Πολιτικη & Οικονομια

Περιστρεφόμενες πόρτες: Όταν δημόσιοι λειτουργοί εγκαταλείπουν τη διοίκηση για τον ιδιωτικό τομέα

«Με αφορμή λοιπόν την περίπτωση του κ. Βαρβιτσιώτη, θέλω να αναδείξω το έλλειμμα του νομοθετικού πλαισίου της χώρας μας σε αυτό το ζήτημα»

Γεωργία Πανοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας». Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και το έλλειμμα του νομοθετικού πλαισίου της Ελλάδας.

Πολύ σύντομα μετά την ήττα του στις εκλογές το 2005 και την αποχώρησή του από την Καγκελαρία, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας, εντάχθηκε στο εποπτικό συμβούλιο του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Gazprom. Η απόφασή του αυτή αποδοκιμάστηκε διεθνώς (ενδεικτικά, το Politico και η Washington Post δημοσίευσαν άρθρα με τίτλο «Schröder’s Russian sell-out» και «Gerhard Schroeder's Sellout» αντίστοιχα), και ήγειρε πολλά ερωτηματικά αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο είχε χειριστεί σχετικές υποθέσεις όσο ήταν Καγκελάριος.

Ο Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανέλαβε το 2016 θέση μη εκτελεστικού προέδρου στη Goldman Sachs, μόλις δύο μήνες μετά τη λήξη της υποχρεωτικής 18μηνης περιόδου αναμονής (cooling off period) που ίσχυε τότε για τους πρώην Προέδρους της Επιτροπής (πλέον έχει επεκταθεί στα τρία χρόνια). Η κίνησή του αυτή οδήγησε τον διάδοχό του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ να ξεκινήσει έρευνα, η οποία κατέληξε πάντως ότι δεν είχαν παραβιαστεί οι αρχές δεοντολογίας της Επιτροπής.

Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος υπηρέτησε δύο φορές ως Υπουργός Ναυτιλίας, την περίοδο 2013-2015 και από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, δηλαδή μέχρι πριν από τέσσερις μήνες, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι αποχωρεί οριστικά από την πολιτική. Όπως είπε σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής 28/1, φεύγει «δίχως τύψεις» γιατί «από τη στιγμή που θα μπεις στην πολιτική, πρέπει να σκέφτεσαι πάντα πώς θα φύγεις με το κεφάλι ψηλά». Είπε επίσης ότι «το μέλλον του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτόν τον χώρο» (της ναυτιλίας) – δεν ανέφερε ωστόσο κάποια συγκεκριμένη επικείμενη συνεργασία.

Πρόκειται για το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας» (revolving doors): δημόσιοι λειτουργοί (ανώτεροι υπάλληλοι ή υπουργοί) εγκαταλείπουν τη διοίκηση για να αναλάβουν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μεμονωμένα κράτη έχουν προσπαθήσει να περιορίσουν αυτή την πρακτική.  Ο κώδικας Δεοντολογίας που ισχύει για τους Ευρωπαίους Επιτρόπους (υπάρχει αντίστοιχος και για τους υπαλλήλους της Επιτροπής) αναφέρει ότι αυτοί πρέπει να «γνωστοποιούν στην Επιτροπή τουλάχιστον δύο μήνες νωρίτερα την πρόθεσή τους να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα εντός της περιόδου των δύο ετών που έπονται της λήξης της θητείας τους. Για τους σκοπούς του παρόντος κώδικα, ως «επαγγελματική δραστηριότητα» νοείται κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη…», ώστε να λάβουν, ή όχι, έγκριση από την Επιτροπή Δεοντολογίας (αρ. 11 παρ. 2, αναφέρει και κάποιες εξαιρέσεις μη αμειβόμενης δραστηριότητας). Επίσης, ότι «Τα πρώην μέλη δεν ασκούν πιέσεις σε μέλη ή το προσωπικό τους για λογαριασμό επιχείρησης δικής τους, εργοδότη ή πελάτη τους σχετικά με θέματα για τα οποία ήταν αρμόδιοι στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου τους για χρονικό διάστημα δύο ετών μετά τη λήξη της θητείας τους.» (αρ. 11 παρ. 4).

Παρόμοιοι κανόνες θα πρέπει να ισχύουν για τους υπουργούς όσον αφορά τις εταιρείες που επηρεάζουν άμεσα ως υπουργοί.

Είναι φανερό πάντως από τα ανωτέρω ότι αυτή η πρακτική δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά είναι σύμπτωμα ενός ευρύτερου, συστημικού ζητήματος. Η «περιστρεφόμενη πόρτα», αν και δεν είναι παράνομη, εγείρει σημαντικά ηθικά ερωτήματα. Προφανώς όλοι έχουν δικαίωμα στην εργασία, αλλά αυτό πρέπει να εξισορροπείται έναντι των κινδύνων που ενδέχεται να θέτουν τέτοιες κινήσεις για τα συμφέροντα του θεσμικού οργάνου που υπηρετούσαν μέχρι πρότινος οι άνθρωποι αυτοί, και ευρύτερα για το δημόσιο συμφέρον.

Όταν οι δημόσιοι λειτουργοί μπορούν να μεταβούν χωρίς την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος σε κλάδους που κάποτε επέβλεπαν, διαβρώνεται την εμπιστοσύνη των πολιτών και υπονομεύονται οι αρχές της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2022, ήδη η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες στην Ελλάδα στην κυβέρνηση ανέρχεται σε μόλις 25,6%, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών μελών του Οργανισμού. Είναι κρίμα αυτή την ήδη χαμηλή εμπιστοσύνη να την πληγώνουμε περισσότερο.

Μία άλλη ανησυχητική πτυχή αυτής της εξέλιξης είναι η σιωπή με την οποία την υποδέχθηκε η κοινή γνώμη και ο Τύπος. Είναι γνωστό ότι δεν είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε θεσμικά ζητήματα, αλλά η σιωπή και σε αυτό το θέμα είναι εκκωφαντική.  Η δε τέταρτη εξουσία, για άλλη μία φορά εμφανίζεται εξαιρετικά διστακτική να ελέγξει την εκτελεστική. Γιατί άραγε;

Με αφορμή λοιπόν την περίπτωση του κ. Βαρβιτσιώτη, θέλω να αναδείξω το έλλειμμα του νομοθετικού πλαισίου της χώρας μας σε αυτό το ζήτημα. Η προηγούμενη κυβέρνηση με τον ν. 4829/2021 θέσπισε ότι (αρ. 6 παρ. 3) «Οι θεσμικοί φορείς δεν μπορούν να ασκούν δραστηριότητα επιρροής για δεκαοκτώ μήνες μετά από την αποχώρηση από τη θέση τους για οποιονδήποτε λόγο». Προφανώς, αυτό δεν είναι αρκετό.