Πολιτικη & Οικονομια

Τα λάθη και τα «λάθη» της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Υπάρχουν τα πραγματικά λάθη και τα «λάθη» που απλώς επινοεί η αντιπολίτευση. Είναι εκείνα που κατασκευάζονται για να αποκτήσει η τελευταία λόγο ύπαρξης διά μέσου της πόλωσης

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 911
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τα είδη λαθών της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, οι χρόνιες και δομικές παθογένειες του κράτους και το πρόβλημα της ισοπεδωτικής κριτικής

Εδώ και περίπου πέντε χρόνια, από το 2019 και μετά, η κυβέρνηση κάθε βδομάδα «πέφτει», «καταρρέει» και «είναι στα τελευταία της». Τι κι αν έχει κερδίσει έκτοτε τρεις βουλευτικές εκλογές και μάλιστα τις δύο εξ αυτών με πάνω από 20% διαφορά από τον δεύτερο. Τι κι αν οι δημοσκοπήσεις είναι σταθερά εδώ και οκτώ χρόνια υπέρ της ΝΔ και ειδικά υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη ως ο καταλληλότερος πρωθυπουργός, επίσης σε τεράστια απόσταση από τους αρχηγούς των υπόλοιπων κομμάτων. Και κυρίως, τι κι αν πρόκειται για μια κυβέρνηση με μια λαϊκή εντολή πολύ νωπή ακόμη, μόλις εννέα μηνών, από τις διπλές εκλογές του καλοκαιριού. Δηλαδή, με μια λαϊκή ετυμηγορία που δεν χωρά αμφισβήτηση ως προς το μήνυμά της, το οποίο, αν κρίνουμε από τη διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος, είναι το πιο βροντερό από τις πρώτες εκλογές του 1974 και μετά. Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει τη φαντασίωση της αντιπολίτευσης περί επικείμενης πτώσης της κυβέρνησης. Για να γλιτώσει το μαρτύριό του, το καλύτερο θα ήταν μάλιστα ο Κ. Μητσοτάκης να παραιτηθεί από μόνος του «ησύχως», όπως πρότεινε προσφάτως ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε ίσως έτσι να αναλάμβανε ο δεύτερος καταλληλότερος πρωθυπουργός που σύμφωνα με τις έρευνες είναι ο... «κανένας». Ή να ξανασκεφτόμασταν πάλι την ευφάνταστη λύση μιας «κυβέρνησης των ηττημένων».

Θα ρωτήσει κανείς: μα καλά, δεν έχει δικαίωμα η αντιπολίτευση να ασκεί κριτική και μάλιστα αυστηρή, αν έτσι θεωρεί σκόπιμο; Αυτός δεν είναι ο θεσμικός της ρόλος; Και τέλος πάντων, αυτό δεν είναι η πολιτική, όχι πρόσκληση σε απογευματινό τσάι για ανταλλαγή φιλοφρονήσεων αλλά ένας συνεχής «πόλεμος» αμφισβήτησης της ηγεμονίας του αντιπάλου; Κι αν η παρούσα κυβέρνηση είναι τόσο ισχυρή όσο λέγεται, τότε τι επικαλείται τον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης; Δεν είναι άραγε υπερβολή, όπως δεν είναι και αλαζονικό να επιθυμεί να μένει στο απυρόβλητο αποφεύγοντας τη λογοδοσία όπως υποχρεούται σε μια δημοκρατία;

Το πρόβλημα της ισοπεδωτικής κριτικής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη

Στις δύο της θητείες η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει περάσει από πολλές κρίσεις, τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς. Δεν ήταν καθόλου ανέφελη η διακυβέρνησή της, με άλλα λόγια. Δοκιμάστηκε ποικιλοτρόπως, κι αυτό οφείλονταν προφανώς και σε δικά της λάθη. Λάθη που πάντως στις περισσότερες των περιπτώσεων τα έχει αποδεχτεί ευθαρσώς, κι έχει προσπαθήσει κάπως να τα αποκαταστήσει. Άλλωστε, κυβερνώ σε έναν κόσμο τόσο σύνθετο όπως ο σημερινός σημαίνει κυρίως κάνω λάθη.

Όμως, υπάρχουν λάθη και λάθη. Δεν έχουν όλα το ίδιο ειδικό βάρος. Θα μπορούσε να τα διακρίνει κανείς σε τριών ειδών: τα λάθη που προκύπτουν από κατάχρηση εξουσίας· τα λάθη που σχετίζονται με κακή πολιτική εκτίμηση και ελλιπή διακυβέρνηση· και τέλος, εκείνα που είναι παράγωγα της ανεπαρκούς κρατικής διοίκησης της οποίας προΐσταται η πολιτική εξουσία. Θα προσέθετα ότι υπάρχουν και “λάθη» που απλώς έτσι τα αντιλαμβάνεται η εκάστοτε αντιπολίτευση, δηλαδή έχουν να κάνουν με διαφορετικές ιδεολογικές προσλήψεις καθώς και με τα διαφορετικά αναπτυξιακά μοντέλα που έχει να προτείνει το κάθε κόμμα ξεχωριστά. Αν έχει να προτείνει, φυσικά. Διότι ενίοτε, δεν έχει να κάνει παρά με τη στείρα άρνηση κάθε κυβερνητικής πρότασης, χωρίς κανένα σοβαρό επιχείρημα και χωρίς καμία επεξεργασμένη αντιπρόταση από την πλευρά του αντιπάλου.

Για παράδειγμα, το λάθος της υπόθεσης των παρακολουθήσεων ήταν ένα λάθος κατάχρησης εξουσίας, και αναγνωρίστηκε άμεσα ως τέτοιο από την ίδια την κυβέρνηση. Τα λάθη αυτά έχουν πάντα το πρόβλημα ότι αγγίζουν την ουσία της δημοκρατικής διακυβέρνησης και θέτουν ερωτήματα για την ποιότητα μιας Δημοκρατίας. Αλλά προβληματική μπορεί να είναι και η ισοπεδωτική κριτική της αντιπολίτευσης στα θέματα αυτά. Διότι η Δημοκρατία είναι ένα καθεστώς με πολλά θεσμικά υπο-πεδία. Και μπορεί αλλού να λειτουργεί καλά και αλλού χειρότερα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κιόλας ότι οι επιμέρους αποτυχίες της οδηγούν στην πλήρη διάλυση του Κράτους Δικαίου. Και είναι γεγονός ότι στις περισσότερες παγκόσμιες κατατάξεις καταγράφεται σαφής βελτίωση στην ποιότητα της ελληνικής Δημοκρατίας, παρότι πρέπει να γίνουν κι άλλα ακόμη. Κατά μία έννοια, βέβαια, στη δημοκρατία, είναι προτιμότερη η υπερβολική κριτική από την αυτάρεσκη επανάπαυση.

Αντιθέτως, τα όποια επιμέρους λάθη, ας πούμε, της διαχείρισης της πανδημίας (που άλλωστε ήταν συνολικά επιτυχημένη) ή των διαφόρων φυσικών καταστροφών ήταν ένας συνδυασμός λαθών πολιτικής εκτίμησης και πάγιων αδυναμιών της κρατικής διοίκησης. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, που μάλιστα ήταν καινοφανείς για τη χώρα (π.χ. λόγω των πρωτόφαντων συνεπειών της κλιματικής αλλαγής) επιδιώχθηκε από το κυβερνητικό επιτελείο το εφικτό έναντι του επιθυμητού: έτσι, για παράδειγμα, στις μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων χρόνων (και μετά το συλλογικό τραύμα της τραγωδίας στο Μάτι), προτιμήθηκε να τεθεί ως προτεραιότητα η προστασία των ανθρώπινων ζωών και περιουσιών έναντι του φυσικού περιβάλλοντος. Και αυτό επιτεύχθηκε με απόλυτη επιτυχία. Με δεδομένα τα μέσα και την τεχνογνωσία που διαθέτει το ελληνικό κράτος, ήταν μάλλον το καλύτερο που μπορούσε να κάνει – και ας μην ήταν το ιδανικό.

Υπάρχουν χρόνιες και δομικές παθογένειες του κράτους μας που διαιωνίζονται ασχέτως ποιος κυβερνάει

Οι διαχρονικές στρεβλώσεις των ελληνικών σιδηροδρόμων

Υπάρχουν όμως και ακόμη πιο δυσεπίλυτες ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησής μας που δεν μπορεί να τις υπερβεί ακόμη και η καλύτερη πολιτική πρόθεση και η σωστότερη πολιτική διαχείριση. Έχει να κάνει με χρόνιες και δομικές παθογένειες του κράτους μας που διαιωνίζονται ασχέτως ποιος κυβερνάει. Κι ενώ ισχύει η γενική παραδοχή ότι είναι ευθύνη του πολιτικού μας συστήματος κάποτε να τα επιλύσει όλα αυτά, ωστόσο για κάτι τέτοιο απαιτούνται ευρύτερες διακομματικές συναινέσεις καθώς και μεγάλη κοινωνική νομιμοποίηση. Διότι εμπλέκονται επιμέρους κοινωνικά, συντεχνιακά αλλά και επιχειρηματικά συμφέροντα που εμποδίζουν την επικράτηση του δημόσιου συμφέροντος.

Αντιθέτως, το πλέγμα αυτών των συμφερόντων ευνοεί μάλλον την προαγωγή του λαϊκισμού, της διαφθοράς, του πελατειασμού, της παρεοκρατίας και της μετριοκρατίας. Πίσω από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών βρίσκεται ακριβώς αυτή η διαπλοκή συμφερόντων και των καταστροφικών στρεβλώσεών τους. Ποτέ άλλωστε μια μεγάλη καταστροφή δεν έχει ένα και μόνο αίτιο. Χρειάζεται ένας συνδυασμός πολλών ταυτόχρονων αστοχιών (συστημικών και ανθρώπινων) για να συμβεί, και γι’ αυτό, ευτυχώς, δεν συμβαίνει κάθε μέρα. Απλώς, είναι ευκολότερο για την κοινή γνώμη και τους επαγγελματίες αγανακτισμένους να βρίσκουν κάθε φορά έναν αποδιοπομπαίο τράγο και να του φορτώνουν όλες τις ευθύνες, προκειμένου να μη χρειάζεται να αναγνωρίσουν την πολυπλοκότητα των αιτιών.

Στα Τέμπη, οι χρονοβόρες διαδικασίες των δημόσιων συμβάσεων για τον εκσυγχρονισμό του δικτύου ήρθαν να συναντήσουν έναν διαχρονικά προβληματικό οργανισμό όπως ο ΟΣΕ, διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες του αρμόδιου υπουργείου με ελλιπή αποφασιστικότητα και τέλος μια συντεχνιακή λογική όπου οι θέσεις ευθύνης μπορούν να καταλαμβάνονται από εντελώς ακατάλληλο προσωπικό. Αλλά γιατί χρειάζεται να κάνεις τόση κουραστική ανάλυση, όταν όλα μπορούν να λυθούν «με έναν πολιτικό στη φυλακή»...;

Υπάρχουν, έτσι κι αλλιώς, τα «λάθη» που απλώς επινοεί η αντιπολίτευση. Είναι εκείνα που κατασκευάζονται για να αποκτήσει η τελευταία λόγο ύπαρξης διά μέσου της πόλωσης. Μόνο που η πόλωση απαιτεί πάντα δύο πόλους. Και σήμερα εκείνο που έχουμε είναι έναν μόνο κραταιό πολιτικό πόλο και απέναντί του δύο πρώην κόμματα εξουσίας σε συρρίκωνση, καθώς και έναν πολιτικό εσμό συνωμοσιολόγων, θρησκόληπτων και πατριδοκάπηλων. Συνεπώς, η όποια πόλωση δεν μπορεί παρά να είναι τεχνητή και εντέλει αναντίστοιχη με όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Η οποία όχι μόνο λειτουργεί πλέον στα διάφορα ζητήματα με πολύ μεγαλύτερες διαπαραταξιακές συναινέσεις από ό,τι στο παρελθόν αλλά κι έχει εντελώς άλλες προτεραιότητες από αυτές που απασχολούν την αντιπολίτευση. Και σίγουρα, όχι το τι κάνει η σύζυγος και η υπόλοιπη οικογένεια του πρωθυπουργού...