Πολιτικη & Οικονομια

Charlie Hebdo και «Λευκός Θεός»

Tους φανατικούς απ’ όπου και αν προέρχονται, ποτέ δεν θα τους συγκινήσει η Τέχνη

Γιώργος Σιακαντάρης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είδα την ταινία του Κορνέλ Μοντρούτσο «Λευκός Θεός» λίγες μόνο ώρες πριν τη δολοφονική επίθεση κατά των σκιτσογράφων, των δημοσιογράφων και των εργαζόμενων στο σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo.

Μια πρώτη ανάγνωση, όχι απαραιτήτως λανθασμένη, της ταινίας θα έλεγε ότι αυτή εμπεριέχει αρκετά στοιχεία απλοϊκότητας. Αν όμως δεχτούμε τον ορισμό του Βίνκελμαν για την ανάπτυξη της τέχνης ως μορφή εκδήλωσης της ελευθερίας, τότε αυτό το έργο αποτελεί ένα βήμα προς την ελευθερία, την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και την αγάπη. Ότι ακριβώς μισούν οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές που επιτέθηκαν στο σατιρικό περιοδικό.

Στην ταινία η κυβέρνηση έχει επιβάλλει υψηλότερη φορολογία για τους κατόχους σκυλιών (να υποθέσω για λόγους «νοικοκυρέματος» της οικονομίας και των ελλειμμάτων) που δεν είναι ράτσας. Όσοι δεν θέλουν να πληρώσουν τον φόρο είναι «ελεύθεροι» να πετάξουν τον σκύλο τους στον δρόμο. Έτσι και γίνεται με τον σκύλο ενός 13χρονου κοριτσιού, ο πατέρας του οποίου τον πέταξε στο δρόμο για να μη πληρώσει τον σκυλοφόρο.

Στους αφιλόξενους δρόμους της Βουδαπέστης ο σκύλος γίνεται θύμα ενός αδίστακτου εκπαιδευτή σκύλων για κυνομαχίες. Αυτός για να το σκληραγωγήσει, το υποβάλει σε απίστευτα μαρτύρια, δίνοντας του στο τέλος ένα κομμάτι κρέας. Αλληγορία ίσως του εργασιακού και βιωματικού καθεστώτος που αντιμετωπίζουν τα κατά Μπάουμαν ανθρώπινα «απορρίμματα». Στη συνέχεια, μαζί με τον μικρό του φίλο, που γνώρισε στα λασποτόπια του Βουκουρεστίου όπου μαζί έπιναν νερό και έψαχναν τροφή, πέφτει στα χέρια της «κρατικής πρόνοιας» και κλείνεται σ’ ένα κυνοκομείο. Νέα βάσανα τον αναμένουν εκεί. Μέχρι που φτάνει η ώρα της εκδίκησης. Τα υπόλοιπα σκυλιά υπό την ηγεσία του σκύλου της 13χρονης ορμούν στην πόλη και κατασπαράσσουν, όποιον τους είχε φερθεί άσχημα.

Μα αυτό είναι η θεωρία της βίας στη βία της εξουσίας, θα μπορούσε να πει κάποιος. Δεν είναι όμως, όπως θα φανεί στο τέλος. Εδώ θα αφήσω για λίγο την ταινία για να έρθω στη σφαγή στο Παρίσι. Τη βία κατά της βίας της εξουσίας επικαλούνται όσοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν ή έστω να ερμηνεύσουν την πράξη των δολοφόνων των 12 δημοσιογράφων. Να από τη μια οι κατήγοροι της αποικιοκρατίας, να από την άλλη αυτοί που μιλούν για την ασέβεια των σκιτσογράφων κατά του Θεού, να και όσοι εδώ βλέπουν την εξέγερση των «ανθρώπινων απορριμμάτων» των προαστίων του Παρισίου, να αυτοί που βλέπουν την αγανάκτηση των αραβικών λαών για τις εισβολές της Δύσης στις χώρες τους.

Η θεωρία της βίας κατά της βίας ξεχνά ό,τι στο Παρίσι δεν έχουμε κάποιους προσβεβλημένους ή κάποια ανθρώπινα «σκυλιά» που εξεγείρονται κατά της ανθρώπινης αναλγησίας και απανθρωπιάς. Εδώ έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με δολοφόνους της ελευθερίας του λόγου, αλλά κυρίως με αρνητές του μεγαλύτερου δώρου της φύσης προς τον άνθρωπο, του δώρου της ζωής. Αυτή η επίθεση των ισλαμιστών φονταμελιστών αφορά το δικαίωμα στη ζωή ως τελικού σκοπού και ύψιστου αγαθού.

Και ποια μπορεί να είναι η απάντηση σ’ αυτή την επίθεση; Ώρα να γυρίσουμε στην ταινία. Όταν τα σκυλιά επιτίθενται πλέον στο 13χρονο κορίτσι και τον πατέρα του, τότε το κορίτσι που έπαιρνε μαζί του τον σκύλο της στις πρόβες με μια ορχήστρα πολύ διαφορετικών νέων έβγαλε την τρομπέτα της και του έπαιξε κάτι από το μουσικό κομμάτι που έπαιζε στις πρόβες, κάτι από τη Ουγγρική Ραψωδία νούμερο 2 του Φράντς Λίστ. Το ίδιο κομμάτι έπαιζε στην τηλεόραση ο γάτος Συλβέστρος σε μια ταινία κινούμενων σχεδίων και άκουσε ο σκύλος, όταν ήταν κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, όπου περίμενε να τον οδηγήσουν στην ευθανασία. Ήταν η μοναδική στιγμή, από όταν διώχθηκε από το σπίτι, όπου ο ήρωάς μας έδειξε να αισθάνεται κάτι ανθρώπινο γύρω του.

Όταν λοιπόν ήταν έτοιμα τα σκυλιά να επιτεθούν στο κορίτσι και στον πατέρα της, η μικρή έπαιξε το ίδιο κομμάτι. Τότε σκυλιά και άνθρωποι έπεσαν στα πόδια τους και προσκύνησαν την Τέχνη, η οποία εξανθρωπίζει ανθρώπους και ζώα. Την Τέχνη που σύμφωνα με τον Καντ εκφράζει το ωραίο, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από την ευχαρίστηση από ένα αντικείμενο χωρίς να υπάρχει κανένα ωφελιμιστικό κίνητρο. Το ωραίο ως ελευθερία. Την Τέχνη την οποία ο Σίλερ στις «Αισθητικές Επιστολές» του προσδιορίζει ως το όραμα του για την ιδανική κοινωνία. Την κοινωνία της Αισθητικής Πολιτείας. Την Πολιτεία όπου ο άνθρωπος κατακτά τον αυτόνομο ρόλο της ύπαρξης του και η οποία παρέχει ελευθερία μέσω της ελευθερίας. Μια Πολιτεία που ποτέ δεν απογοητεύει τους ανθρώπους, όπως το κάνει η Ηθική ή η Πολιτική Πολιτεία.

Οι δολοφόνοι του Παρισίου δεν θα μπορούσαν να γίνουν ποτέ 13χρονα κοριτσάκια, ούτε αδέσποτα σκυλιά, γιατί τους φανατικούς απ’ όπου και αν προέρχονται, ποτέ δεν θα τους συγκινήσει η Τέχνη. Γιατί ποτέ τέτοιοι φανατικοί δεν μπορούν να κατανοήσουν την καντιανή άποψη για τον έσχατο σκοπό της φύσης και του ανθρώπου ως την εντελέστερη δυνατή καλλιέργεια μέσω του Πολιτισμού και της Τέχνης. Το σκίτσο και η σάτιρα είναι Τέχνη και Πολιτισμός. Οι δολοφόνοι είναι δολοφόνοι του έσχατου σκοπού της φύσης, του ανθρώπου.

Τέλος αυτές οι δολοφονίες δεν πρέπει να μετατραπούν σε μια μπαγκέτα που θα διευθύνει ένα ακροδεξιό κυνήγι μαγισσών, να γίνουν ένα πρελούδιο για την επιστροφή στις κλειστές κοινωνίες.