες, να αποτελέσουν τη δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη του ευρωκοινοβουλίου, μετά το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα του οποίου η πρώτη θέση δεν αμφισβητείται. Μάλιστα, η Μαρίν Λεπέν κάλεσε πρόσφατα την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, να ενώσουν στο ευρωκοινοβούλιο τις δυνάμεις των δύο ακροδεξιών ομάδων, του ID και του ECR. Και σε μια τέτοια περίπτωση, η τόσο έντονη παρουσία των ευρωβουλευτών τους στα 720 έδρανα του ευρωκοινοβουλίου, θα σήμαινε σαφέστατη υπονόμευση της ευρωπαϊκής υπόθεσης.

Ίσως και μόνο αυτό θα αρκούσε τελικά για την αναίρεση της παραδοχής που θέλει τις ευρωεκλογές ως μικρότερης σημασίας κάλπες. Ιδίως μάλιστα για μικρότερα και πιο αδύναμα (οικονομικά και γεωπολιτικά) κράτη μέλη όπως η Ελλάδα που έχουν κάθε συμφέρον να επενδύουν στην ταχύτερη ενοποίηση, μια τέτοια θλιβερή προοπτική θα πρέπει να μας κινητοποιήσει πολύ περισσότερο ως προς τη συμμετοχή μας και την ψήφο μας την προσεχή Κυριακή.

Ευρωεκλογές: η σημασία τους για τα ελληνικά κόμματα 

Σε κάθε περίπτωση, η κάλπη είναι πάντοτε “έγκυος”, όπως έλεγαν οι παλιότεροι έμπειροι πολιτικοί. Δεν είναι ποτέ απολύτως εξασφαλισμένο τι θα βγάλει, ως εκ τούτου, κάθε εκλογική διαδικασία κρύβει προκλήσεις και ευκαιρίες, σε εθνικό επίπεδο, ακόμη κι αν δεν προορίζεται να εκλέξει κυβέρνηση. Πρώτα και κύρια, για ένα κυβερνών κόμμα, ο στόχος είναι να μη δώσει την εντύπωση ότι έχει χάσει έδαφος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να ήταν από τους πρώτους στην κυβέρνηση που δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του θριάμβου του 2023 και της τεράστιας διαφοράς τότε από το δεύτερο κόμμα, και έδειξε να κατανοεί ότι τυχόν χαλαρότητα σε αυτή τη νέα προεκλογική περίοδο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική αμφισβήτηση της ηγεμονίας του.

Έτσι ο ρεαλιστικός στόχος που έχει τεθεί είναι το ποσοστό της ΝΔ να μην είναι χειρότερο από τις ευρωεκλογές του 2019, δηλαδή να κινηθεί γύρω στο 33% -άλλωστε το λογικό είναι να συγκρίνει κανείς μήλα με μήλα και όχι μήλα με πορτοκάλια. Σε αντίθετη περίπτωση που θα έπεφτε κάτω από 30%, θα καλούνταν να κυβερνήσει για ακόμη τρία ολόκληρα χρόνια, ως τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, σε ένα κλίμα έντονης αμφισβήτησης που θα λειτουργούσε εις βάρος του μεταρρυθμιστικού της έργου. Για να το πούμε αλλιώς, θα αναγκαζόταν να καταναλώνει περισσότερους πόρους για να επιβιώνει παρά για να κυβερνάει, και αυτό δεν θα ήταν καλό, πρωτίστως για την χώρα. Αυτή η πολιτική ανάγκη ήταν που υπαγόρευσε μάλλον και κάποιες από τις επιλογές προσώπων στο ευρωψηφοδέλτιο του κυβερνώντος κόμματος που έχουν προκαλέσει γκρίνια στους κεντρώους ψηφοφόρους της. Από όλα πάντως έχει ο μπαξές των ευρωψηφοδελτίων, τόσο της ΝΔ όσο και των υπολοίπων, και υπάρχουν δυνατότητες αντιπροσώπευσης για όλα τα γούστα και τις ευαισθησίες.

Εντελώς διαφορετικές είναι οι προτεραιότητες για τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, με δεδομένο ότι δεν αμφισβητείται στο ελάχιστο η πρώτη θέση.

Για το νέο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πρώτο τεστ της νέας ηγεσίας του για το αν μπορεί να κρατήσει τις έστω περιορισμένες δυνάμεις του, όπως αυτές προέκυψαν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Ο Στέφανος Κασσελάκης καλείται να αποδείξει ότι πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παραμείνει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως δεύτερο κόμμα, παρά την κολοσσιαία του απόστασή από τον πρώτο, διατηρώντας για το κόμμα του το ειδικό βάρος που απαιτεί και θεσμικά η θέση αυτή. Διότι για να είμαστε ειλικρινείς, εδώ κι έναν χρόνο, η χώρα ουσιαστικά δεν διαθέτει αξιωματική αντιπολίτευση.

Ακολούθως, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, καλείται να αποδείξει αν το νέο αυτό πρότυπο α-πολίτικης ηγεσίας που επενδύει περισσότερο στο προσωπικό λάιφ στάιλ (με τον υποτιθέμενο “αδιαμεσολάβητο” τρόπο των κοινωνικών δικτύων) και λιγότερο σε επεξεργασμένες πολιτικές προτάσεις, έχει απήχηση και πόση. Αλλά και αν γενικώς μπορεί να εκπροσωπεί τους Αριστερούς, ένα όψιμος Αριστερός εκατομμυριούχος εξ Αμερικής. Θα πρέπει πάντως να θεωρούμε δεδομένο ότι για την ώρα ο ίδιος ως πρόσωπο έχει κυριαρχήσει στον χώρο που καταλάμβανε ο έστω συρρικνωμένος ΣΥΡΙΖΑ, αν λάβουμε υπόψη ότι το τμήμα εκείνο που διασπάστηκε συγκροτώντας τη Νέα Αριστερά, εμφανίζεται κάτω από 3% στις δημοσκοπήσεις.

Από όσα καταλαβαίνουμε, ο νέος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να επενδύει στον “αντιμητσοτακισμό”, και σε έναν λόγο τυφλής διαμαρτυρίας, πασπαλισμένο με ολίγη από “πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια” προσπαθώντας να αντλήσει από κάθε δυνατό ακροατήριο. Είναι αναμφισβήτητα η πιο μεταμοντέρνα πολιτική προσέγγιση που έχουμε δει ποτέ στην Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αρκεί ποτέ από μόνη της μια καλή επικοινωνιακή τακτική αν δεν έχεις και τις ικανότητες να αρθρώσεις έναν πειστικό αντίλογο με επεξεργασμένο περιεχόμενο, ιδίως σε μια πρώην χρεοκοπημένη χώρα όπου η αερολογία δεν περνάει πλέον.

Παρόμοιο μοιάζει να είναι πάντως και το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ που μετά την μικρή του άνοδο στις βουλευτικές εκλογές, δεν δείχνει να μπορεί να αμφισβητήσει τη δεύτερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μάλλον ασαφές τι διαφορετικό έχει να πει το ΠΑΣΟΚ, τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από τη νοσταλγία που γεννάει σε κάποιους συμπολίτες μας η μακρινή ανάμνηση των “καλύτερων ημερών” του. Επικοινωνιακά μιλώντας, ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει αποφασίσει να είναι ο ίδιος το κεντρικό πρόσωπο της προεκλογικής του καμπάνιας, άσχετα αν η δημοφιλία του ως προς τα ηγετικά του χαρακτηριστικά δεν είναι υψηλή. Είναι κατά συνέπεια ένα στοίχημα που πρέπει να δούμε αν θα του βγει.

Τα όποια σενάρια συνένωσης της κεντροαριστεράς μετεκλογικά μοιάζουν πάντως βγαλμένα από την επιστημονική φαντασία, με δεδομένο ότι ως νέοι αρχηγοί, τόσο ο Ανδρουλάκης, όσο και (πολύ περισσότερο) ο Κασσελάκης δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να προσχωρήσουν σε κοινά εγχειρήματα στα οποία θα έπρεπε να μοιράζονται την ηγεσία τους με άλλους. Όσο για το ΚΚΕ που άλλωστε παραμένει ένα βαθιά αντιευρωπαϊκό κόμμα, φαίνεται να καταγράφει κάποια μικρά κέρδη από την εν γένει αναστάτωση του αριστερού χώρου αλλά όχι αρκετά για να ξεκολλήσει από την πέμπτη θέση.

Απομένει ο γρίφος των κομμάτων της νατιβιστικής άκρας δεξιάς που στην ελληνική εκδοχή της επικοινωνεί περισσότερο με ένα ψεκασμένο ακροατήριο θρησκόληπτων, ρωσόφιλων και συνωμοσιολόγων, ιδίως στη βόρεια Ελλάδα, ακολουθώντας πάντως σε γενικές γραμμές τις ανοδικές πανευρωπαϊκές τάσεις που είδαμε παραπάνω. Παρότι συνολικά η εμφάνισή τους σε αυτές τις ευρωεκλογές δεν φαίνεται να είναι αμελητέα, για την ώρα δεν συνιστούν το είδος του κινδύνου που συναντάμε στην βόρεια Ευρώπη. Η απουσία ενός μη γραφικού αρχηγού που θα μπορούσε να την συνενώσει σε έναν ισχυρό φορέα αναιρεί για την ώρα τον κίνδυνο που θέτει η ενίσχυσή της. Σε κάθε περίπτωση, όπως έδειξε και η περίπτωση της αντιμετώπισης του αρχηγού της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκου (αλλά και των Σπαρτιατών του Κασσιδιάρη), που οδηγήθηκε προχθές εκ νέου στην φυλακή, τα βασικά όπλα από την πλευρά της πολιτείας είναι τα θεσμικά. Αυτό άλλωστε σημαίνει μαχόμενη δημοκρατία, όχι μόνο τα μεγάλα αναθέματα χωρίς κανένα αντίκρισμα.