Πολιτικη & Οικονομια

Υπάρχει χώρος για την Κεντροαριστερά;

Η άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας του Κασελάκη και η ασάφεια του Ανδρουλάκη

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ελλάδα 2024: Ποιο κόμμα θα μπορέσει να διεκδικήσει την εξουσία από τη Νέα Δημοκρατία;

Για την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει γίνει πια λίγο πολύ σαφές, το ζητούμενο των εκλογών. Ένα υψηλό ποσοστό σημαίνει ότι συνεχίζει στον ίδιο δρόμο. Το αντίθετο, κάτω από 30% για παράδειγμα, συνεπάγεται αμφισβήτηση, ενίσχυση της κοινωνικής αντιπολίτευσης και δυσκολία στο να συνεχίσει να εφαρμόζει το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο. Για πολλούς ασφαλώς και για τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αυτό θα οδηγήσει σε αβεβαιότητα και πολιτική αστάθεια. Η αντιπολίτευση το αρνείται και επιμένει στην ψήφο - μήνυμα. Παραδόξως όμως με τη στάση της, τον μαξιμαλισμό και την οξύτητα, στην πραγματικότητα δικαιώνει όσους φοβούνται ότι μια ενδεχόμενη ήττα της κυβέρνησης μπορεί να βάλει τη χώρα σε περιπέτειες, ότι θα δοκιμαστεί η επιστροφή στην κανονικότητα.

Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα για την κεντροαριστερά. Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι πως το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα, ο Σύριζα ή το ΠΑΣΟΚ, θα αποκτήσει προβάδισμα ως προς το ποιο θα είναι η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο. Ποιο θα μπορέσει αύριο να διεκδικήσει την εξουσία από τη Νέα Δημοκρατία. Είναι όμως έτσι; Για έναν απογοητευμένο αριστερό, έναν ο οποίος θα ήθελε μια αξιόπιστη αντιπολίτευση στην κεντροδεξιά του Μητσοτάκη, το αν το αποτέλεσμα θα είναι 17-13 ή το αντίστροφο μπορεί να είναι απολύτως αδιάφορο. Ακόμα περισσότερο, ένα «καλό» ποσοστό για τα δύο κόμματα, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά: να τα εγκλωβίσει στη σημερινή τους πορεία και στις αντίστοιχες ηγεσίες, οι οποίες δεν είναι σε θέση οδηγήσουν στη ανάκαμψη της κεντροαριστεράς.

Αυτό είναι ή θα έπρεπε να είναι απολύτως σαφές για τον Σύριζα. Ο Κασσελάκης μπορεί να είναι «επικοινωνιακός» όπως λένε. Η συμπεριφορά του όμως σε όλη την προεκλογική περίοδο έχει δείξει ότι είναι απολύτως ακατάλληλος για τη θέση στην οποία βρίσκεται. Δεν είναι απλώς η απειρία και η άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας, η συνήθης δικαιολογία δηλαδή των πρώτων ημερών, όταν του δόθηκε περίοδος χάριτος. Είναι η πλήρης απουσία πολιτικού σχεδίου. Όλες του οι ομιλίες είναι πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι. Αλλά είναι και ο χαρακτήρας του που αφήνει πολλά ερωτηματικά για την καταλληλότητα του να βρίσκεται στην πολιτική. Στα στελέχη του Σύριζα φυσικά αρέσει να αυταπατώνται. Θα αρκούσε να δουν τις αρνητικές γνώμες για τον αρχηγό τους προκειμένου να προβληματιστούν. Αν δεν πέφτουν πολύ άσχημα έξω οι δημοσκοπήσεις, είναι βέβαιο ότι ο Κασσελάκης θα συνεχίσει και μετά τις εκλογές. Καληνύχτα και καλή τύχη.

Θα ήταν πολιτική ιεροσυλία βέβαια να συγκρίνει κάποιος τον Ανδρουλάκη με τον Κασσελάκη. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανέλαβε ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Είναι επικεφαλής σε ένα κόμμα το οποίο είχε φτάσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Κατάφερε όμως, πρώτα με τη Φώφη Γεννηματά και στη συνέχεια με τον Νίκο Ανδρουλάκη, να διαψεύσει τις προβλέψεις των ειδικών, καλοπροαίρετες και μη. Όχι μόνο δεν εκτοπίστηκε από τον Σύριζα αλλά αύξησε σημαντικά τη δύναμη του και σήμερα είναι σαφές ότι αποτελεί μέρος της όποιας εκδοχής της κεντροαριστεράς προκύψει στο μέλλον. Το πρόβλημα στο οποίο δεν έχει απαντήσει ο Ανδρουλάκης και κατ’ επέκταση το ΠΑΣΟΚ, είναι κατά βάση πολιτικό: σε ποιους απευθύνεται και με ποια φυσιογνωμία. Κι αυτό δεν απαντιέται απλώς με το να κάνει «σοβαρή» αντιπολίτευση.

Μια καλή προσέγγιση στο δίλημμα το οποίο έχει μπροστά του ίσως δίνει η πρόσφατη δημοσκόπηση της Pew για την στάση των πολιτών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έκπληξη είναι ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, τοποθετείται κατά πλειοψηφία αρνητικά απέναντι στην Ευρώπη. Πρόκειται για το 53% σε σχέση με το 47% που είναι θετικοί. Εξ ίσου εντυπωσιακό είναι ότι περισσότερο αρνητική γνώμη έχουν όσοι τοποθετούνται στην αριστερά. Και πάλι είναι το αντίθετο από ότι ισχύει για όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπου οι ευρωσκεπτικιστές ανήκουν συνήθως στη δεξιά.

Ιδού λοιπόν το δίλημμα: αν υποθέσουμε ότι η ΝΔ με το 40% που παίρνει στις εκλογές, εκφράζει τον κύριο όγκο του 47%, αυτών δηλαδή οι οποίοι είναι υπέρ της Ευρώπης, ποιος χώρος απομένει για ένα φιλοευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό, μεταρρυθμιστικό κόμμα όπως ήταν και θέλει να είναι το ΠΑΣΟΚ;

Πρόκειται για ένα δίλημμα που ξεπερνά τα όρια του ΠΑΣΟΚ, αφορά γενικότερα τη χώρα. Ως το 2012 η σταθερότητα διασφαλιζόταν από την εναλλαγή του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Το τραύμα των μνημονίων αποτυπώθηκε στην κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων, είναι σαφές ωστόσο ότι έχει βαθύτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που κάνουν δύσκολη αν όχι ανέφικτη την αναβίωση του παραδοσιακού δικομματισμού, όποιο κόμμα και αν έχει τον πρώτο λόγο στην αντιπολίτευση.

Τη δεκαετία του 1980, με φρέσκια τη μνήμη της δικτατορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταφέρει να συνενώσει πολύ διαφορετικές και ως ένα βαθμό αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές παραδόσεις. Λαϊκιστές και εκσυγχρονιστές, πατριωτικό πασοκ και ευρωπαϊστές, κεντρώοι και αριστεροί, συνιστούσαν ένα ενιαίο μπλοκ. Σήμερα όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει όπως έχει αλλάξει ριζικά και η κοινωνία. Μια σημαντική μερίδα των πολιτών είναι θυμωμένη, απογοητευμένη, σε μεγάλο βαθμό συντηρητική και εχθρικά διακείμενη απέναντι σε θεσμούς, στα κόμματα και στις ελίτ, ελληνικές και ευρωπαϊκές. Σε ποιες συμμαχίες λοιπόν και με ποια πολιτική πρόταση θα μπορούσε να συγκροτηθεί μια ενιαία κεντροαριστερά, ικανή να αμφισβητήσει τη Νέα Δημοκρατία;

Μαζί βέβαια και ποιος θα ήταν αυτός που θα είχε το κύρος και την προσωπικότητα να πείσει τους πολίτες. Κανείς δεν έχει την απάντηση και ως τότε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συνεχίσει να είναι η μοναδική λύση για όσους θεωρούν ότι σε γενικές γραμμές η χώρα ακολουθεί τη σωστή πορεία. Τους πολίτες οι οποίοι θεωρούν πως πρώτη προτεραιότητα εξακολουθεί να είναι η διασφάλιση της ευρωπαϊκής μας πορείας και η απόκρουση των σειρήνων ενός νέου λαϊκισμού.  Γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι δεν έχουμε αφήσει πίσω τον κίνδυνο ενός νέου εκτροχιασμού και ακούν με συγκατάβαση την προεκλογική πλειοδοσία παροχών. Όσο για το Σύριζα και το ΠΑΣΟΚ, θα συνεχίζουν αυτό το παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί.