Πολιτικη & Οικονομια

Τι τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό;

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αυτή η αναδυόμενη απειλή για την περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη που θέλουμε;

Δημήτρης Τσιόδρας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ευρωσκεπτικισμός και οι πιθανοί κίνδυνοι ανατάραξης της πολυπόθητης ευρωπαϊκής ενοποίησης

Συνιστά, σήμερα, o ευρωσκεπτικισμός σοβαρό κίνδυνο για τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Έχει μετασχηματιστεί πιά σε δύναμη βαθιά αντιευρωπαϊκή, που κινείται πέρα από την παραδοσιακή αμφισβήτηση και αρνείται ουσιώδεις ενωσιακές αξίες; Τα ερωτήματα αυτά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης, καθώς οι κάλπες της 9ης Ιουνίου πλησιάζουν και αυτό το πολύμορφο, αντισυστημικό, λαϊκιστικό ρεύμα απασχολεί τη δημόσια συζήτηση. Τι και γιατί συμβαίνει, λοιπόν; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αυτή η αναδυόμενη απειλή για την περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη που θέλουμε; Ας επιχειρήσουμε να δούμε καθαρά τις απαντήσεις.

Απειλεί ο Ευρωσκεπτικισμός το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης;

Τα τελευταία χρόνια, σε πολλές (και ορισμένες μάλιστα πολύ σημαντικές, με μεγάλο ειδικό βάρος) χώρες της Ένωσης, στο έδαφος του... πάλαι ποτέ μετριοπαθούς ευρωσκεπτικισμού της αμφισβήτησης, αναπτύσσονται ρεύματα αντισυστημικά, λαϊκιστικά, εχθρικά προς τις αρχές του ορθού λόγου και προς τις θεμελιώδεις ιδέες της Ευρωπαϊκής Ένωσης –ρεύματα, δηλαδή, επί της ουσίας αντιευρωπαϊκά. Δυνάμεις της ακροδεξιάς κυρίως, αλλά και της αριστεράς, εκμεταλλεύονται αδίστακτα τα υπαρκτά μεγάλα προβλήματα της εποχής και κερδοσκοπούν πολιτικά: ψηφοθηρούν χωρίς να αρθρώνουν συγκροτημένες προτάσεις, με κραυγές αγανάκτησης και συνθήματα οπισθοδρόμησης. Ποντάρουν τα ρέστα τους στους φόβους και στις ανασφάλειες των πολιτών, σε εύλογα συναισθήματα δυσφορίας, που γεννιώνται από τις δυσκολίες της καθημερινότητας και από τα σημαντικά κενά σε κρίσιμες ευρωπαϊκές πολιτικές. Εργαλειοποιούν την πληθωριστική κρίση και την ακρίβεια, τα προβλήματα στον αγροτικό κόσμο από την νέα ΚΑΠ και την «πράσινη μετάβαση», την πίεση από τις αυξημένες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές και το απολύτως δίκαιο αίτημα των ευρωπαίων για ασφάλεια στις πόλεις μας. Ζητούν επανεθνικοποίηση πολιτικών, αρνούνται την αλληλεγγύη ανάμεσα στις χώρες-μέλη, καλλιεργούν το μίσος και τον διχασμό.

Το επόμενο ερώτημα: Είναι αυτές οι δυνάμεις συγκροτημένες με βάση μια ενιαία πολιτική ταυτότητα; Παρότι (οι περισσότερες) ταυτίζονται με τις επιλογές που περιγράφονται παραπάνω, στον χώρο συναντώνται πολλές και διαφορετικές... συνιστώσες. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ακροδεξιά, το κομματικό τοπίο είναι θολό –δεν υφίσταται ενότητα θέσεων, στόχων και στρατηγικής: άλλες προτεραιότητες και άλλη στοχοθεσία προτάσσουν οι γάλλοι της Μαρίν Λεπέν, άλλη οι γερμανοί, οι ολλανδοί ή οι ούγγροι του Ορμπάν. Αρκετοί από αυτούς, πάντως, φαίνεται πως είναι διατεθειμένοι να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να συμμαχήσουν και να ενταχθούν στην Ευρωομάδα ID («Ταυτότητα και Δημοκρατία») ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ανοδικές τάσεις στη συγκεκριμένη ομάδα.

Στην άνοδο αυτή, έχει συμβάλει καθοριστικά η στρατηγική επιλογή της μετριοπαθούς στροφής, που έκαναν τα περισσότερα ακροδεξιά κόμματα: προτείνουν εύκολες συνταγές απέναντι σε σύνθετα προβλήματα (στα καθ’ ημάς συνθήματα για συντάξεις 3.000-4.000 ευρώ) εκμεταλλεύονται στο έπακρο ένα υπαρκτό πρόβλημα όπως είναι το μεταναστευτικό, ποντάρουν σε συνομωσιολιογικές θεωρίες κάθε είδους (επίσης τα εγχώρια παραδείγματα αφθονούν από τους ΑΝΕΛ ως τον Κυρ,Βελόπουλο). Οι πολιτικές και οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφισβητούνται, αλλά αποφεύγονται οι ακραίες κορώνες εναντίον της Ένωσης καθαυτής. Οι ακροδεξιοί ηγέτες επιλέγουν τον «τρίτο δρόμο»: αντί για μετωπική ρήξη με το θεσμικό οικοδόμημα των Βρυξελλών, μιλούν για αλλαγή πλεύσης, για νέο προσανατολισμό, για μεγαλύτερο ρόλο στα εθνικά κράτη –θέλουν να ευνουχίσουν και να θρυμματίσουν την Ένωση, χωρίς να το φωνάζουν. Σε μια γεωπολιτική συγκυρία, μάλιστα, που οι φωτιές του πολέμου απλώνονται απειλητικά στη γειτονιά μας (πολλά από αυτά τα κόμματα να θυμίσουμε τάσσονται υπερ της Ρωσίας) και η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες μεγάλες προκλήσεις κι αναζητά τον ρόλο και τη θέση της, σε έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά.

Σε ανάλογα... ευλύγιστες τακτικές κατευθύνσεις κινούνται και οι επιλογές της αριστεράς του ευρωσκεπτικισμού. Ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί (και κυρίως δεν πρέπει!) ποτέ να παίρνει τοις μετρητοίς τα εύκολα λόγια, τις προεκλογικές «δεσμεύσεις μιας χρήσεως» και τους τακτικισμούς των λαϊκιστών. Εμείς, εδώ στην Ελλάδα, το διαπιστώσαμε πληρώνοντας βαρύ και οδυνηρό κόστος: οι ακροδεξιοί ΑΝΕΛ στήριξαν χωρίς καμμιά δυσκολία τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ, σε μια κυβερνητική κοινοπραξία, με μοναδικό κοινό προγραμματικό παρονομαστή τον άκρατο αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό. Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε όλοι: ολέθρια, σε όλα τα επίπεδα – θεσμούς, οικονομία, πολιτικό σύστημα, Μέσα Ενημέρωσης, καθημερινότητα. Το ελληνικό αντι-παράδειγμα αρκεί για να δείξει σε ολόκληρη την Ευρώπη τι ακριβώς σημαίνει ευρωσκεπτικιστικός λαϊκισμός στην εξουσία –ή έστω (κατ’ αναλογία) με σημαντική επιρροή.

Ο κίνδυνος, ωστόσο, είναι υπαρκτός και αυξανόμενος. Η απάντηση είναι μία και σαφής: Περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη. Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι χρειαζόμαστε πολιτικές ρεαλιστικές και αποτελεσματικές, που θα τις νιώθει στην καθημερινότητά του ο πολίτης της Ένωσης. Από το μεταναστευτικό ως την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και τα ζητήματα ασφάλειας. Σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ηγεσίες με στιβαρή προσήλωση στις φιλελεύθερες αξίες της Ευρώπης που θέλουμε και με σταθερή την απόφαση να εμβαθύνουμε την Ένωσή μας και να την καταστήσουμε ικανή να κατοχυρώνει τη στρατηγική αυτονομία της. Σημαίνει ότι οι Βρυξέλλες πρέπει να έχουν ανοιχτά τα αυτιά και τα μάτια τους στις αγωνίες και τις ευαισθησίες των Ευρωπαίων. Ο στόχος είναι ασφαλώς δύσκολος, αλλά εφικτός –με συγκεκριμένο σχέδιο, με επίμονη βούληση, με σκληρή και συστηματική προσπάθεια. Και το αποτέλεσμα της κάλπης στις 9 Ιουνίου, μπορεί να δώσει αποφασιστική ώθηση γι’ αυτό. Με τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας εδώ –και των δυνάμεων του Λαϊκού Κόμματος στην υπόλοιπη Ευρώπη.