Πολιτικη & Οικονομια

Ο σκληρός Γενάρης του 2015

Η πορεία της χώρας θα θυμίζει περισσότερο τη δεκαετία του 80

Νίκος Γεωργιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Καμιά φορά οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από τη στατιστική επιστήμη δεν χρειάζονται ούτε ποσοστά ούτε και αριθμούς. Αρκεί η εικόνα. Στη Λάρισα το ακροατήριο αποτελείτο από μεσήλικες με γκρίζα και λευκά μαλλιά. Στο κλειστό του ΤΑΕ ΚΒΟ ΝΤΟ οι παριστάμενοι ήταν νέοι στην πλειοψηφία τους με μαύρα κεφάλια. Στη Σπάρτη, μέσα σε μία σούδα με κακό φωτισμό οι προσερχόμενοι ανήκαν στην τρίτη ηλικία, ήταν ελάχιστοι και βαριεστημένοι. Στο Μουσείο Μπενάκη ήταν επίσης νέοι, φωνακλάδες, φανατικά προσηλωμένοι στο όνομα του πολιτικού και μόνο, μία εικόνα μάλλον θλιβερή.

Η συγκριτική αντιπαράθεση των εικόνων διασφαλίζει τη διαπίστωση μιας μόνο πλευράς της πραγματικότητας. Η Δεξιά του Αντώνη Σαμαρά απευθύνεται στα μικροαστικά στρώματα των μεσηλίκων εξηντάρηδων και βάλε. Το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου στους συνταξιούχους της Μεταπολίτευσης. Ο Γιώργος Παπανδρέου στους λίγους μικροαστούς της παραπαίουσας και παρηκμασμένης ελίτ και ο Αλέξης Τσίπρας στους νέους μικροαστούς της πόλης, εκείνους που ισοπέδωσε η ανεργία και η ζούγκλα των εργασιακών σχέσεων αλλά και σε εκείνους τους πενηντάρηδες πρώην πασόκους, υπάλληλους του Δημοσίου και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους αγανακτισμένους διότι απώλεσαν τα «κονέ» και τις προσβάσεις, τους κάποτε καλομαθημένους που παθαίνουν πολλαπλές ονειρώξεις με τις υστερίες του Αλέξη Μητρόπουλου.

Η Στατιστική είναι μία θεά με πολλαπλούς παραμορφωτικούς καθρέφτες. Ο καθένας, ανάλογα με τη θέση της οπτικής του γωνίας μπορεί να είναι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Τουλάχιστον ως προς την πρώτη ανάγνωση. Η Στατιστική ωστόσο δεν παύει να ανήκει στο χώρο των Μαθηματικών. Διέπεται από κανόνες και αξιώματα.

Οι δημοσκοπήσεις και αυτές, αν κανείς ξέρει να τις διαβάζει, προκύπτουν μέσα από την ανάλυση δεδομένων που ανήκουν σε συγκεκριμένα μαθηματικά μοντέλα. Αν αλλάζουν οι παράμετροι αλλάζει και το τελικό αποτέλεσμα. Προκύπτουν από την ανάλυση μιας «φέτας» της συνολικής εικόνας διότι απλά είναι αδύνατο να φωτογραφίζει κανείς όλη την εικόνα. Οι δημοσκοπήσεις εντάσσονται και αυτές σε ένα πλαίσιο πιθανού σφάλματος. Οι δημοσκόποι άλλωστε αυτό το ποσοστό λάθους το υπολογίζουν και το αναφέρουν. Σε όλες τις δημοσκοπικές έρευνες που διεξάγονται το ποσοστό σφάλματος κυμαίνεται από ένα +/- 3,5% έως ένα +/- 1,5%. Ανεξάρτητα λοιπόν από την αξιοπιστία του στατιστικού δείγματος ή τη μαθηματική πληρότητα του μοντέλου ανάλυσης των δεδομένων, η πιθανότητα σφάλματος κυμαίνεται από ένα 7% έως ένα 3%, αν αποτολμήσει κανείς να αθροίσει το +/- . Διότι αν υπάρχει ένα ποσοστό λάθους της τάξης του +/- 3,5% τότε μπορεί η λανθασμένη προσέγγιση να κυμαίνεται από το 0 έως το 7 ή κάτι στο μεταξύ.

Γιατί αναφέρονται όλα τα παραπάνω; Ο λόγος είναι απλός. Οι επερχόμενες εκλογές θα διεξαχθούν σε ένα πλαίσιο όπου οι πρωταγωνιστές, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία θα διαθέτουν συσπειρώσεις άνω του 80%. Ήδη οι συσπειρώσεις τους τα τελευταία εικοσιτετράωρα κυμαίνονται από 76% έως 78% αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι στην κάλπη τα ποσοστά τους αθροιστικά θα πλησιάσουν το 70%, ενδεχομένως και πολύ παραπάνω. Θα πρόκειται για άλλον ένα θρίαμβο του δικομματισμού. Αν αφαιρέσει κανείς τα λευκά και τα άκυρα, όλα τα υπόλοιπα κόμματα θα διεκδικούν μία φέτα από ένα 25% του συνόλου των ψήφων. Με το ΚΚΕ να είναι μοναδική σταθερά με ένα ποσοστό της τάξης του 6% όλοι οι υπόλοιποι διεκδικούν ένα μετά βίας 20%. Έχουμε λοιπόν και λέμε. Το «Ποτάμι», το «ΠΑΣΟΚ, το «ΚΙΔΗΣΟ», οι «ΑΝΕΛ», οι «Πράσινοι-ΔΗΜΑΡ», το «ΑΝΤΑΡΣΥΑ», το «ΛΑΟΣ», η «Χρυσή Αυγή» και όλα τα μη ανιχνεύσιμα υπόλοιπα κόμματα και κινήσεις, δηλαδή η κατηγορία στις δημοσκοπήσεις του «άλλου κόμματος», θα διεκδικήσουν ποσοστά μεταξύ του 1% και του 5% με τα περισσότερα ανιχνεύσιμα κόμματα να κυμανθούν μεταξύ 3 και 4,5%. Αν αναλογιστεί κανείς τα ποσοστά σφάλματος στις δημοσκοπήσεις, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τότε το σύνολο των κομμάτων αυτών και άρα τα δημοσκοπικά ποσοστά τους βρίσκονται εντός της «ζώνης του λυκόφωτος» ενός πιθανού λάθους.

Όσο πιθανό θεωρεί η Χαριλάου Τρικούπη πως το ΠΑΣΟΚ θα εισέλθει στην επόμενη Βουλή, τόσο η Στατιστική επιμένει πως αν το κόμμα του Γ. Παπανδρέου πλησιάσει ένα 3% τότε το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να εκλεγεί. Ο λόγος είναι απλός. Ο Παπανδρέου αντλεί ψήφους από την «ΕΛΙΑ» και το «ΠΑΣΟΚ Δημοκρατική Παράταξη» και το «Ποτάμι». Αν το «ΚΙΔΗΣΟ» ξεπεράσει το 5% τότε και το «Ποτάμι» αντιμετωπίζει ενδεχόμενο σημαντικής απομείωσης του ποσοστού του. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Νέα Δημοκρατία και τους ΑΝΕΛ. Όσο η συσπείρωση της ΝΔ οδεύει σε ποσοστό άνω του 80% τόσο οι ΑΝΕΛ απομακρύνονται από το ενδεχόμενο εισόδου στην Βουλή. Αντίστοιχες απώλειες θα έχει και η Χρυσή Αυγή αφού η δεξαμενή των ψηφοφόρων της Δεξιάς είναι κοινή.

Η παράνοια ενός ανίερου μετώπου

Η θεαματική άνοδος της επιρροής της ακροδεξιάς του Ζαν Μαρί Λεπέν το 1985 πονοκεφάλιασε αφάνταστα τους πολιτικούς αναλυτές της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας και της γαλλικής κεντροδεξιάς με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να επιχειρηθεί μία λεπτομερής «χαρτογράφηση» του γαλλικού ελεκτοράτου και των συμπεριφορών του. Πολύ γρήγορα το αποτέλεσμα της έρευνας προκάλεσε γενική ανατριχίλα. Σχεδόν με απόλυτη μαθηματική ακρίβεια, οι ψήφοι των κομμουνιστών στις συγκεκριμένες περιοχές όπου αναδείχθηκε η γαλλική ακροδεξιά μεταφέρθηκαν από την Αριστερά στον Λεπέν. Η διαπίστωση πρόσβαλε τα ιερά και τα όσια της γαλλικής δημοκρατικής παράδοσης αλλά τα μαθηματικά δεν λένε ποτέ ψέματα. Μπορεί ενδεχομένως να καθιστούν δύσκολη την ανίχνευση της αλήθειας. Οι πολιτικοί αναλυτές αποτόλμησαν να θέσουν σε αντιπαράθεση τον πολιτικό λόγο του ακροδεξιού Λεπέν ως προς τα οικονομικά και τα εργασιακά με τον πολιτικό λόγο της παραδοσιακής Αριστεράς. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά εκκωφαντικό. Υπήρχε ταυτότητα προσεγγίσεων. Μπορεί οι Γάλλοι Αριστεροί να μίλησαν για προβοκάτσια κλπ. Η πραγματικότητα των αριθμών ωστόσο ήταν εκεί, διαυγής και κραυγαλέα.

Η επανάληψη του δράματος

Η αξονική τομογραφία της πολύ πρόσφατης δημόσιας τοποθέτησης της ακροδεξιάς πολιτικού Μαρίν Λεπέν έναντι των ελληνικών εξελίξεων, αποκαλύπτει πως σε επίπεδο πολιτικού λόγου η διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρημάτων της κόρης του φασίστα πατέρα της και ενός σημαντικού μέρους της ευρωπαϊκής Αριστεράς και μάλιστα του πλέον «αγανακτισμένου» έχουν ελάχιστο βαθμό απόκλισης. Ο κοινός μανδύας, όπως εμφανίζεται, αφορά κυρίως τη στάση των δύο αυτών πολιτικών λόγων έναντι της αποκαλούμενης «Ευρωπαϊκής Ολιγαρχίας των Βρυξελλών και του Βερολίνου». Πρόκειται για έναν ελάχιστα κεκαλυμμένο κοινό αντιευρωπαϊσμό.

Η αναντήρητη αυτή ανίερη και μη συνειδητή ταυτοποίηση οδηγεί αναπόφευκτα σε μία διαμόρφωση ενός αφύσικου φαινομένου. Τη δημιουργία μιας δεξαμενής ψηφοφόρων με κοινές επιδιώξεις ως προς τις οικονομικές και άρα τις κοινωνικές και άρα τις πολιτικές εξελίξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Με δεδομένο ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να επιτελέσει τον παραδοσιακό ιστορικό της ρόλο, της εξισορρόπησης μεταξύ συντήρησης από τη μια και αριστερού λαϊκισμού από την άλλη, το υπό διαμόρφωση τοπίο στην Ευρώπη θυμίζει τηρουμένων των αναλογιών την κατάσταση στη Γαλλία και τη Γερμανία και εν πολλοίς στην Ιταλία το 1932. Ως προς τα ελληνικά δεδομένα παραπέμπει πάντα τηρουμένων των αναλογιών επίσης στο 1932 και την κυβέρνηση Τσαλδάρη.

Η γλώσσα των αριθμών

Η πόλωση μεταξύ του ακραίου συντηρητισμού που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει και θα χαρακτηρίζει τη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και του βερμπαλιστικού λαϊκισμού που εκφράζει χωρίς ενδοιασμούς ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, οδηγεί στη διαμόρφωση ενός συγκρουσιακού πλαισίου που λειτουργεί ως οδοστρωτήρας για κάθε άλλη μικρότερη πολιτική δύναμη από τη στιγμή που απουσιάζει από το τοπίο η λεγόμενη συνισταμένη του δημοκρατικού κέντρου που σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα αντιστοιχούσε στην Κεντροαριστερά. Από τη διαγραφόμενη δυναμική των δύο πρωταγωνιστών, το υπό διαμόρφωση εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου θα προσομοιάζει περισσότερο σε μία πεντακομματική, έστω εξακομματική Βουλή, με απόλυτη ισοπέδωση αθροιστικά της κεντροαριστεράς και με την εξαφάνιση τουλάχιστον δύο αν όχι τριών σχηματισμών του λεγόμενου συνταγματικού τόξου από το πολιτικό προσκήνιο. Αν αυτό συμβεί τότε η πορεία της χώρας τηρουμένων των αναλογιών θα θυμίζει περισσότερο τη δεκαετία του 80 με τη διαμόρφωση των δύο μπλοκ εξουσίας που θα διαχειρίζονται τη διακυβέρνηση την επόμενη εικοσαετία. Αυτά ως προς την Ελλάδα. Ως προς την Ευρώπη τα πράγματα και για λόγους μεγέθους ενδεχομένως να είναι δραματικότερα.