Πολιτικη & Οικονομια

Παρένθετη μητρότητα: Υπέρ και κατά

Ο μόνος τρόπος να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των εμπλεκομενων είναι ένα διαυγές και λεπτομερές θεσμικό πλαίσιο

Εύα Στάμου
ΤΕΥΧΟΣ 900
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας, η ανάγκη για ένα διαυγές και λεπτομερές θεσμικό πλαίσιο και η επέκτασή του στα ομόφυλα ζευγάρια

Μπορεί στη χώρα μας η δημόσια συζήτηση για το θέμα της παρένθετης μητρότητας να έχει κορυφωθεί μόλις το τελευταίο διάστημα, με αφορμή το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά για το πεδίο της Βιοηθικής βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στο επίκεντρο μιας ευρύτερης διαμάχης για τις αρμόζουσες μορφές αναπαραγωγικής διαδικασίας, καθόσον συνδέεται με ένα πλήθος ιδεολογικών, κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών ζητημάτων.

Αν και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η παρένθετη μητρότητα είναι παράνομη (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα, Βουλγαρία), στην Ελλάδα η νομοθεσία επιτρέπει την αναπαραγωγή μέσω παρένθετης μητέρας, εφόσον τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Γονείς διαμέσου της παρένθετης μητρότητας μπορούν να γίνουν τόσο τα έγγαμα ετερόφυλα ζευγάρια, όσο και ετερόφυλοι σύντροφοι σε ελεύθερη ένωση, καθώς και μία μοναχική γυναίκα.

Παρένθετη μητρότητα: Τι λένε οι υποστηρικτές

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της παρένθετης μητρότητας, αν έχει εξασφαλιστεί η χωρίς πιέσεις συμφωνία και των δύο μερών (μητέρας και ζευγαριού) και αν υφίστανται οι κατάλληλες συνθήκες υγείας και ασφάλειας για την έγκυο, τότε η αναπαραγωγή μέσω παρένθετης μητέρας μπορεί να είναι ελεύθερη για όλους, και η συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων οφείλει να προχωράει κανονικά όπως σε οποιοδήποτε άλλο συμβόλαιο.

Οι υποστηρικτές της παρένθετης μητρότητας (ή της αναπαραγωγής με «συμβόλαιο», όπως την αποκαλούν ορισμένοι) ισχυρίζονται ότι ο ρόλος της γυναίκας σε αυτή τη διαδικασία δεν διαφέρει πολύ από αυτόν μιας γυναίκας που έχει προσληφθεί από το ζευγάρι για να βοηθήσει με την ανατροφή των παιδιών, μιας «νταντάς» που θα παραμένει στο σπίτι και θα προσέχει τα παιδιά όσο το ζευγάρι απασχολείται στην εργασία του.

Πιστεύουν επίσης ότι όπως δεν θα αρνιόμασταν ποτέ σε κάποια γυναίκα να βγάζει τον επιούσιο φροντίζοντας παιδιά που δεν είναι δικά της, έτσι δεν πρέπει να της αρνιόμαστε τη δυνατότητα να πληρωθεί για να κυοφορήσει ένα παιδί του οποίου δεν είναι βιολογική μητέρα. Επισημαίνουν, τέλος, ότι η απαγόρευση της παρένθετης μητρότητας περιορίζει τις επιλογές και την ελευθερία τόσο των γυναικών που θα ήθελαν για οποιονδήποτε λόγο να γίνουν παρένθετες μητέρες, όσο και των γυναικών που δεν μπορούν να κυοφορήσουν και θα ήθελαν να δημιουργήσουν οικογένεια μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας.

Τι προβληματίζει όσους βλέπουν μόνο αρνητικά στην παρένθετη μητρότητα

Πρώτον, το πιο συνηθισμένο αίσθημα που εκφράζεται τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας από όσους εναντιώνονται στην πιθανότητα νομιμοποίησης της παρένθετης μητρότητας για ομόφυλα ζευγάρια, είναι ο φόβος ότι θα επικρατήσει η αντίληψη πως ο ρόλος των γυναικών είναι να χρησιμοποιούνται ως «δοχεία εμβρύων», γεγονός που σταδιακά θα οδηγήσει στη στυγνή εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος και την ακραία εμπορευματοποίηση της διαδικασίας, όπως ήδη συμβαίνει σε κάποιες χώρες της Ασίας.

Ωστόσο, ο ανωτέρω φόβος δεν είναι βέβαιο ότι ευσταθεί ή ότι αφορά κάθε περίπτωση παρένθετης μητρότητας. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι δημιουργείται ένας κίνδυνος εμπορευματοποίησης όταν η παρένθετη μητέρα πληρώνεται προκειμένου να  κυοφορήσει, τι ισχύει στην περίπτωση που η έγκυος δεν πληρώνεται αλλά έχει εμπλακεί στη διαδικασία για καθαρά αλτρουιστικούς λόγους, για να βοηθήσει δηλαδή ένα συγγενικό ή φιλικό της ζευγάρι που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, να αποκτήσει παιδί;

Δεύτερον, αρκετές φεμινίστριες εκφράζουν την αγωνία ότι το ζευγάρι και το ιατρικό προσωπικό που εμπλέκεται στη διαδικασία θα έχουν τον απόλυτο έλεγχο στο σώμα της παρένθετης μητέρας αποφασίζοντας για τη διατροφή, τη σεξουαλικότητα και τις υπόλοιπες συνήθειές της, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την ελεύθερη βούλησή της.

Τρίτον, αναρωτιούνται με ποιον τρόπο θα διασφαλίσουμε ότι η ψυχική υγεία της παρένθετης μητέρας δεν κινδυνεύει να κλονιστεί εξαιτίας του απότομου αποχωρισμού από το βρέφος, αφού ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στην έγκυο και στο παιδί κατά τη διάρκεια της κύησης είναι τόσο ισχυρός, που η γυναίκα είναι πιθανό να υποφέρει από κατάθλιψη μετά τη γέννα.

Τέταρτον, ανησυχούν πως δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα αν η απόφαση της γυναίκας να πάρει μέρος στη συμφωνία είναι αυτόνομη ή αν έχει δεχθεί πιέσεις από τρίτους. Ειδικά στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλη οικονομική και κοινωνική ανισότητα ανάμεσα στο ζευγάρι και την έγκυο –αν έχουμε να κάνουμε, για παράδειγμα, με μία μετανάστρια που προέρχεται από διαφορετική κουλτούρα και χώρα– είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι ότι η απόφασή της είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης.

Τέλος, ένα ακόμα δίλημμα που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους όλοι όσοι εμπλέκονται ή επιθυμούν να εμπλακούν στην αναπαραγωγική διαδικασία της παρένθετης μητρότητας είναι ποιος παίρνει το παιδί αν χαλάσει η συμφωνία – μην ξεχνάμε ότι η παρένθετη μητέρα «φιλοξενεί» το γενετικό υλικό της βιολογικής μητέρας. Τι θα γίνει δηλαδή αν και τα δύο μέρη θέλουν να κρατήσουν το μωρό ή, ακόμα χειρότερα, πού θα καταλήξει το παιδί αν δεν επιθυμεί να το κρατήσει κανένας;

Οι παραπάνω ενστάσεις είναι ως έναν βαθμό εύλογες, και δεν θα ήταν ορθό, κατά την άποψή μου, να υποτιμηθούν αυτομάτως ως ενδεικτικές μιας δήθεν «υπερβολικά συναισθηματικής» στάσης. Ωστόσο, πιστεύω ότι πρόκειται για ενστάσεις που μπορούν να απαντηθούν πειστικά, εφόσον γίνεται να καταδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους θα αποτραπούν οι συναφείς κίνδυνοι.

Εάν θέλουμε στο μέλλον να επεκταθεί ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας και στα ομόφυλα ζευγάρια θα πρέπει να ξεπεράσουμε μία σειρά από σοβαρά εμπόδια – και δεν αναφέρομαι μόνο στην αρνητικότητα της πλειονότητας των πολιτών, ακόμα και όσων υποστηρίζουν το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο, αλλά και στην υπάρχουσα νομοθεσία που απαγορεύει τη χρήση του γενετικού υλικού της παρένθετης μητέρας. Στην περίπτωση αυτή ο μόνος τρόπος να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των εμπλεκόμενων μερών είναι ένα διαυγές και λεπτομερές θεσμικό πλαίσιο, το οποίο θα αποτελεί προϊόν σοβαρής νομοθετικής προεργασίας σε συνδυασμό με έναν ανοικτό, έντονο, μα επιστημονικά καταρτισμένο δημόσιο διάλογο.