Πολιτικη & Οικονομια

Αγαπάμε τη Δημοκρατία 50 χρόνια μετά;

«Μοιάζει να έχουμε επανέλθει στην κανονικότητα, η απειλή για τη Δημοκρατία να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ωστόσο, κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να επιστρέψει δριμύτερη»

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η πτώση της Χούντας, οι αγωνίες των πολιτών σήμερα, η Δημοκρατία και η αμφισβήτηση της ηθικής υπεροχή της

Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση της Χούντας και τη μεταπολίτευση. Αν ρωτούσατε έναν πολιτικό επιστήμονα ποια είναι τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της πεντηκονταετίας, τότε χωρίς αμφιβολία θα ξεχώριζε τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Όλα αυτά τα χρόνια η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία έγινε με απόλυτα ομαλό τρόπο, σε συμφωνία με τη βούληση των ψηφοφόρων. Για την Ελλάδα αυτό ήταν πρωτοφανές. Στη δεύτερη θέση και σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της Δημοκρατίας, θα έβαζε κατά πάσα πιθανότητα την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μια επιλογή που θα τη θεωρούσε δικαιωμένη ιστορικά για τα πολλαπλά οφέλη που έχει επιφέρει στη χώρα.

Με την άποψη του επιστήμονα πιστεύω ότι θα συμφωνούσε και το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του Πολυτεχνείου, των πολιτών δηλαδή που έχουν ακόμα την ιστορική μνήμη της δικτατορίας. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως ότι την ίδια άποψη θα εξέφραζε και ο μέσος πολίτης. Η Ελλάδα ξεχωρίζει στην Ευρώπη για δύο πρωτιές. Σύμφωνα με το κέντρο ερευνών «PEW», είναι η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό ικανοποίησης από τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Οι αρνητικές γνώμες φτάνουν το 74%, ποσοστό το οποίο είναι υψηλότερο ακόμα και από τη Ρωσία! Ταυτόχρονα είναι η χώρα με τις περισσότερες αρνητικές γνώμες για την Ευρωπαϊκή Ένωση που ανέρχονται στο 49%, έναντι του 50% των θετικών.

Για όσους από εμάς έχουμε ζήσει και θυμόμαστε την Ελλάδα πριν τη μεταπολίτευση, αυτοί οι αριθμοί προκαλούν ένα μικρό σοκ. Δείχνουν πόσο λίγο εκτιμούμε αυτό που έχουμε. Φαίνεται, ωστόσο, ότι κάθε γενιά προσδιορίζεται από τα δικά της τραύματα. Αν για εμάς ήταν η δικτατορία, για πολλούς νεότερους ήταν σίγουρα η οικονομική κρίση. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα η θετική γνώμη για τη Δημοκρατία συνδέεται άμεσα με την οικονομία. Όσοι έχουν ζήσει περιόδους γρήγορης ανάπτυξης είναι θετικά διακείμενοι. Αντιθέτως όσοι έχουν περισσότερο την εμπειρία της κρίσης, εκφράζονται αρνητικά. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θέλουν λιγότερη δημοκρατία. Πολλοί μπορεί να πιστεύουν σε μια διαφορετική, καλύτερη, ίσως ουτοπική δημοκρατία. Στην πράξη ωστόσο έχει φανεί ότι αυτή η δυσαρέσκεια πριμοδοτεί δυνάμεις που την αντιμάχονται.

Θα μπορούσε κάποιος να εντοπίσει και άλλα σημάδια δυσαρμονίας. Στις τελευταίες εκλογές για παράδειγμα τα αντισυστημικά - ακροδεξιά κόμματα έφτασαν σχεδόν το 13% ενώ ένα ανάλογο αντισυστημικό ποσοστό υπήρξε και στα αριστερά, αν συνυπολογίσουμε δηλαδή τις δυνάμεις του ΚΚΕ, της Κωνσταντοπούλου και του Βαρουφάκη. Ένας στους 4 ψηφοφόρους με άλλα λόγια αντιμετωπίζει αρνητικά αυτό που ονομάζουμε φιλελεύθερη αστική δημοκρατία. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί απαραίτητοι, επειδή μιλάμε για ένα σύνολο, όχι μόνο για τις εκλογές αλλά μαζί για τα ατομικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Στους δυσαρεστημένους μάλιστα θα πρέπει να προστεθεί και το μεγαλύτερο μέρος των 900.000 ψηφοφόρων που ψήφισαν τον Ιανουάριο του 2015, σήμερα ωστόσο απέχουν. Είναι λογικό να υποθέσουμε πως οι πιο πολλοί στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιμνημονιακή του φάση, το μεγαλύτερο μέρος τους ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα, τελικά απογοητεύτηκαν όμως και απέχουν.

Είναι σωστό αυτό το «τσουβάλιασμα» αριστερής και δεξιάς αμφισβήτησης; Και ναι και όχι. Για παράδειγμα είναι εντυπωσιακή η σύμπτωση των θέσεων του ΚΚΕ, της Εκκλησίας και της ακροδεξιάς στο ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών. Δείχνει την περιφρόνηση που έχουν αυτοί οι χώροι στα ατομικά δικαιώματα και την περιορισμένη αντίληψή τους για τη δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά βέβαια, για ιστορικούς υποθέτω λόγους, στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η αμφισβήτηση δεν προήλθε τόσο από τη δεξιά όσο από την αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Για τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ ας είμαστε επιφυλακτικοί, δύσκολα μπορούμε να τον κατατάξουμε. Είναι φανερό πως η εμπειρία της δικτατορίας και της τραγωδίας της Κύπρου έχουν απαξιώσει τον ακροδεξιό χώρο σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και  σήμερα εξακολουθεί να εκπροσωπείται από γραφικές ή περιθωριακές προσωπικότητες.

Αυτό αποδείχθηκε καλό για τη χώρα. Πλησιάσαμε, είναι αλήθεια, στην καταστροφή. Η τύχη μας παίχτηκε σε μια εσωτερική ψηφοφορία μεταξύ των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ του 4%. Αν είχε πάει λίγο διαφορετικά, αν είχε πάρει ο Λαφαζάνης την πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή, σήμερα θα ήμασταν κάπου μεταξύ Μέσης Ανατολής και Τρίτου κόσμου. Τελικά το αποφύγαμε. Την ίδια στιγμή ωστόσο αυτή η εξέλιξη έχει δημιουργήσει ένα κλίμα εφησυχασμού. Η αντιπολίτευση, και ακόμα περισσότερο η αντισυστημική αντιπολίτευση, είναι κομμάτια και θρύψαλα. Μοιάζει να έχουμε επανέλθει στην κανονικότητα, η απειλή για τη Δημοκρατία να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό, ωστόσο, είναι κατά πάσα πιθανότητα μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Στην κοινωνία η δυσαρέσκεια είναι πολύ μεγαλύτερη, απλώς δεν εκφράζεται πολιτικά. Κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να επιστρέψει δριμύτερη. Θα εξαρτηθεί, ανάμεσα σε άλλα, και από τη δυνατότητα της κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος να απαντήσει στις υπαρκτές και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένες αγωνίες πολιτών που σήμερα νιώθουν αποκλεισμένοι.

Όποιος ανατρέξει στις εφημερίδες των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης είναι βέβαιο ότι θα νιώσει το κλίμα της αισιοδοξίας και της βεβαιότητας για το μέλλον που επικρατούσε στην συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Παρά τα προβλήματα, ήμασταν σίγουροι πως η αποκατάσταση της Δημοκρατίας θα οδηγούσε σε καλύτερες μέρες. Έτσι κι έγινε. Μαζί όμως πιστεύαμε ότι τίποτα πια δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηθική υπεροχή της. Ότι η Δημοκρατία, όπως την μαθαίναμε, με τις ατέλειες της και παρά τις κατά καιρούς παρεκτροπές των κυβερνήσεων, όπως με τις παρακολουθήσεις, θα ήταν δεδομένη. Σήμερα αυτή η σιγουριά έχει χαθεί κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Για πολλούς η Δημοκρατία είναι μια αφηρημένη έννοια που τους αφήνει αδιάφορους.