Πολιτικη & Οικονομια

2015: Προβλεπόταν ανάπτυξη 2,9%. Τώρα τι θα γίνει;

Οι αυταπάτες και τα μεγάλα λόγια δεν χόρτασαν ποτέ κανέναν

Σπύρος Βλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2014 ξεπέρασε τις προβλέψεις των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Για το 2015, οι ίδιοι οργανισμοί εκτιμούσαν ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα έφθανε το 2,9%. Η πρόβλεψη είναι πολύ πιθανό να μην επιβεβαιωθεί. Η πολιτική αβεβαιότητα έρχεται τη στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο.

Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ αντί να αντιδικούν για τις λύσεις που προτείνουν για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, επέλεξαν να ανταγωνίζονται για το ποιός θα σχίσει πρώτος τα μνημόνια. Τον περασμένο Οκτώβριο οι αγορές χρήματος έδειξαν με την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τη βοήθεια του μηχανισμού στήριξης. Το σενάριο της εξόδου από το μνημόνιο ακυρώθηκε στα πρώτα του βήματα. Μαζί του μπήκε σε αμφισβήτηση η επιστροφή της χώρας στην ανάκαμψη.

Υπάρχουν δύο εκδοχές για το πώς θα μπορούσε να έρθει η ανάπτυξη στην Ελλάδα. Η πρώτη στηρίζεται στην ενίσχυση της κατανάλωσης με χρήματα που το κράτος θα πρέπει να ρίξει στην αγορά. Αυτή η εκδοχή εφαρμόστηκε πριν το 2010. Τότε το κράτος μοίρασε πολλά δανεικά χρήματα, που το 20009 εκτόξευσαν το πρωτόγεννες έλλειμμα στα 24 δισ. ευρώ και φθάσαμε στη χρεοκοπία. Το ελληνικό δημόσιο ξόδεψε (χωρίς να υπολογίζονται τόκοι) μόνο μέσα σε ένα χρόνο ένα ποσό τέσσερεις φορές μεγαλύτερο από το κόστος κατασκευής της Εγνατίας Οδού. Παρόλα αυτά, η ύφεση ξεπέρασε τη χρονιά εκείνη το 3%.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήξερε, μετά τα αποτελέσματα της πρώτης τετραετίας του, ότι έτσι δεν δημιουργείται βιώσιμη ανάπτυξη. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 1987 στο αμερικανικό περιοδικό New Perspectives Quaterly (NPQ) επεσήμαινε ότι ο Κέινς «ανέπτυξε τη θεωρία της “ενεργού ζήτησης” ... μέσα στα εθνικά σύνορα... Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας σήμερα τα άλλαξε όλα. Αν τονώσουμε την καταναλωτική δύναμη εδώ στην Ελλάδα δημιουργούμε θέσεις εργασίας στην Ιταλία και τη Γερμανία... Οι καταναλωτές μας αγοράζουν ιταλικά παπούτσια ή τα καλύτερα γερμανικά αυτοκίνητα και δημιουργούν πρόβλημα στο ελληνικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών» (Καθημερινή 2/10/14).

Την εποχή εκείνη υπήρχαν αρκετοί τρόποι να περιορίζονται και να γίνονται ακριβότερες οι εισαγωγές. Επιβάλλονταν μεγάλοι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα και η ισοτιμία της δραχμής έπεφτε συνέχεια με υποτιμήσεις και διαρκή διολίσθηση. Σήμερα, που δεν υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες, τα λεφτά που ρίχνονται στην αγορά φθάνουν ταχύτερα στις εξαγωγικές οικονομίες. Η απόδειξη είναι ότι στο απόγειο της ελληνικής φούσκας το 2008 το έλλειμμα του ισοζυγίου ξεπέρασε τα 35 δισ.

Η άλλη εκδοχή της ανάπτυξης στηρίζεται στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, στην προσέλκυση κεφαλαίων, στην καινοτομία, στις εξαγωγές. Εδώ, όμως, υπάρχει ο διεθνής ανταγωνισμός. Αν οι επενδύσεις είναι πιο σίγουρες ή πιο αποδοτικές κάπου αλλού, θα χαθούν μαζί με τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργούσαν. Αν τα προϊόντα μας είναι ακριβότερα ή χειρότερα από εκείνα των ανταγωνιστών, θα μείνουν στο ράφι και αυτοί που τα παράγουν θα ψάχνουν για δουλειά.

Αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος και μόνο μέσα σε αυτόν μπορούμε να αναζητήσουμε την ευημερία μας. Οι αδικίες του συστήματος αντιμετωπίζονται, όχι με ξόρκια, αλλά με στοχευμένη κοινωνική πολιτική, η οποία προϋποθέτει μια ισχυρή οικονομία για να την στηρίζει. Τα επιτυχημένα παραδείγματα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών είναι ευδιάκριτα, όπως και οι αποτυχίες πλούσιων χωρών με καταστραμμένες οικονομίες και πάμφτωχους κατοίκους (Αργεντινή, Ρωσία, Βενεζουέλα).

Η πρώτη -υποτιθέμενη- μορφή ανάπτυξης (με δανεικά για κατανάλωση) είναι αρκετά δημοφιλής στη χώρα μας. Κάθε φορά διαψεύδεται, αλλά ανασταίνεται και αποδεικνύεται εφτάψυχη (δείτε: Οι τρείς ταφές του «λεφτά υπάρχουν»). Η εξάρτιση πολλών από το δημόσιο, ο στιγματισμός της επιχειρηματικότητας και ο οικονομικός αναλφαβητισμός έχουν κάνει μεγάλο μέρος των πολιτών να μπερδεύουν την ανάπτυξη με την παροχή χρημάτων από το κράτος.

Η δεύτερη εκδοχή της ανάπτυξης, η παραγωγική, έχει γίνει πραγματικότητα σε δεκάδες χώρες. Στην Ελλάδα την περίοδο μετά το 1995 είχαμε ισχυρή ανάπτυξη και μεγάλη αύξηση των εισοδημάτων, που δεν στηρίχτηκε στον κρατικό δανεισμό. Μέχρι το 2002 υπήρχαν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα του 2003 ήταν ελάχιστο, παρά τα μεγάλα έργα και την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων. Αν την περίοδο αυτή οι παθογένειες του πελατειακού κρατισμού δεν παρέμειναν ενεργές, τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμη καλύτερα.

Για χάρη της υποτιθέμενης πρώτης μορφής ανάπτυξης είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε την δεύτερη, την πραγματική, τη μόνη που μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Ιρλανδία και Πορτογαλία, έτσι βελτίωσαν τις επιδόσεις τους και βγήκαν από τα μνημόνια. Εδώ η οικονομία και τα ασθενέστερα στρώματα πληρώνουν την προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. για τα προνόμια των πελατειακών δικτύων. Ακόμη και σήμερα αγωνίζονται για να προστατεύσουν τις συντάξεις στους πενηντάρηδες.

Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε τις εκλογές χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει τι θα κάνει την επόμενη μέρα. Η πολιτική αβεβαιότητα υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη. Οι τουριστικές κρατήσεις πάγωσαν. Ξένοι επενδυτές όπως ο Αμερικανός Πόλσον και ο οίκος Capital (που άκουσε τους Μηλιό και Σταθάκη στο Λονδίνο) ανέστειλαν τις κινήσεις τους στην Ελλάδα. Ποιός θα επενδύσει σε μια χώρα που ο αρχηγός του κόμματος που προηγείται στις δημοσκοπήσεις δηλώνει ότι θα προβούν σε μονομερείς ενέργειες αν -κατά την κρίση του- τους αναγκάσουν; Οι αυταπάτες και τα μεγάλα λόγια δεν χόρτασαν ποτέ κανέναν. Τόσα περάσαμε, θα έπρεπε να το ξέρουμε.