Πολιτικη & Οικονομια

Επαγγελματίες κατευναστές!

«Το ασυγχώρητο είναι ότι αντί για μια στοιχειώδη συναίνεση, έχουμε οδηγηθεί σε μια μοναδική κακοφωνία»

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο εγχώριος δημόσιος διάλογος και οι «επαγγελματίες κατευναστές»

Στη ζωή, εκτός από τον θάνατο και τους φόρους, υπάρχουν ακόμα ορισμένα πράγματα για τα οποία μπορείς να είσαι βέβαιος. Όπως το ότι αν στήσεις μια μικρή προβοκάτσια σε έναν εθνικιστή, αυτός θα πέσει μέσα με τα μούτρα. Κάτι τέτοιο παρακολουθήσαμε αυτές τις ημέρες με την απόφαση της Τουρκίας να μετατρέψει τη Μονή της Χώρας σε τζαμί. Ήταν η αφορμή για να ζητήσει σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση να ακυρώσει ο Μητσοτάκης τη συνάντησή του με τον Ερντογάν.

Για πολλούς λόγους θα ήταν ένα μεγάλο λάθος. Κατ’ αρχάς επειδή η απόφαση ανήκει στη δικαιοδοσία της Τουρκίας. Ναι, πρόκειται για ένα μνημείο που ανήκει στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά κι έχουμε κάθε λόγο εμείς, όπως και η Unesco όπως και κάθε άλλη χώρα του πλανήτη, να διαμαρτυρηθούμε και να ζητήσουμε να παραμείνει, όπως εν πολλοίς παραμένει, επισκέψιμο. Μέχρι εκεί όμως, ό,τι παραπάνω στερείται κάθε νομικής βάσης. Αν ακύρωνε τη συνάντηση ο πρωθυπουργός, τότε η Ελλάδα θα εμφανιζόταν στη διεθνή κοινότητα ως η χώρα που επιθυμεί την ένταση. Την οποία βέβαια εμείς πρώτοι δεν θέλουμε, μόνο την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας υπηρετεί.

Εντάξει, η τύχη της Μονής, όπως και της Αγίας Σοφίας, έχουν μια ιδιαίτερη συναισθηματική βαρύτητα για τους Έλληνες. Κατά κάποιο τρόπο θεωρούμε ότι διατηρούμε τα πνευματικά δικαιώματα. Είναι λοιπόν πιθανό -κάποιοι το θεωρούν βέβαιο- η επιλογή της χρονικής στιγμής από τον Ερντογάν ήταν μια παγίδα για τον Μητσοτάκη, είχε στόχο να στείλει ένα μήνυμα στην Ελλάδα. Για ποιο λόγο, ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του. Ίσως δεν είναι άσχετη πάντως η ενόχληση της Τουρκίας για τα οικολογικά πάρκα που ανακοινώθηκαν στο Αιγαίο. Ακόμα δεν τα είδαμε, πρόκληση τα βαφτίσανε, όμως ορισμένοι χάρτες άγνωστης πατρότητας οι οποίοι δημοσιεύτηκαν, με την «πιθανή» χωροθέτηση των πάρκων, ενδεχομένως να εξηγούν την τουρκική αντίδραση. Κι ο λόγος είναι ότι επεκτείνονταν πέραν των χωρικών υδάτων, στην ΑΟΖ, η οποία βέβαια δεν έχει οριοθετηθεί. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε πράγματι μονομερή ενέργεια και εν δυνάμει πολύ μεγαλύτερη πρόκληση από τη Μονή της Χώρας. Αυτό ωστόσο δεν απασχόλησε τον εγχώριο δημόσιο διάλογο. Μένει η διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι τα πάρκα θα γίνουν «εντός χώρου ελληνικής κυριαρχίας». Ας μην εκπλαγούμε αν περιοριστούν στα ελληνικά χωρικά ύδατα γύρω από νησιά και από μη αμφισβητούμενες νησίδες.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι, παρά τα αγκάθια, η συνάντηση επιβεβαίωσε πως και οι δύο χώρες δεν επιθυμούν να επιστρέψουμε στην εποχή των προκλήσεων. Οι επαφές θα συνεχιστούν, με προοπτική μάλιστα διεύρυνσης της θεματολογίας. Κάτι όμως το οποίο και πάλι προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό. Η Τουρκία θέλει να βάλει ζητήματα κυριαρχίας, τα οποία εμείς αρνούμαστε. Για μια ακόμα φορά ο υπουργός Εξωτερικών απέκλεισε κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είναι όμως προφανές ότι αν δεν αντιμετωπιστούν, αν για παράδειγμα δεν ξεκαθαριστεί, σιωπηρά έστω, το ζήτημα των 12 μιλίων, η οριοθέτηση της ΑΟΖ στην οποία εμείς επιμένουμε, δεν είναι δυνατή. Έτσι το τι πρόκειται να ακολουθήσει παραμένει ασαφές.

Μπορούμε φυσικά να παραμείνουμε στις κοινοτυπίες που ακούμε σχεδόν καθημερινά στις πρωινές εκπομπές. Κάνουμε διάλογο για τον διάλογο, μαθαίνουμε να διαφωνούμε χωρίς εντάσεις, η ύφεση θα κρατήσει όσο κρατήσει, χωρίς ψευδαισθήσεις όμως, κάποια στιγμή αν και όταν η Τουρκία κρίνει ότι τη συμφέρει, θα επιστρέψουμε στις προκλήσεις. Να είμαστε καθαροί όμως. Πρόκειται για την απουσία στρατηγικής, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες: Πρώτον, το ρίσκο μιας μελλοντικής κρίσης η οποία μπορεί να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις. Δεύτερον την αποδοχή ότι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο θα παραμένουν εσαεί θεωρητικά, χωρίς να μπορούμε να τα ασκήσουμε. Γιατί αυτό θεωρείται πατριωτικό, δεν το γνωρίζω. Το πιο άμεσο και ενδεχομένως το πιο σοβαρό ωστόσο και για τις δύο χώρες, είναι ότι τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής θα παραμένουν ένας μεγάλος πειρασμός για κάθε πολιτικό ο οποίος θέλει να επενδύσει στην δημαγωγία και την πατριδοκαπηλία.

Το ζούμε καθημερινά και με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο καιρό: έχουμε καταφέρει να έχουμε σήμερα ανοιχτά ζητήματα εκτός από την Τουρκία, τόσο με την Αλβανία όσο και με τη Βόρεια Μακεδονία. Είναι αλήθεια ότι αυτό δεν οφείλεται μόνο σε δικά μας λάθη. Έτσι είναι η γειτονιά μας. Το ασυγχώρητο είναι ότι αντί για μια στοιχειώδη συναίνεση, έχουμε οδηγηθεί σε μια μοναδική κακοφωνία. Στο Μακεδονικό, το πρόβλημα είναι ακόμα και μέσα στην κυβέρνηση, με τρεις τουλάχιστον διαφορετικές θέσεις: του υπουργού Εξωτερικών ότι τα μνημόνια θα έρθουν προς ψήφιση, του Βορίδη ότι δεν θα έρθουν, αλλά και του καθ’ όλα αναρμόδιου Άδωνι Γεωργιάδη. Αυτός υποστήριξε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ίσως είναι ευκαιρία να καταγγείλουμε τη συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία με την ενεργοποίηση του σχετικού άρθρου! Τι ακριβώς εννοεί δεν είναι σαφές, υπάρχει ένα πρόβλημα ελληνικών. Καταγγέλλω μια συμφωνία σημαίνει ζητώ την αλλαγή της. Το σχετικό άρθρο ωστόσο προβλέπει τη διαδικασία μέσω της οποίας, αν υπάρξει παραβίαση, θα υποχρεωθούν τα δύο μέρη να την εφαρμόσουν. Καταγγελία της συμφωνίας δεν προβλέπεται.

Όσο για τα ελληνοτουρκικά, έχουμε μια αξιοζήλευτη σύμπλευση Σαμαρά, Κασσελάκη και Ανδρουλάκη που μόνο οριακά διαφοροποιούνται από τις θέσεις της ακροδεξιάς. Το κοινό μοτίβο η καταδίκη της υποχωρητικότητας του Μητσοτάκη απέναντι στον Ερντογάν αλλά και η υποβάθμιση του Κυπριακού από «επαγγελματίες κατευναστές», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του πρώην πρωθυπουργού. Λες κι έχουμε ξεχάσει πώς προκλήθηκε η τουρκική εισβολή και πώς υπονομεύθηκαν όλα αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες λύσης, ακόμα και όταν είχε επιτευχθεί συμφωνία με το σχέδιο Ανάν. Αλλά είπαμε, τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ευκαιρία για την άσκηση πολιτικής στο εσωτερικό.